6/1/13

Ο οικονομικός πόλεμος για τον φτηνό άνθρακα!

Περισσότερο βρώμικοι από το κάρβουνο είναι αυτοί που αισχροκερδούν μαζί του!


Η κατανάλωση του άνθρακα για την παραγωγή ενέργειας αυξάνεται διεθνώς -ακόμη και σε χώρες που έχουν θέσει στόχους για τη μείωσή της όπως είναι η Γερμανία, πολύ περισσότερο σε χώρες ραγδαία αναπτυσσόμενες όπως είναι η Ινδία- εκτός των ΗΠΑ, όπου το αέριο σχιστόλιθου έχει εν μέρει συγκρατήσει αυτήν την αυξητική τάση, αναφέρουν τα πρόσφατα στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (ΙΕΑ). Μάλιστα, η πτώση στις τιμές των καυσίμων στις ΗΠΑ βοήθησε στην μεγάλη μείωση των τιμών του άνθρακα διεθνώς, γεγονός που τον κατέστησε ακόμη πιο ελκυστικό, ακόμη και στην Ευρώπη όπου η χρήση του άνθρακα υποτίθεται ότι θα αποθαρρυνόταν από το σύστημα εμπορίας ρύπων. «Το μερίδιο του άνθρακα στη διεθνή ενεργειακή αγορά αυξάνεται κάθε χρόνο και αν αυτό δεν αλλάξει με τις υφιστάμενες πολιτικές, ο άνθρακας θα έχει την ίδια κατανάλωση με το πετρέλαιο μέσα στην επόμενη δεκαετία» όπως επισημαίνει η Maria van der Hoeven, εκτελεστική διευθύντρια του ΙΕΑ
Σε παγκόσμια κλίμακα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΙΕΑ, η κατανάλωση άνθρακα θα αυξηθεί κατά 1,2 δισεκατομμύρια τόνους ετησίως μέχρι το 2017, σε σύγκριση με σήμερα. Ποσότητα μεγαλύτερη από ό,τι η τρέχουσα ετήσια κατανάλωση άνθρακα των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ρωσίας μαζί. Η διεθνής κατανάλωση του άνθρακα προβλέπεται να φτάσει τους 4,3 δισ. τόνους έως το 2017, όση προβλέπεται να είναι και η κατανάλωση του πετρελαίου τον ίδιο χρόνο. Ο άνθρακας είναι άφθονος, μπορεί να βρεθεί στις περισσότερες περιοχές του κόσμου -σε αντίθεση με το πετρέλαιο και το αέριο- και μπορεί εύκολα να εξορυχθεί, με αποτέλεσμα η χρήση του να έχει καλύψει τη μισή σχεδόν ζήτηση για ενέργεια διεθνώς κατά την περασμένη δεκαετία. Αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά του άνθρακα σε συνδυασμό με την διεθνή ύφεση που οδηγεί αναγκαστικά σε πολιτικές προσπάθειες μείωσης του ενεργειακού κόστους, έχουν καταστήσει τον άνθρακα σήμερα ως το πιο ανταγωνιστικό καύσιμο για την παραγωγή ενέργειας. 
Η Κίνα έχει καταστεί πλέον ο μεγαλύτερος εισαγωγέας άνθρακα στον κόσμο. Το 2009, η Κίνα για πρώτη φορά από παραγωγός και εξαγωγέας άνθρακα, έγινε ένας καθαρός εισαγωγέας  και το 2011, έγινε ο μεγαλύτερος εισαγωγέας άνθρακα, ξεπερνώντας την Ιαπωνία, η οποία κατείχε τη θέση αυτή εδώ και δεκαετίες. Η Ινδονησία έχει γίνει πλέον ο μεγαλύτερος εξαγωγέας άνθρακα στον κόσμο και ξεπερνώντας την Αυστραλία στην θέση αυτή. Βέβαια σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΙΕΑ, η Αυστραλία θα ανακτήσει το θρόνο της ως ο μεγαλύτερος εξαγωγέας άνθρακα. Παρά ορισμένα ζητήματα, όπως είναι το αυξημένο εργατικό κόστος και το υψηλό νομισματικό κόστος συναλλαγών, τα οποία δίνουν Ινδονησία ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, η Αυστραλία αναμένεται πως θα αναπτύξει τις υποδομές και τις επενδύσεις της στον τομέα των ορυχείων για να ξαναγίνει ο μεγαλύτερος εξαγωγέας άνθρακα, μέσα στην επόμενη τετραετία. Η Ινδία θα αυξήσει την επιρροή της στις παγκόσμιες αγορές άνθρακα. Προικισμένη με μεγάλα αποθέματα άνθρακα, έναν πληθυσμό πάνω από 1 δισ., σοβαρές ελλείψεις ηλεκτρικής ενέργειας και την μεγαλύτερη ενεργειακή φτώχεια στον κόσμο, η Ινδία αναγκαστικά θα αναπτύξει πολιτικές στην κατεύθυνση της αυξημένης κατανάλωσης άνθρακα. Μέχρι το 2017 η Ινδία αναμένεται να καταστεί ο μεγαλύτερος εισαγωγέας άνθρακα δια θαλάσσης και ο δεύτερος μεγαλύτερος παγκοσμίως καταναλωτής άνθρακα, ξεπερνώντας τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η Ευρώπη παρά την αυστηρή τήρηση των επιταγών του Πρωτοκόλλου του Κιότο, εμφανίζει κι αυτή μια μεγάλη αύξηση της κατανάλωσης άνθρακα και η ζήτηση άνθρακα το 2017 αναμένεται πως θα είναι κατά 10 εκατομμύρια τόνους ισοδύναμου άνθρακα (mtce) υψηλότερη από ό, τι το 2011. Οι χαμηλές τιμές εμπορίας εκπομπών ρύπων CO2, οι υψηλές τιμές του φυσικού αερίου, και η χαμηλή τιμή του ίδιου του άνθρακα έχουν καταστήσει πολύ πιο ανταγωνιστική την θέση του άνθρακα από το φυσικό αέριο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, προκαλώντας έτσι την αύξηση της κατανάλωσης άνθρακα στην Ευρώπη το τελευταίο διάστημα. Η αύξηση αυτή αναμένεται να μεγαλώσει κι άλλο, τόσο λόγω της ύφεσης που πλήττει την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και λόγω της ραγδαίας ανάπτυξης της Τουρκικής Οικονομίας.
Η Τουρκική Κυβέρνηση υπέγραψε πρόσφατα, διακυβερνητική συμφωνία ύψους 12 δισεκατομμυρίων δολαρίων με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα για την εκμετάλλευση κοιτασμάτων άνθρακα στη νοτιοανατολική Τουρκία, τα οποία θα τροφοδοτήσουν σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Η συμφωνία αυτή, η οποία μονογραφήθηκε από την εθνική εταιρία ενέργειας των Εμιράτων TAQA και την Τουρκική δημόσια εταιρία ηλεκτρισμού EUAS, αποτελεί τη σημαντικότερη επένδυση που γίνεται από αραβική χώρα στον ενεργειακό τομέα της Τουρκίας, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη τα τελευταία χρόνια. Βάσει της συμφωνίας, τα κοιτάσματα άνθρακα της λεκάνης Αφσίν-Ελμπιστάν, που βρίσκεται στη νοτιοανατολική Τουρκία, θα χρησιμοποιηθούν για να τροφοδοτήσουν ηλεκτρικούς σταθμούς των 8.200 μεγαβάτ. Τα κοιτάσματα αυτά υπολογίζονται σε 4,4 δισεκατομμύρια τόνους, δηλαδή αποτελούν το 40% των κοιτασμάτων λιγνίτη της Τουρκίας.
Η Τουρκία μια από τις πιο ραγδαία αναπτυσσόμενες οικονομίες παγκοσμίως σήμερα, παράγει το μεγαλύτερο μέρος του ηλεκτρικού που χρησιμοποιεί από το φυσικό αέριο, για την προμήθεια του οποίου εξαρτάται πολύ από το εξωτερικό. Θέλοντας να απεμπλακεί από την ενεργειακή της εξάρτιση από άλλες χώρες, και αποσκοπώντας ταυτόχρονα σε συνδυασμό με το φτηνό εργατικό δυναμικό που διαθέτει να μειώσει και άλλο την ανταγωνιστικότητά της, μειώνοντας κατά πολύ και το ενεργειακό της κόστος, ήδη εγκαθιστά τον πρώτο της πυρηνικό σταθμό παραγωγής ενέργειας σε συνεργασία με την Ρωσία, και ταυτόχρονα διεξάγει συνομιλίες με την Κίνα, την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα και τον Καναδά για την κατασκευή ενός δεύτερου αντιδραστήρα.
Την ίδια ώρα συγκρούσεις ανάμεσα στα οικονομικά λόμπι της Ε.Ε. έχει προκαλέσει η αμφιλεγόμενη πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να αποσύρει δικαιώματα εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου, προκειμένου να ανεβάσει τεχνητά τις τιμές στα Χρηματιστήρια Ρύπων, οι οποίες έχουν καταρρεύσει εξ αιτίας της ύφεσης, της μειωμένης βιομηχανικής παραγωγής και κατ' επέκταση των μειωμένων εκπομπών ρύπων από τους συνήθεις υπόπτους δηλαδή τις βιομηχανίες, ενώ την ίδια στιγμή υπάρχει πλεόνασμα δικαιωμάτων στις αγορές.
Πρόσφατα η Κομισιόν παρουσίασε το σχέδιό της για απόσυρση 900 εκατ. δικαιωμάτων το 2013, μία πρόταση που οι αγορές έκριναν ανεπαρκή, με αποτέλεσμα η χρηματιστηριακή τιμή των ρύπων να πέσει κατά 7,8% σε μία ημέρα και να κλείσει στη διεθνή πλατφόρμα του ICE στα 8,37 ευρώ ανά δικαίωμα από 9,10 ευρώ την προηγούμενη ημέρα. Πλέον, οι τιμές έχουν πέσει στα 6,60 ευρώ, χάνοντας 29% από τότε που οι Βρυξέλλες ανακοίνωσαν το νέο μέτρο.
Την πτώση «είδαν» με ανακούφιση πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες ηλεκτροπαραγωγής, όπως π.χ. η ΔΕΗ, οι οποίες από 1/1/2013 καλούνται βάσει ευρωπαϊκής οδηγίας να αγοράζουν δικαιώματα για το σύνολο του διοξειδίου του άνθρακα που εκπέμπουν, ενώ ως το τέλος του 2012 ένα σημαντικό μέρος των δικαιωμάτων τους κατανεμόταν δωρεάν.
Το έξτρα κόστος από τα αγορές δικαιωμάτων το 2013 θα επιβαρύνει τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος και τελικά θα κληθούν να το πληρώσουν οι καταναλωτές. Η οδηγία προβλέπει αγορές δικαιωμάτων και για τις βιομηχανίες, σε περίπτωση που δεν εφαρμόζουν τις περιβαλλοντικά βέλτιστες πρακτικές παραγωγής. αλλά και μία διαδικασία ανάκτησης ως το 60% του έξτρα κόστους του ρεύματος για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες (επεξεργασίας μετάλλων, διυλιστήρια, χαρτοβιομηχανίες κ.λπ.) που θα πληγούν από τις μεγάλες αυξήσεις στις τιμές του ηλεκτρικού.
Όλα αυτά όμως συμβαίνουν σε μία περίοδο που η Ευρωζώνη βυθίζεται στην ύφεση και είναι αμφίβολο αν οι βιομηχανίες, αλλά και οι κοινωνίες, μπορούν να επωμιστούν τις ακριβότερες τιμές ρεύματος, τη στιγμή μάλιστα που στις ανταγωνιστικές οικονομίες, ΗΠΑ, Ασία, Νότιος Αμερική δεν υφίστανται τέτοιες επιβαρύνσεις.
Για την Ελλάδα, η απόσυρση σε όλη την Ευρώπη 900 εκατ. δικαιωμάτων για το 2013, σημαίνει ότι από τα 34 εκατ. δικαιώματα που θα είχε στη διάθεσή του το ελληνικό δημόσιο να δημοπρατήσει την επόμενη χρονιά θα μείνει μόνο με τα 21 εκατ. δικαιώματα. Αν δεν ανεβούν οι τιμές στα διεθνή Χρηματιστήρια Ρύπων, τότε τα έσοδα από τις δημοπρασίες θα είναι σημαντικά λιγότερα, απ' όσα είχαν προϋπολογιστεί.
Τα έσοδα αυτά προορίζονται για την κάλυψη των ελλειμμάτων του Λειτουργού της Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΛΑΓΗΕ), του οποίου τα χρέη σήμερα ξεπερνούν τα 400 εκατομμύρια ευρώ και απειλούν με κατάρρευση το σύνολο της εγχώριας αγοράς ηλεκτρισμού, συμπεριλαμβανομένης και της ΔΕΠΑ, στην οποία χρωστούν οι ηλεκτροπαραγωγοί, οι οποίοι δεν πληρώνονται εγκαίρως από τους διάφορους φορείς της αγοράς ηλεκτρισμού. Από την άλλη πλευρά όμως, μειωμένες διεθνείς τιμές στους ρύπους, σημαίνει μικρότερη επιβάρυνση για τη ΔΕΗ, που θεωρείται ιδιαίτερα ρυπογόνος λόγω των λιγνιτικών της μονάδων, και άρα μικρότερη αύξηση των τιμολογίων ηλεκτρικού ρεύματος για τους καταναλωτές, νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Και βέβαια χαμηλότερη επιβάρυνση για την ελληνική βιομηχανία, που αγωνίζεται για την ανταγωνιστικότητά της.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρόβλεψη της ΔΕΗ για το κόστος ρύπων το 2013 αγγίζει τα 300 εκατ. ευρώ (με την προϋπόθεση ότι οι τιμές των δικαιωμάτων θα κινηθούν γύρω στα 7 ευρώ/τόννο CO2), ποσό που θα μετακυλίσει στους καταναλωτές, βάσει της ευρωπαϊκής αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει».
H υπερπροσφορά δικαιωμάτων και η ύφεση, που έχει μειώσει τις εκπομπές ρύπων, έριξαν 26% κάτω μέσα σε ένα χρόνο (από τις αρχές Δεκεμβρίου 2011 ως τα τέλη Νοεμβρίου 2012) τις τιμές του προθεσμιακού συμβολαίου - Δεκεμβρίου 2012, που είναι το συμβόλαιο αναφοράς (benchmark) στην αγορά. Η μέση τιμή κλεισίματος του συμβολαίου ήταν τα 7,60 ευρώ/ισοδύναμο τόνου διοξειδίου του άνθρακα, τιμή κατά 81% χαμηλότερη από τα 13,80 ευρώ/ισοδύναμο τόνου CO2 που ήταν η μέση τιμή κλεισίματος για το αντίστοιχο συμβόλαιο του 2011. Ένας από τους λόγους της μεγάλης πτώσης των τιμών των ρύπων στα τέλη του χρόνου, ήταν και η απογοήτευση της «πράσινης αγοράς» από την τελευταία, αναθεωρημένη, συμβιβαστική πρόταση της Κομισιόν για την σταδιακή απόσυρση 900 εκατ. δικαιωμάτων και την επαναφορά τους στο σύστημα το 2019 και το 2020. Συγκεκριμένα, η πρόταση προβλέπει την απόσυρση 400 εκατ. δικαιωμάτων το 2013, 300 εκατ. δικαιωμάτων το 2014 και 200 εκατ. δικαιωμάτων το 2015. Το 2019 θα επανέλθουν στην αγορά 300 εκατ. δικαιώματα και το 2020 τα υπόλοιπα 600 εκατ. δικαιώματα.
Σύμφωνα με στοιχεία από μελέτη του υπουργείου Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής της Βρετανίας, το έξτρα κόστος για τους Έλληνες καταναλωτές ηλεκτρικού ρεύματος από την εφαρμογή της αμφιλεγόμενης πρότασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, υπολογίζεται στα 3,4 δισ. ευρώ! Το ποσό αναφέρεται στην επιβάρυνση που θα προκύψει συνολικά την περίοδο 2013 - 2020 σε περίπτωση που αποσυρθούν οριστικά από την Ευρωπαϊκή αγορά 900 εκατ. δικαιώματα και δεν αφορά στις πρόσθετες χρεώσεις που ξεκίνησαν από 1/1/2013 μέσω των αυξήσεων στα τιμολόγια της ΔΕΗ, μέρος των οποίων αντικατοπτρίζει το έξτρα κόστος της ΔΕΗ και των ιδιωτικών εταιριών παραγωγής ηλεκτρισμού για την αγορά δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων για το σύνολο του διοξειδίου του άνθρακα που εκπέμπουν. Αν υιοθετηθεί η πρόταση αυτή, αντί της πρώτης για την οριστική απόσυρση των δικαιωμάτων, τότε το συνολικό κόστος για τους ρύπους θα είναι μικρότερο, όπως αναφέρει η βρετανική μελέτη, δεν παύει όμως να είναι σημαντικό και να έχει ξεσηκώσει αντιδράσεις από πολλές χώρες-μέλη, ιδιαίτερα αυτές που για την παραγωγή ηλεκτρισμού χρησιμοποιούν τα πιο ρυπογόνα καύσιμα, λιθάνθρακα ή λιγνίτη, όπως η ΔΕΗ.
Πολλοί αναλυτές θέτουν το ερώτημα αν πίσω από την πρόταση αυτή βρίσκεται η πρόθεση να διευκολυνθεί η πληρωμή μεγάλων ποσών κρατικής βοήθειας που έχουν ήδη εγγραφεί στους προϋπολογισμούς των κρατών-μελών για να βοηθηθούν συγκεκριμένες ευρωπαϊκές βιομηχανίες. Και τούτο γιατί τα έσοδα από την πώληση δικαιωμάτων ρύπων σε κάθε χώρα τα εισπράττει το Δημόσιο του κράτους-μέλους και επειδή η οδηγία, που θα εφαρμοστεί από 1/1/2013, δίνει το δικαίωμα στις χώρες-μέλη να επιστρέφουν στις ενεργοβόρες βιομηχανίες ως το 60% της έξτρα χρέωσης στο ρεύμα, που θα προκύψει εξαιτίας των δικαιωμάτων ρύπων.
Με βάση την οδηγία 29/2009 για την βιομηχανική παραγωγή προβλέπονται δύο ειδών επιβαρύνσεις. Η άμεση που αφορά μεταποιητικές μονάδες που ρυπαίνουν μέσω της διαδικασίας παραγωγής, όπως π.χ. τσιμεντοβιομηχανίες, διυλιστήρια κ.λπ., για τις οποίες παρέχονται δωρεάν δικαιώματα όταν τηρούν τις βέλτιστες πρακτικές παραγωγής και θα κληθούν να «πληρώσουν» μόνον αν εκλύουν υπερβολικές εκπομπές. Υπάρχει όμως και το έμμεσο κόστος, που αφορά 15 ενεργοβόρους κλάδους π.χ. αλουμίνιο, μεταλλουργία, χαρτοβιομηχανίες κ.λπ., οι οποίοι θα πληγούν από το αυξημένο κόστος ρεύματος. Γι' αυτήν την κατηγορία και υπό τον φόβο περαιτέρω αποβιομηχάνισης της Ε.Ε., η οδηγία προβλέπει ένα μηχανισμό αντιστάθμισης μέσω επιδότησης σε ποσοστό ως 60% του κόστους ρεύματος. Η επιδότηση αυτή θα καλύπτεται από εθνικούς πόρους, π.χ. το αποκαλούμενο "Πράσινο Ταμείο". Εδώ όμως έρχονται και τα πολύ δύσκολα για την Ελλάδα, που σε καιρό κρίσης και άδειων ταμείων, θα πρέπει να επωμιστεί μία επιπλέον δαπάνη.
Η Γερμανία για παράδειγμα έχει περάσει στην νομοθεσία της τη δυνατότητα να χορηγεί βοήθεια στη βιομηχανία που πλήττεται από τις υψηλές τιμές των ρύπων ως 500 εκατ. ευρώ το χρόνο (εξαντλώντας το πλαφόν του 60%) και μάλιστα έχει εγγράψει στον προυπολογισμό του 2013 κονδύλι 250 εκατ. ευρώ για τον σκοπό αυτό. Η Ελλάδα, από την άλλη πλευρά, ακόμα δεν έχει καταλήξει για το ύψος της αποζημίωσης προς τις ενεργοβόρες βιομηχανίες, ενώ το σύνολο του ποσού που εισπράττει από την πώληση δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων προς το παρόν πηγαίνει στην κάλυψη του τεραστίου ελλείμματος του ειδικού λογαριασμού για τις ΑΠΕ. Πληροφορίες από το υπουργείο Περιβάλλοντος - Ενέργειας αναφέρουν μάλιστα ότι δεν προτίθεται να εξαντλήσει το όριο του 60% καθώς τα κονδύλια δεν επαρκούν, πράγμα που θα δημιουργήσει "de facto" ανταγωνιστικό μειονέκτημα για την ελληνική βιομηχανία.
Δέκα χώρες της Ε.Ε., όπως η Πολωνία, η Ρουμανία, η Βουλγαρία, η Κύπρος κ.λπ. ζήτησαν και έλαβαν εξαίρεση από την Κομισιόν ως το 2020 για την πλήρη εφαρμογή της οδηγίας. Η Ελλάδα όμως, δέσμια της πολιτικής της πράσινης ανάπτυξης, δεν προσπάθησε προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά ούτε φαίνεται να έχει προετοιμαστεί για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες.
Ο μηχανισμός επιδότησης των ενεργοβόρων βιομηχανιών αμφισβητείται, αφενός γιατί δεν είναι υποχρεωτικός και αφετέρου γιατί αφήνει ελεύθερο το ποσοστό της επιδότησης για κάθε χώρα ως το πλαφόν του 60%, πράγμα που σημαίνει ότι τα κράτη-μέλη που τα οικονομικά τους το αντέχουν θα μπορούν, χρησιμοποιώντας υψηλότερες επιστροφές, να εξασφαλίζουν στις βιομηχανίες τους ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε βάρος των βιομηχανιών άλλων χωρών. Ηδη Γερμανία και Βρετανία έχουν δεσμευτεί να κάνουν χρήση της μάξιμουμ επιτρεπόμενης επιδότησης, του 60%.
«Θα πληρώσουν ακριβότερο ρεύμα οι Ελληνες, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Πολωνοί κλπ (σ.σ. όσοι έχουν λιθανθρακικές ή λιγντικές μονάδες στο ηλεκτροπαραγωγικό τους χαρτοφυλάκιο) για να επιτραπεί στους Γερμανούς να δώσουν επιδοτήσεις στη βιομηχανία τους», υπογραμμίζουν πολλοί αναλυτές. Η θέση της Ελλάδας σχετικά με το backloading δεν έχει ανακοινωθεί ακόμα, ενώ μεγάλο προβληματισμό εκφράζουν αρκετές χώρες-μέλη.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει τέλος η στροφή της Γερμανίας, η οποία δεν κατάφερε να καταλήξει σε μία συνεκτική θέση που θα επέτρεπε τη στήριξη της πρότασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Ορισμένοι αναλυτές χαρακτήρισαν τη στάση του Βερολίνου, που άλλοτε πρωτοστατούσε σε τέτοιου τύπου αποφάσεις, ως το μεγαλύτερο πολιτικό ρίσκο, ικανό να απειλήσει την πρόταση της Κομισιόν. Κάποιοι μάλιστα το συνέδεσαν με την αύξηση της χρήσης λιθάνθρακα για ηλεκτροπαραγωγή στη Γερμανία, μετά την απόφαση Μέρκελ να καταργήσει τους πυρηνικούς σταθμούς. Ως γνωστόν οι πυρηνικές μονάδες, που είναι διάσπαρτες σε όλη την Ευρώπη, δεν παράγουν διοξείδιο του άνθρακα , οπότε δεν επιβαρύνονται από τα δικαιώματα ρύπων, ενώ όλες οι υπόλοιπες θερμικές μονάδες θα πρέπει να αγοράζουν δικαιώματα, με αποτέλεσμα την κατακόρυφη αύξηση των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος στις χώρες που δεν διαθέτουν πυρηνικούς σταθμούς.
Τα περισσότερα από τα δέκα νέα μέλη έχουν λάβει εξαίρεση ως το 2020 από την οδηγία που θα εφαρμοστεί από τις αρχές του 2013 για την αγορά δικαιωμάτων για το σύνολο των εκπομπών ρύπων. Χώρες όπως η Πολωνία, που στηρίζεται στον λιθάνθρακα για ηλεκτροπαραγωγή και στο φθηνό ρεύμα για τη βιομηχανία αναμένεται να αντιδράσουν έντονα, ενώ ακόμα και στη Γερμανία ακούγονται φωνές κατά των μέτρων, από την παραδοσιακή βιομηχανία (χαλυβουργία κ.λπ.), αλλά και από την ηλεκτροπαραγωγή, καθώς εταιρείες όπως η Eon και η RWE μετά την απαγόρευση των πυρηνικών εργοστασίων επενδύουν σε νέες ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες λιθάνθρακα.


Δεν υπάρχουν σχόλια: