27/11/16

Καταδικάστε με, δεν έχει σημασία. Η ιστορία θα με δικαιώσει!

''Αξιότιμοι δικαστές, αν υπάρχει στην καρδιά σας ίχνος αγάπης προς την πατρίδα σας, αγάπης για την ανθρωπότητα, αγάπης για τη δικαιοσύνη, ακούστε προσεκτικά. Γνωρίζω ότι θα φιμωθώ για πολλά χρόνια. Γνωρίζω ότι το καθεστώς θα προσπαθήσει να αποσιωπήσει την αλήθεια με κάθε δυνατό μέσο. Γνωρίζω ότι θα εξυφανθεί μια συνωμοσία με σκοπό να με θάψει στη λήθη. Αλλά η φωνή μου δεν θα κατασιγασθεί - θα αναδύεται από τα στήθη μου ακόμη και όταν θα νιώθω ολομόναχος, και η καρδιά μου θα της δίνει όλη τη θέρμη που οι άσπλαχνοι δειλοί της αποστερούν.
Από μια καλύβα στα βουνά, τη Δευτέρα 27 Ιουλίου, άκουσα τη φωνή του δικτάτορα στον αέρα, ενόσω δεκαοκτώ ακόμη από τους άντρες μας βρίσκονταν σε ένοπλη σύρραξη με την κυβέρνηση. Εκείνοι που ποτέ δεν βίωσαν παρόμοιες στιγμές δεν θα νιώσουν ποτέ αυτό το είδος πικρίας και αγανάκτησης. Την ώρα που οι ελπίδες που επί μακρόν τρέφαμε για την απελευθέρωση του λαού μας κείτονταν σε ερείπια, ακούσαμε για εκείνες τις κατεστραμμένες ελπίδες να επιχαίρει ένας τύραννος πιο μοχθηρός, πιο αλαζών από ποτέ. Ο ατελείωτος χείμαρρος ψεμάτων και συκοφαντιών, που ξεχύθηκε με την άξεστη, απεχθή, αποκρουστική του γλώσσα, μπορεί να συγκριθεί μόνο με τον ατελείωτο χείμαρρο του αγνού νεανικού αίματος που έχει κυλήσει από την νύχτα που πέρασε - εν γνώσει του, με τη συγκατάθεσή του, με τη συνέργιά του και με την έγκρισή του - που χύνεται από την πιο απάνθρωπη συμμορία δολοφόνων που μπορεί κάποιος να φανταστεί.
Θα αρκούσε να τον πιστέψει ένας ενσυνείδητος άνθρωπος για μια στιγμή μόνο για να γεμίσει με τύψεις και ντροπή για την υπόλοιπη ζωή του. Εκείνη την ώρα δεν μπορούσα ούτε να ελπίζω να χαράξω στο άθλιο μέτωπο του το σήμα της αλήθειας, το οποίο θα τον καταδικάζει για την υπόλοιπη ζωή του και για όλες τις ημέρες που θα έρθουν. Ήδη ένας κλοιός από 1.000 και πάνω ανθρώπους, εξοπλισμένους με όπλα πιο ισχυρά από τα δικά μας και με αυστηρές εντολές να φέρουν πίσω τα πτώματά μας, έσφιγγε γύρω μας.
Τώρα που η αλήθεια βγαίνει στην επιφάνεια, τώρα που μιλώντας ενώπιον σας φέρω σε πέρας την αποστολή που όρισα για τον εαυτό μου, μπορώ να πεθάνω ήσυχα και ικανοποιημένος. Θα μιλήσω λοιπόν έξω από τα δόντια για αυτούς τους άγριους δολοφόνους.
Οι στρατιώτες Μονκάδα μετετράπησαν σε κολαστήριο μαρτυρίου και θανάτου. Κάποιοι επαίσχυντοι άνθρωποι μετέτρεψαν τις στολές τους σε ποδιές χασάπηδων. Οι τοίχοι ήταν πιτσιλισμένοι με αίμα. Οι σφαίρες που είχαν σφηνωθεί στους τοίχους ήταν επιστρωμένες με καψαλισμένα κομμάτια δέρματος, μυαλά και ανθρώπινες τρίχες, αποκρουστικά ενθύμια των κατά πρόσωπο πυροβολισμών από τουφέκια. Το γρασίδι γύρω από τους στρατώνες ήταν σκούρο και κολλούσε από το ανθρώπινο αίμα.
Τα εγκληματικά χέρια που καθοδηγούν το πεπρωμένο της Κούβας είχαν τοποθετήσει για τους φυλακισμένους στην είσοδο εκείνου του άντρου του θανάτου την επιγραφή που μόνο στην Κόλαση θα μπορούσε να είχε αναρτηθεί:
''Εγκαταλείψτε κάθε ελπίδα''. Ούτε καν αποπειράθηκαν να κουκουλώσουν τα πράγματα. Δεν μπήκαν στον ελάχιστο κόπο να συγκαλύψουν ότι έκαναν. Πίστευαν ότι είχαν εξαπατήσει τους ανθρώπους με τα ψεματά τους και κατέληξαν να εξαπατούν τους εαυτούς τους. Θεωρούσαν τους εαυτους τους αφέντες και άρχοντες του σύμπαντος, με εξουσία επί ζωής και θανάτου.
Ο φόβος που βίωσαν λοιπόν άμα τη επιθέσει μας την αυγή εξανεμίστηκε μέσα σε ένα χορό πτωμάτων, μέσα σε ένα μεθυσμένο όργιο αίματος. Ο Δάντης χώρισε την Κόλαση του σε εννέα κύκλους. Τοποθέτησε τους εγκληματίες στον έβδομο, τους κλέφτες στον όγδοο και τους προδότες στον ένατο. Δύσκολο δίλημμα θα κληθούν να αντιμετωπίσουν οι δαίμονες, όταν θα προσπαθήσουν να βρουν ένα κατάλληλο σημείο για την ψυχή αυτού του ανθρώπου - αν αυτός ο άνθρωπος διαθέτει ψυχή. Ο άνθρωπος που υποκίνησε τις βάρβαρες ενέργειες στο Σαντιάγκο της Κούβας δεν έχει καν καρδιά.
Σε κάθε κοινωνία υπάρχουν άνθρωποι με ποταπά ένστικτα. Οι σαδιστές, οι κτηνάνθρωποι, ατέρμονοι μεταφορείς όλων των προπατορικών αταβισμών κυκλοφορούν με την αμφίεση ανθρώπινων πλασμάτων, είναι όμως τέρατα, χαλιναγωγούμενα μόνο λίγο πολύ από την πειθαρχία και την κοινωνική έξη. Αν τους προσφερθεί ένα ποτό από ένα ποταμό αίματος, δεν θα είναι ικανοποιημένοι ώσπου να στραγγίσουν τον ποταμό.
Ότι χρειάζονταν αυτοί οι άνθρωποι ήταν η διαταγή. Στα χέρια αφανίστηκαν οι καλύτεροι και οι ευγενέστεροι Κουβανοί: οι πιο γενναίοι, οι πιο ειλικρινείς, οι πιο ιδεαλιστές. Ο τύραννος τους αποκάλεσε ιεραποστόλους. Πέθαιναν ως ήρωες στα χέρια ανθρώπων που εισέπρατταν το μισθό τους από τη Δημοκρατία για να την υπερασπίσουν, υπηρετούν τα συμφέροντα μιας κλίκας και δολοφονούν τους καλύτερους πολίτες της.
Στη διάρκεια των βασανιστηρίων των συντρόφων μας, ο στρατός τους προσέφερε την ευκαιρία να σώσουν τις ζωές τους προδίδοντας την ιδεολογία τους και δηλώνοντας ψευδώς ότι ο Πρίο τους είχε δώσει χρήματα. Όταν με αγανάκτηση απέρριπταν αυτή την πρόταση, ο στρατός συνέχιζε με τα φρικτά βασανιστηρία του. Συνέθλιβαν τους όρχεις τους και ξερίζωναν τα μάτια τους. Αλλά κανείς δεν υπέκυψε. Δεν ακούστηκε κανένα παράπονο, ούτε ζητήθηκε καμία χάρη. Ακόμη και όταν είχαν στερηθεί τα όργανα του ανδρισμού τους, οι άνδρες μας ήταν ωστόσο χίλιες φορές περισσότερο άνδρες από όλους τους βασανιστές μαζί. Φωτογραφίες οι οποίες δεν λένε ψέματα, δείχνουν τα πτώματα κομματιασμένα. Χρησιμοποιήθηκαν και άλλες μέθοδοι.
Απογοητευμένοι από τη γενναιότητα των ανδρών, προσπάθησαν να τσακίσουν το πνεύμα των γυναικών μας. Με ένα ματωμένο ανθρώπινο μάτι στα χέρια τους, ένας λοχίας και διάφοροι άλλοι πήγαν στο κελί όπου κρατούνταν οι συντρόφισσές μας, Μέλμπα Χερνάντες και Χαιντέ Σανταμαρία. Απευθυνόμενοι στην τελευταία και δείχνοντας της το μάτι, είπαν ''Αυτό το μάτι άνηκε στον αδελφό σου. Αν δεν μας πεις όσα αυτός αρνήθηκε να πει, θα του ξεριζώσουμε και το άλλο''. Εκείνη, που αγαπούσε το γενναίο αδελφό της περισσότερο από καθετί, αποκρίθηκε γεμάτη μεγαλείο: ''Αν του ξεριζώσατε το ένα μάτι και δεν μίλησε, πολύ λιγότερο θα το πράξω εγώ''.
Αργότερα επέστρεψαν και έκαψαν τα χέρια τους με αναμμένα τσιγάρα ώσπου, τελικά, γεμάτοι μνησικακία, είπαν στη νεαρή Χαιντέ Σανταμαρία: ''Δεν έχεις πια αρραβωνιαστικό, γιατί τον σκοτώσαμε και αυτόν''. Παραμένοντας όμως ατάραχη, εκείνη απάντησε:  ''Δεν είναι νεκρός, γιατί το να πεθαίνεις για την πατρίδα σου σημαίνει να ζεις παντοτινά''. Ποτέ ο ηρωισμός και η αξιοπρέπεια των γυναικών της Κούβας δεν είχε αγγίξει τέτοια ύψη.
Είμαστε Κουβανοί και το να είναι κανείς Κουβανός συνεπάγεται ένα καθήκον, η μη εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος είναι έγκλημα, είναι εθνική προδοσία. Είμαστε υπερήφανοι για την ιστορία της πατρίδας μας, τη διδαχθήκαμε στο σχολείο και μεγαλώσαμε ακούγοντας για ελευθερία, δικαιοσύνη και ανθρώπινα δικαιώματα. Διδαχθήκαμε να τρέφουμε σεβασμό στο λαμπρό παράδειγμα των ηρώων και των μαρτύρων μας. Σεσπεδες, Αγκραμόντε, Μακέο, Γκόμες και Μάρτι ήταν τα πρώτα ονόματα που χαράκτηκαν στο μυαλό μας.
Διδαχθήκαμε ότι για την καθοδήγηση των ελεύθερων πολιτών της Κούβας, ο Απόστολος (ο Μαρτί, συγγραφέας του εν λόγω βιβλίου) έγραψε στο βιβλίο του "Ο χρυσούς αιών": ''O άνθρωπος που συμμορφώνεται με άδικους νόμους και επιτρέπει σε οποιονδήποτε άνθρωπο να κακομεταχειρίζεται την πατρίδα στην οποία γεννήθηκε δεν είναι έντιμος άνθρωπος...Στον κόσμο πρέπει να υπάρχει ένας ορισμένος βαθμός εντιμότητας όπως πρέπει να υπάρχει μια ορισμένη ποσότητα φωτός. Όταν υπάρχουν πολλοί άνθρωποι χωρίς εντιμότητα πολλών ανθρώπων. Αυτοί είναι οι άνθρωποι που επαναστατούν με μεγάλο σθένος ενάντια σε εκείνους που κλέβουν την ίδια την ανθρώπινη εντιμότητα. Μέσω εκείνων των ανθρώπων χιλιάδες ακόμη περιορίζονται, ένας ολόκληρος λαός περιορίζεται, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια περιορίζεται...''.
Διδαχθήκαμε ότι η 10η Οκτωβρίου και η 24η Φεβρουαρίου είναι ένδοξες επέτειοι εθνικής αφύπνισης διότι σηματοδοτούν ημέρες στις οποίες οι Κουβανοί επαναστάτησαν ενάντια στο ζυγό της απάνθρωπης τυραννίας.
Διδαχθήκαμε να αγαπούμε και να υπερασπιζόμαστε τη σημαία με το μοναχικό της άστρο και κάθε απόγευμα να τραγουδούμε τους στίχους του Εθνικού μας Ύμνου: ''Το να ζεις αλυσοδεμένος σημαίνει να ζεις στην ατίμωση'' και ''Το να πεθαίνεις για την πατρίδα σου σημαίνει να ζεις παντοτινά!''.
Όλα αυτά τα μάθαμε και δεν θα τα ξεχάσουμε ποτέ, ακόμη και αν σήμερα στη γη μας επιβάλλεται θάνατος και φυλάκιση στους ανθρώπους που εφαρμόζουν στην πράξη τις ιδέες που διδάχτηκαν από τα γεννοφάσκια τους. Γεννηθήκαμε σε μια ελεύθερη χώρα που μας κληροδότησαν οι γονείς μας και καλύτερα να βυθιστεί το νησί στη θάλασσα παρά να συναινέσουμε να είμαστε σκλάβοι οποιουδήποτε.
Φαινόταν ότι ο Απόστολος θα πέθαινε στη διάρκεια της εκατονταετηρίδας του. Φαινόταν ότι η μνήμη του θα έσβηνε για πάντα. Τόσο μεγάλη ήταν η προσβολή! Εν τούτοις, είναι ζωντανός δεν πέθανε. Ο λαός του είναι ανυπότακτος. Ο λαός του είναι άξιος. Ο λαός του είναι πιστός στη μνήμη του. Υπάρχουν Κουβανοί που έπεσαν υπερασπιζόμενοι τις πεποιθήσεις του. Υπάρχουν νέοι άνδρες που με μεγαλόπρεπη ανιδιοτέλεια ήρθαν να πεθάνουν πλάι στον τάφο του, δίνοντας το αίμα τους και τις ζωές τους ούτως ώστε να εξακολουθήσει να ζει στην καρδιά του έθνους. Κούβα, τι θα είχες απογίνει αν άφηνες τον Αποστολό σου να πεθάνει;
Φτάνω στο τέλος της υπερασπιτικής μου έκκλησης, δεν θα την τελειώσω όμως όπως κάνουν οι δικηγόροι, ζητώντας την απελευθέρωση του κατηγορουμένου. Δεν μπορώ να ζητήσω ελευθερία για τον εαυτό μου τη στιγμή που οι σύντροφοί μου ήδη υποφέρουν στην επονείδιστη φυλακή στο Πευκονήσι. Στείλτε με εκεί να σμίξω μαζί τους και να μοιραστώ το πεπρωμένο τους. Είναι κατανοητό ότι οι ειλικρινείς άνθρωποι θα έπρεπε να είναι νεκροί ή φυλακισμένοι σε μια δημοκρατία όπου ο πρόεδρος είναι εγκληματίας και κλέφτης...
Γνωρίζω ότι ο εγκλεισμός θα είναι για εμένα πιο δύσκολος από ότι για οποιονδήποτε, γεμάτος άνανδρες απειλές και απαίσια απανθρωπιά. Δεν φοβάμαι όμως τη φυλακή, όπως δεν φοβάμαι το μένος του τιποτένιου τυράννου που πήρε τις ζωές εβδομήντα συντρόφων μου.
Καταδικάστε με. Δεν έχει σημασία. Η Ιστορία θα με δικαιώσει''.

Η ιστορική απολογία του Φιντέλ Κάστρο στις 6 Οκτώβρη του 1953, στο δικαστήριο του Σαντιάγκο της Κούβας που ξεδίπλωσε το όραμα της επανάστασης για μια δίκαιη κοινωνία. Στις 26 Ιουλίου 1953, ο Φιντέλ ηγήθηκε 150 Κουβανών επαναστατών σε μια επίθεση στο στρατόπεδο Μονκάδα, στο Σαντιάγκο ντε Κούμπα. Η επίθεση του 1953 απέτυχε, κάποιοι από τους αντάρτες σκοτώθηκαν και κάποιοι άλλοι, μεταξύ αυτών και ο Κάστρο, πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Ο Κάστρο, ασκούμενος δικηγόρος εκείνη την εποχή, επέλεξε να υπερασπιστεί μόνος τον εαυτό του στη δίκη, η οποία ξεκίνησε στις 21 Σεπτεμβρίου 1953. Αργότερα δήλωσε ότι τα βασικά στοιχεία της ομιλίας του είχαν ήδη γραφεί για να χρησιμοποιηθούν ως ανακοίνωση και μανιφέστο των εξεγερμένων στην περίπτωση που η εξέγερση επιτύγχανε. Η εισαγγελία ζήτησε να καταδικαστεί σε 30 χρόνια φυλακή. Καταδικάστηκε τελικά σε 15 χρόνια φυλάκιση στο σωφρονιστήριο του Λος Πίνος, που σήμερα ονομάζεται το Νησί της Νεολαίας. Μετά από δύο χρόνια φυλακής, στον Φιντέλ και τους συντρόφους του χορηγήθηκε γενική αμνηστία και αυτοεξορίστηκε στο Μεξικό, απ’ όπου οργανώθηκε και εκπαιδεύτηκε στρατιωτικά μια ομάδα επαναστατών, ανάμεσά τους ο Αργεντίνος Ερνέστο "Τσε" Γκεβάρα και ο Καμίλο Σιενφουέγκος. Η επιχείρηση στο στρατόπεδο Μονκάδα μπορεί να απέτυχε, αλλά από εκείνη την επίθεση γεννήθηκε το Κίνημα της 26ης του Ιούλη (Movimiento 26 de Julio, M-26-7) που έμελλε το 1959 να ανατρέψει το δικτατορικό καθεστώς του Μπατίστα στην Κούβα.  
Στα τέλη Νοεμβρίου του 1956, 82 άνθρωποι, μεταξύ των οποίων ο Φιντέλ Κάστρο και ο Τσε Γκεβάρα αποπλέουν από το Μεξικό, με ένα μικρό σκάφος, το Granma και κατευθύνονται στη δασική περιοχή της Σιέρα Μαέστρα. Στο δρόμο πέφτουν σε ενέδρα των καθεστωτικών και αποδεκατίζονται.
Οι δώδεκα που επιζούν φτάνουν στη Σιέρα Μαέστρα και ξεκινούν αντάρτικο. Το Φλεβάρη του 1956 έγιναν καθολικές απεργίες εργατών στη βιομηχανία ζάχαρης και σε άλλους κλάδους της οικονομίας. Οι επαναστάτες κατάφεραν να συνδυάσουν τον αγώνα στα βουνά με ένοπλες εξεγέρσεις, απεργίες και διαδηλώσεις σε όλες τις μεγάλες πόλεις. Στο πλευρό τους είχαν και σημαντικό μέρος του πληθυσμού της χώρας. Αξίζει να σημειωθεί πως μέχρι τις αρχές του 1958 οι ένοπλοι αντάρτες έφταναν τους 6.000 και είχαν καταλάβει μεγάλο μέρος του νησιού.
Το 1958 αρχίζουν και μετακινούνται από τα βουνά στις πεδιάδες, να καταλαμβάνουν τη μία μετά την άλλη τις πόλεις και τελικά μπαίνουν θριαμβευτές στην Αβάνα την Πρωτοχρονιά του 1959 κι ενώ ο Μπατίστα και οι στενοί συνεργάτες του έχουν εγκαταλείψει το νησί.

Δεν υπάρχουν σχόλια: