16/11/12

Η ανάπτυξη της Γερμανίας είναι μη βιώσιμη!


Του Adam Tooze,
καθηγητή Σύγχρονης Οικονομικής Ιστορίας στο "Πανεπιστήμιο του Cambridge", επιστημονικού συνεργάτη στο "Κέντρο MacMillan" και διευθυντή "Σπουδών Διεθνούς Ασφάλειας στο Πανεπιστήμιο Yale".
Αναδημοσίευση από το "Foreign Affairs".
Με το ευρώ σε κρίση, η Γερμανία δείχνει σαν ένα "απομονωμένο νησί δημοσιονομικής σταθερότητας" μέσα στην Ευρώπη. Τα επίπεδα του χρέους της είναι μέτρια, τα κρατικά ομόλογά της αποτελούν ασφαλές καταφύγιο για επενδυτές από όλο τον κόσμο και έχει αποφύγει όλα τα είδη των ιδιωτικών πιστωτικών εκρήξεων και όλες τις στεγαστικές φούσκες που αποσταθεροποίησαν την υπόλοιπη ήπειρο. Η γερμανική οικονομία, που τροφοδοτείται από εξαγωγές ρεκόρ, έχει αναπτυχθεί σταθερά, αυξανόμενη κατά 25% την τελευταία δεκαετία.
Αλλά κάτω από τη λαμπερή επιφάνεια κρύβεται μια σκοτεινή ιστορία: η οικονομική θέση της Γερμανίας είναι απλά μη βιώσιμη. Κατά πρώτον, ένα μεγάλο μέρος του εμπορικού πλεονάσματός της έχει επιτευχθεί εις βάρος των αντίστοιχων ελλειμμάτων τρεχουσών συναλλαγών των ευρωπαϊκών χωρών που βρίσκονται σε κρίση. Ταυτόχρονα, αυτό το υπερμέγεθες πλεόνασμα πηγαίνει χέρι-χέρι με μεγάλες ανισορροπίες στο εσωτερικό της οικονομίας της Γερμανίας. Οι γερμανικές επιχειρήσεις έχουν επενδύσει τα κέρδη τους στο εξωτερικό, βοηθώντας τη χρηματοδότηση ξένων εισαγωγών. Εν τω μεταξύ, καθώς τα γερμανικά χρήματα έχουν διαρρεύσει από τη χώρα, οι εγχώριες επενδύσεις έχουν ατονήσει σε άνευ προηγουμένου χαμηλά επίπεδα.
Η Γερμανία, όπως και άλλες πλούσιες, ρυπογόνες και γηράσκουσες χώρες, αντιμετωπίζει τεράστιες μακροπρόθεσμες προκλήσεις. Το εργατικό δυναμικό της συρρικνώνεται, ο ενεργειακός τομέας της χρειάζεται να ξαναφτιαχτεί και οι δημόσιες υποδομές της έχουν μείνει πάρα πολύ καιρό χωρίς βελτίωση. Παρ’ όλες τις συζητήσεις περί της οικονομικής της ισχύος, η Γερμανία έχει μέχρι στιγμής σπαταλήσει την ευκαιρία να εξασφαλίσει μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη αντιμετωπίζοντας το πρόβλημα αυτό μέσω των απολύτως αναγκαίων εγχώριων επενδύσεων.
Οι οικονομικές συνθήκες για τέτοιου είδους δαπάνες δεν ήταν ποτέ πιο ευνοϊκές: τα επιτόκια του δημόσιου δανεισμού προσεγγίζουν το μηδέν. Κι όμως, λόγω μιας συνταγματικής τροποποίησης του 2009 που απαιτεί τόσο η ομοσπονδιακή όσο και οι πολιτειακές κυβερνήσεις να διατηρούν ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, ο γερμανικός δημόσιος τομέας έχει αρνηθεί στον εαυτό του την ευκαιρία να δανειστεί και να επενδύσει. Και για να κάνει τα πράγματα χειρότερα, αντί να προσπαθήσει να βγει από αυτή την αυτοπροκληθείσα παγίδα, το Βερολίνο επιμένει ότι η ευρωζώνη ως σύνολο οφείλει να υιοθετήσει αυτό το μοντέλο, με τη μορφή της ευρωπαϊκής δημοσιονομικής εναρμόνισης, μιας συνθήκης που θα επιβάλλει ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς σε ολόκληρη την ήπειρο. Το ότι η Γερμανία επιδιώκει να διαμορφώσει την υπόλοιπη Ευρώπη καθ’ ομοίωσή της καθιστά ακόμη πιο επείγον να κατανοηθούν τα ρήγματα που βρίσκονται κάτω από τη βάση του οικονομικού της μοντέλου.
Η ΛΙΤΟΤΗΤΑ ΞΕΚΙΝΑ ΕΓΧΩΡΙΩΣ!
Οι Γερμανοί μπαίνουν στον πειρασμό να βλέπουν το τεράστιο εμπορικό πλεόνασμα που έχουν απολαύσει από το 2000 ως "την επιστροφή στις ημέρες δόξας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο", όταν η Δυτική Γερμανία αναδύθηκε από τα χαλάσματα και το «Made in Germany» έγινε συνώνυμο της ποιότητας. Αλλά η ιστορική αναλογία είναι εσφαλμένη. Είναι αλήθεια ότι στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, η Γερμανία είχε πλεονάσματα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, κάτι το οποίο σήμαινε ότι, όπως και σήμερα, η χώρα εξήγαγε κεφάλαια. Αλλά στις μεταπολεμικές δεκαετίες, το κίνητρο για εγχώριες επενδύσεις ήταν τεράστιο. Οι αποταμιεύσεις των γερμανικών νοικοκυριών και τα πλεονάσματα του κρατικού προϋπολογισμού ήταν αρκετά μεγάλα για να διατηρήσουν τόσο το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών όσο και μια οργιώδη εσωτερική ανασυγκρότηση. Τώρα, αντίθετα, η χώρα έχει επενδύσει στο εξωτερικό και όχι εγχώρια. Με αυτή την έννοια, το σημερινό πλεόνασμα δεν είναι μια δικαίωση του δοκιμασμένου και επαληθευμένου μεταπολεμικού γερμανικού μοντέλου ανάπτυξης, αλλά ένα σημάδι της αποσύνθεσης του.
Από την έναρξη της νέας χιλιετίας, οι καθαρές επενδύσεις στη Γερμανία, ως ποσοστό του ΑΕΠ, ήταν χαμηλότερες από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην καταγραμμένη ιστορία της, εκτός από τα καταστροφικά χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης. Ο γερμανικός επιχειρηματικός τομέας έχει επενδύσει τα περισσότερο από άφθονα κέρδη του, αλλά το έχει πράξει έξω από τη χώρα. Το αποτέλεσμα αυτής της διαρροής ιδιωτικού χρήματος έχει επιδεινωθεί από την εκστρατεία του Βερολίνου να επιβάλλει ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, κάτι το οποίο εμπόδισε σημαντικές επενδύσεις εκ μέρους του δημόσιου τομέα.
Για χρόνια, η απόσβεση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων του γερμανικού δημοσίου ξεπερνά τις νέες επενδύσεις. Το 2011, σε πόλεις και περιοχές σε ολόκληρη τη χώρα, συσσωρεύθηκαν απαιτούμενες δημόσιες επενδύσεις συνολικού ύψους 100 δισεκατομμυρίων ευρώ. Παρά το γεγονός ότι η Γερμανία συχνά επιδεικνύει τα περιβαλλοντικά της διαπιστευτήρια, οι επενδύσεις της χώρας σε ένα «πράσινο» αναπτυξιακό πρόγραμμα την περίοδο 2009 – 2012 επισκιάστηκε από εκείνα των Ηνωμένων Πολιτειών και της Νότιας Κορέας, για να μην αναφέρουμε αυτό της Κίνας. Παρά το γεγονός ότι ο πληθυσμός της Γερμανίας γηράσκει ραγδαία, η κυβέρνηση υποεπενδύει σε ανθρώπινο κεφάλαιο. Σύμφωνα με την πιο πρόσφατη γερμανική έκθεση για την εθνική εκπαίδευση, οι δαπάνες της για την πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση παραμένουν κάτω από το μέσο όρο των χωρών μελών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Τα γερμανικά πανεπιστήμια, τα οποία ήταν τα μεγάλα πνευματικά εργοστάσια του δέκατου ένατου αιώνα και των αρχών του εικοστού, τώρα μαραζώνουν σε μέτριες θέσεις στις διεθνείς κατατάξεις. Η Ακαδημαϊκή Κατάταξη των Πανεπιστημίων του Κόσμου για το 2011 που καταρτίζεται από το Πανεπιστήμιο Jiao Tong της Σαγκάης, τοποθέτησε μόνο έξι γερμανικά πανεπιστήμια στα κορυφαία 100, με την υψηλότερη κατάταξη γερμανικού πανεπιστημίου στην 47η θέση της σχετικής λίστας. Κατά την τελευταία δεκαετία, καθώς τα κεφάλαια ξεχύνονται έξω από τη χώρα σε ποσοστά 6%-8% σε ετήσια βάση, η Γερμανία δάνεισε πολύ περισσότερο αλλοδαπούς για να αγοράζουν γερμανικά προϊόντα από ό, τι δαπάνησε για την εκπαίδευση των δικών της παιδιών. Με λίγα λόγια, το Βερολίνο μπορεί να έχει εξασφαλίσει δεσπόζουσα θέση στην Ευρώπη, αλλά δεν έχει κάνει επαρκείς προβλέψεις για το μέλλον.
Ευτυχώς, αν και το Βερολίνο παραμένει σε μεγάλο βαθμό διστακτικό στο να εξετάσει τα μειονεκτήματα της αναπτυξιακής του πολιτικής με βάση τις εξαγωγές, Γερμανοί πολιτικοί, επικεφαλής επιχειρήσεων και ψηφοφόροι αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι το χαμηλό επίπεδο των εγχώριων επενδύσεων είναι ένα πρόβλημα. Η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και η κυβέρνησή της έχουν συχνά επικριθεί ότι είναι πάρα πολύ συντηρητικοί και στενόμυαλοι, αλλά τα τελευταία χρόνια, έχουν καταλάβει ότι πρέπει να κατευθύνουν επενδύσεις για την αντιμετώπιση της διαφαινόμενης δημογραφικής αλλαγής στην Γερμανία αλλά και στο να κάνουν την χώρα παγκόσμιο ηγέτη στην καθαρή ενέργεια. Ακόμα και εν μέσω της κρίσης του ευρώ και των εγχώριων πολιτικών διαμαχών, οι μακροπρόθεσμες αναγκαιότητες συνεχίζουν να απασχολούν τη γερμανική κυβέρνηση. Το Βερολίνο έχει αναπτύξει περίτεχνα σχέδια για εθνικά προγράμματα επενδύσεων σχετικά με τη φροντίδα των παιδιών και την ενέργεια, το κόστος των οποίων θα ανέλθει σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ.
Τα σχέδια αυτά φαίνεται να είναι ακριβώς το είδος των κινήτρων που οι επικριτές της Μέρκελ ζητούν. Αλλά επειδή η κυβέρνησή της εμποδίζεται συνταγματικά από το να αυξήσει το δημόσιο χρέος, δεν έχει κανένα σαφή τρόπο για να τα εφαρμόσει. Η κυβέρνησή της συζητά τα επενδυτικά σχέδια με ασαφείς γενικότητες, χωρίς να διευκρινίζεται ποιος θα πληρώσει γι’ αυτά. Με τον δανεισμό να μην αποτελεί επιλογή, το Βερολίνο θα πρέπει να ελπίζει είτε ότι τα χρήματα θα προέλθουν από αμείλικτες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες ή ότι μια μαζική αναβίωση των ιδιωτικών επενδύσεων θα καλύψει τις ανάγκες της χώρας. Η πρώτη πιθανότητα – ότι η Γερμανία θα χρηματοδοτήσει τις επενδύσεις μέσω της ανακατανομής των δημοσίων πόρων – θα συνεπάγεται περιττό πόνο. Η δεύτερη επιλογή – ανανεωμένες επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα – μοιάζει σαν ευσεβής πόθος, δεδομένων των νωθρών εταιρικών επενδύσεων της τελευταίας δεκαετίας και της προοπτικής της πολύ μεγαλύτερης οικονομικής και πολιτικής αναταραχής που έρχεται. Δυστυχώς, λοιπόν, η Γερμανία φαίνεται ότι μάλλον θα συνεχίσει τον κατήφορο μιας μη βιώσιμης πορείας.
ΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΕΣ!
Οι επενδύσεις είναι απαραίτητες, πρώτον, για να αποφευχθεί η δημιουργία μας τρύπας στο γερμανικό εργατικό δυναμικό. Ο ρυθμός γεννήσεων στη Γερμανία είναι χαμηλός – το 2009 μόνο τρεις άλλες χώρες του ΟΟΣΑ είχαν λιγότερα παιδιά ανά γυναίκα – έτσι ο πληθυσμός της συρρικνώνεται και γηράσκει ταχέως, με αποτέλεσμα ένα μικρότερο εργατικό δυναμικό και μειωμένη φορολογική βάση. Αυτή η δημογραφική αλλαγή θα διαταράξει την ισορροπία μεταξύ καθαρών συνεισφερόντων και καθαρών αποδεκτών εντός του εθνικού «πληρωμής επί τη αποχωρήσει» (pay-as-you-go) συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, ενός παζαριού μεταξύ των γενεών που χρονολογείται από τη δεκαετία του 1950.
Μια πιθανή λύση θα ήταν να αυξηθεί η μετανάστευση, και το Βερολίνο έχει εντείνει τις προσπάθειές του για την πρόσληψη αλλοδαπών εργαζομένων. Αλλά τα μεγάλης κλίμακας προγράμματα επισκεπτών-εργαζομένων της δεκαετίας του 1960 και των αρχών της δεκαετίας του 1970, τα οποία έφεραν τους μετανάστες κατά κύματα από την Τουρκία και την Ευρωπαϊκή Μεσόγειο, κουβαλούν μια μικτή κληρονομιά. Ήδη, το 35% των νέων παιδιών στη Γερμανία γεννιούνται από μετανάστες, θέτοντας πιέσεις σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δεν έχει ακόμη συνεκτική στρατηγική για τη διδασκαλία των γερμανικών ως δεύτερης γλώσσας, πόσω μάλλον να μεγιστοποιεί το δυναμικό όλων των μαθητών. Παρά τις σημαντικές προσπάθειες για την ενσωμάτωση αυτών των μεταναστών, η Γερμανία παραμένει ανήσυχη σχετικά με την πολυπολιτισμικότητα.
Ένας άλλος τρόπος για να ενισχυθεί η γερμανική εργατική δύναμη θα είναι να θεσπιστούν πολιτικές για τη φροντίδα των παιδιών οι οποίες θα καταστήσουν ευκολότερο στις γυναίκες να ανατρέφουν παιδιά και παράλληλα να συνεχίζουν τη σταδιοδρομία τους. Ένα σημαντικό εμπόδιο για τέτοιες πολιτικές είναι η συντηρητική πολιτική κουλτούρα της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU), το κυρίαρχο πολιτικό κόμμα της Γερμανίας για ένα μεγάλο μέρος των τελευταίων 60 ετών, το οποίο τείνει να αποδοκιμάζει τις μητέρες που εργάζονται έξω από το σπίτι. Η ενσωμάτωση της πρώην κομμουνιστικής Ανατολικής Γερμανίας το 1990, βοήθησε στην αλλαγή αυτών των συμπεριφορών, δεδομένου ότι εισήγαγε στη χώρα την εμπειρία ενός ριζικά διαφορετικού μοντέλου κρατικά χρηματοδοτούμενης φροντίδας παιδιών. Παρά την επίμονη και άγρια αντίσταση από τη συντηρητική πτέρυγα του κόμματός της, η Μέρκελ επεδίωξε να συνεχίσει να φέρνει τις μητέρες στο εργατικό δυναμικό με την οικοδόμηση ενός ολοκληρωμένου, υψηλής ποιότητας συστήματος φροντίδας παιδιών που θα καλύπτει όλα τα παιδιά μέχρι την ηλικία των έξι ετών. Μεταξύ του 2006 και του 2011, η Γερμανία δημιούργησε 230.000 νέες θέσεις για παιδιά προσχολικής φοίτησης και οι τοπικές κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν τώρα την πρόκληση της δημιουργίας ακόμη 260.000 θέσεων μέχρι το 2013. Το κόστος για το έργο αυτό θα ανέλθει σε δισεκατομμύρια ευρώ.
Ακόμα μεγαλύτερη πρόκληση αποτελεί η πρόταση της Μέρκελ για μια Energiewende, ή αλλιώς ενεργειακή αλλαγή. Μετά την πυρηνική καταστροφή στη Φουκουσίμα της Ιαπωνίας το 2011, η Γερμανία αποφάσισε να κλείσει όλα τα πυρηνικά εργοστάσιά της μέχρι το 2022. Αντί να τα αντικαταστήσει με φθηνά αλλά ρυπογόνα εργοστάσια που καίνε άνθρακα, το Βερολίνο οραματίζεται μια τεράστια επένδυση στην πράσινη τεχνολογία, με στόχο να καλύψει το 35% των ενεργειακών αναγκών της χώρας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μέχρι το 2020. Σε ορισμένα κρατίδια, όπως η Βαυαρία, η οποία παράγει το 58% της ηλεκτρικής της ενέργειας από πυρηνική ενέργεια, η Γερμανία θα πρέπει να οικοδομήσει τεράστιες νέες ενεργειακές υποδομές. Τεράστια υπεράκτια αιολικά πάρκα και μια αναβάθμιση του συστήματος μεταφοράς ηλεκτρικών φορτίων βορρά-νότου είναι επίσης στο στάδιο του σχεδιασμού. Αυτός ο ενεργειακός μετασχηματισμός κατά πάσα πιθανότητα θα καταλήξει να κοστίζει πάνω από 200 δισ. ευρώ.
Αυτοί οι αριθμοί δεν θα πρέπει να είναι αιτία συναγερμού. Αντίθετα, οι προτεραιότητες είναι λογικές, και αυτή η κλίμακα των επενδύσεων είναι ακριβώς ό, τι χρειάζεται η Γερμανία για να αναπτυχθεί με βιώσιμο τρόπο. Μια ώθηση στη γερμανική εγχώρια ζήτηση θα μπορούσε επίσης να αποκαταστήσει την ισορροπία στην ευρωπαϊκή οικονομία, δημιουργώντας αγορές για τους εισαγωγείς και θέσεις εργασίας για μετανάστες εργαζομένους, συμβάλλοντας έτσι στην αντιστάθμιση του αποπληθωρισμού που έχουν υποστεί οι υπό κρίση χώρες. Αλλά το Βερολίνο δεν ήταν σε θέση να διευκρινίσει ακριβώς από πού θα προέλθουν τα χρήματα και έτσι το μέλλον των σχεδίων αυτών είναι αμφίβολο.
Το ζήτημα του πώς θα πληρωθούν οι επενδύσεις στη Γερμανία δεν θα έπρεπε να είναι δύσκολο να απαντηθεί. Η αναδημιουργία του εθνικού συστήματος παιδικής φροντίδας και των ενεργειακών υποδομών είναι ακριβώς το είδος των μακροπρόθεσμων σχεδίων που θα πρέπει να χρηματοδοτούνται μέσω δανεισμού και η Γερμανία δεν θα μπορούσε να είναι σε καλύτερη θέση να το πράξει. Τον Ιούνιο, η χώρα πωλούσε χρέος με αρνητικές αποδόσεις. Μπορεί να δανειστεί για σχεδόν μηδενικό επιτόκιο. Μια χορωδία επιφανών οικονομολόγων από όλο τον κόσμο, ο Λάρι Σάμερς και ο Μάρτιν Γουλφ μεταξύ αυτών, εξακολουθούν να ζητούν από τις κυβερνήσεις να προωθήσουν όλα τα σχέδια των απαραίτητων δαπανών ώστε να επωφεληθούν από το χρυσορυχείο των χαμηλών επιτοκίων. Αλλά η Μέρκελ και η γερμανική πολιτική τάξη δεν θα κάνουν τίποτα από αυτά. Κατά την τελευταία δεκαετία, μια βαθιά νοοτροπία αντι-δανεισμού έχει ριζώσει στη Γερμανία και η χώρα έχει πλέον κολλήσει με την συνταγματική τροπολογία του 2009 περί ισοσκελισμένου προϋπολογισμού.
ΜΙΛΩΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΓΕΝΙΑ!
Η ρητορική που ενέπνευσε περισσότερο από τα δύο τρίτα του γερμανικού κοινοβουλίου (Bundestag) να εγκρίνουν αυτή τη ριζική τροποπολογία ήταν μια πρόσκληση για αειφορία, το αλλοτινό σύνθημα του περιβαλλοντικού κινήματος. Οι υποστηρικτές του λεγόμενου «φρένου» του χρέους ισχυρίστηκαν ότι ένα όριο στον κρατικό δανεισμό θα διασφαλίσει ότι τα οικονομικά της χώρας θα παραμείνουν σε τάξη και θα έχει ως αποτέλεσμα ένα πιο δίκαιο μέλλον για τις επόμενες γενιές. Αλλά υπάρχουν δύο τύποι διαγενεαλογικών συμφωνιών που μπορούν να κάνουν οι ψηφοφόροι, η μία θετική και η άλλη αρνητική. Σε μια θετική συμφωνία, η σημερινή γενιά δεσμεύεται να αφήσει έναν καλύτερο κόσμο για τα παιδιά της. Σε μια αρνητική συμφωνία, η σημερινή γενιά δεσμεύεται να μην αφήσει τα παιδιά της με ένα μεγάλο πρόβλημα – σε αυτή την περίπτωση, ένα μεγάλο δημόσιο χρέος. Το πρώτο μοντέλο σημαίνει ότι ο ισολογισμός πρέπει να παραμείνει σε υγιή κατάσταση, με δανεισμό που δεν υπερβαίνει τις παραγωγικές επενδύσεις. Το δεύτερο μοντέλο σημαίνει απλά ότι το δημόσιο χρέος θα πρέπει να μειωθεί. Παρά τις διαμαρτυρίες μιας σειράς διακεκριμένων οικονομολόγων, συνδικάτων και ομάδων δημοσίου συμφέροντος, το 2009, το αρνητικό μοντέλο επικράτησε. Ως εκ τούτου, ακόμη και αν το Βερολίνο αναγνωρίζει την ανάγκη για αύξηση των επενδύσεων και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αντιμετωπίζει ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες, αποτρέπεται από το να εκμεταλλευθεί το ευνοϊκό περιβάλλον από ένα νομικό εμπόδιο που η ίδια έφτιαξε.
Εκείνο που οδήγησε στην απόφαση αυτή ήταν η αίσθηση μιας κρίσης, ένα συναίσθημα που μπορεί να προκαλεί σύγχυση σε ξένους που βλέπουν τη Γερμανία ως την απεικόνιση των υγιών οικονομικών, αλλά έχει νόημα όταν κάποιος κοιτάζει τα οικονομικά της Γερμανίας σε κρατικό επίπεδο. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων 20 ετών, ενώ η Γερμανία κοπίασε να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα του εξαγωγικού της κλάδου, οι πολιτικοί της δεν κατάφεραν να κρατήσουν τα δημόσια οικονομικά σε ισορροπία. Τώρα, αν και τα ελλείμματα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης είναι ανεκτά και τα οικονομικά των πλούσιων νότιων κρατιδίων είναι σε άριστη κατάσταση, σε μεγάλο μέρος του Βορρά και της Ανατολής τα δημόσια οικονομικά ισορροπούν στο χείλος της κρίσης. Το 2011, το χρέος του κράτους του Βερολίνου έφτασε έως το 66% του ΑΕΠ σε κρατικό επίπεδο. Για να συγκρατήσουν αυτό το εκρηκτικό πρόβλημα, τα εύπορα νότια κρατίδια συμφώνησαν να διασώσουν τους πτωχευμένους βόρειους ομολόγους τους με αντάλλαγμα μια συμφωνία βάσει της οποίας όλα τα νέα δάνεια από τα κρατίδια θα σταματήσουν μέχρι το 2020 και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα περιορίσει τον καινούργιο δανεισμό της σε όχι περισσότερο από 0,35% του ΑΕΠ ετησίως. Αυτές οι δραστικές διατάξεις ήταν το κόστος που καταβλήθηκε για τη διατήρηση της δημοσιονομικής ενότητας της Ομοσπονδιακής Γερμανικής Δημοκρατίας.
Το εσωτερικό δράμα των γερμανικών δημόσιων οικονομικών ρίχνει φως στο γιατί η Γερμανία έχει λάβει μια τόσο συντηρητική προσέγγιση στην κρίση χρέους της Ευρώπης. Είναι αυτή η ίδια συμφωνία – δημοσιονομική λιτότητα με αντάλλαγμα τη διατήρηση της ένωσης – που η Γερμανία προτείνει τώρα να επεκταθεί στην Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία. Αλλά, όπως οι επικριτές του Βερολίνου έχουν επανειλημμένα επισημάνει, κάθε βιώσιμη οικονομική ενοποίηση πρέπει να έχει δύο συνιστώσες: μια πολιτική για τον περιορισμό της σπατάλης και μια στρατηγική για την ανάπτυξη. Και, τόσο για τα γερμανικά κρατίδια όσο και για τις ομοίως πιεζόμενες χώρες της Ευρώπης, η Μέρκελ δεν κατάφερε να αρθρώσει ένα σχέδιο για οικονομική ανάπτυξη. Το Βερολίνο αναγνωρίζει την ανάγκη της γερμανικής οικονομίας για εγχώριες επενδύσεις. Αλλά δεσμευόμενο με «φρένο χρέους» τόσο στο εσωτερικό όσο και στην Ευρώπη στο σύνολό της, το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών επιμένει ότι η ανάπτυξη μπορεί να έρθει μόνο ως αποτέλεσμα της λιτότητας.
Σκεφτείτε τις συνέπειες αυτού του μοντέλου. Με «παγωμένο» τον νέο δανεισμό, η Γερμανία προβλέπει ότι ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ της θα μειώνεται σταθερά. Ωστόσο, δεδομένου ότι τα φορολογικά έσοδα από εταιρικά και οικογενειακά εισοδήματα έχουν μειωθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ στη Γερμανία, όπως και σε ένα μεγάλο μέρος του υπόλοιπου ανεπτυγμένου κόσμου, ο προϋπολογισμός της κυβέρνησης θα είναι πολύ μικρότερος. Αν, αντιμέτωπο με αυτή την συμπίεση, το Βερολίνο θέλει να μείνει πιστό στις υποσχέσεις περί επενδύσεων σε ενεργειακές υποδομές, νηπιαγωγεία, πανεπιστήμια, καθώς και στην Έρευνα και Ανάπτυξη, θα πρέπει να προχωρήσει σε ανηλεή περικοπή κάθε ευρώ από μη παραγωγικές δημόσιες δαπάνες – μια επώδυνη και αντιλαϊκή πολιτική πρόταση. Οι Γερμανοί ηγέτες θα πρέπει, συνεπώς, να ελπίζουν ότι η στρατηγική τους τής συρρίκνωσης και επανεξισορρόπησης του κράτους θα προκαλέσει μια δραματική ανάκαμψη των ιδιωτικών επενδύσεων. Αυτό που είναι αξιοσημείωτο σχετικά με αυτό το μοντέλο, το οποίο τώρα η Μέρκελ υποστηρίζει όχι μόνο για τη Γερμανία αλλά και για την υπόλοιπη Ευρώπη, είναι το πόσο μη-ευρωπαϊκό φαίνεται. Το σενάριο ακούγεται τρομερά ίδιο με την ουτοπία της εποχής του 1980 σχετικά με την προσφορά (σ.σ.: ως αντίθετη της ζήτησης στην οικονομία).
Ακόμα και αν η κυβέρνηση της Μέρκελ πάρει ακριβώς αυτό που θέλει – μαζικές επενδύσεις από τον ιδιωτικό τομέα παράλληλα με δημόσιες επενδύσεις που χρηματοδοτούνται χωρίς καμία αύξηση του δημόσιου δανεισμού – ο πόνος θα είναι πραγματικός. Η κυβέρνηση θα αναγκαστεί να πληρώσει για αυτές τις επενδύσεις μέσω αύξησης φόρων, καταργώντας φορολογικές εξαιρέσεις, και, πάνω απ’ όλα, επιβαρύνοντας τους καταναλωτές. Ήδη, λόγω των απότομων ενεργειακών επιβαρύνσεων, οι Γερμανοί πληρώνουν πάνω από τρεις φορές περισσότερο για την ηλεκτρική ενέργεια σε σύγκριση με τους Αμερικανούς και οι δαπάνες αυτές κατά πάσα πιθανότητα θα αυξηθούν κατά τουλάχιστον 50% κατά τη διάρκεια του Energiewende. Επιπλέον, η στήριξη στη συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα για τη χρηματοδότηση μακροπρόθεσμων στρατηγικών επενδύσεων ενέχει τους δικούς της κινδύνους. Η σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) μπορεί να είναι αποτελεσματική κατά περίπτωση, αλλά επίσης θρέφει συγκρούσεις συμφερόντων. Φέτος, όταν η ομοσπονδιακή κυβέρνηση προσπάθησε να σταματήσει μια δαπανηρή επιδότηση που είχε θεσπιστεί για να κατευθύνει ιδιωτικές επενδύσεις προς την ηλιακή ενέργεια, έπρεπε να δώσει μια παρατεταμένη μάχη με τις ενδιαφερόμενες κυβερνήσεις των κρατιδίων. Το αποτέλεσμα ήταν μια ομιχλώδης συμβιβαστική λύση με την οποία η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έπρεπε να προσφέρει μια εγγυημένη τιμή για την παραγόμενη από τον ήλιο ηλεκτρική ενέργεια για 20 χρόνια.
Και αυτό το μη ιδανικό αποτέλεσμα είναι το πιο αισιόδοξο σενάριο. Πολύ πιο πιθανό, δεδομένης της τεράστιας δημοσιονομικής πίεσης που ασκείται από το «φρένο χρέους», είναι ότι πολύ αναγκαίες επενδύσεις θα μένουν όλο και περισσότερο πίσω στο χρονοδιάγραμμα. Μετά ταύτα, ακόμα και όταν οι ομοσπονδιακές, πολιτειακές και τοπικές κυβερνήσεις είχαν τη δυνατότητα να δανειστούν, έτειναν να παραμελούν τις επενδύσεις. Αν οι μακροπρόθεσμες δαπάνες μπορούν να χρηματοδοτηθούν μόνο από το τρέχον εισόδημα, οι προοπτικές για νέες επενδύσεις θα είναι σίγουρα ακόμη πιο αμυδρές. Αρκεί να δει κανείς την Ελβετία, η οποία το 2003 ήταν η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που εισήγαγε το «φρένο χρέους» και χρησίμευσε ως πρότυπο για τη γερμανική πρωτοβουλία. Παρότι το χρέος προς το ΑΕΠ της έχει μειωθεί δραματικά από τότε, τα επίπεδα των δημόσιων επενδύσεων της Ελβετίας είναι από τα χαμηλότερα στον ανεπτυγμένο κόσμο. Ένα «φρένο χρέους» μπορεί να φέρει τις συνολικές δημόσιες δαπάνες σε ισορροπία με τα έσοδα. Αλλά είναι αφελές να ελπίζει κανείς ότι θα κάνει τον δημόσιο τομέα να επικεντρώσει την προσοχή του στις μακροπρόθεσμες προτεραιότητες αντί στις βραχυπρόθεσμες.
ΜΕΧΡΙ ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΝΑ ΓΥΡΙΣΟΥΝ ΠΙΣΩ!
Αν το Βερολίνο όντως επιμείνει στη στρατηγική της τιθάσευσης των οικονομικών της χώρας, η πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι ηγέτες της Γερμανίας θα είναι να αντιστραφεί η κατάρρευση των εγχώριων επιχειρηματικών επενδύσεων. Αυτό δεν θα είναι εύκολο. Τα τελευταία δέκα χρόνια, ο γερμανικός ιδιωτικός τομέας έχει επωφεληθεί από ένα εξαιρετικά ευνοϊκό επιχειρηματικό περιβάλλον. Αλλά ακόμη και σε αυτές τις καλές εποχές, επέλεξε να κατευθύνει τα κεφάλαιά του στο εξωτερικό, με σκοπό την ανάπτυξη αγορών για τα γερμανικά αγαθά και αλλού στην Ευρώπη και στην Ασία. Είναι δύσκολο να δούμε τι περισσότερο θα μπορούσε να κάνει η γερμανική κυβέρνηση για να αποτρέψει τις επιχειρήσεις από να δαπανούν τα κέρδη τους έξω από τη χώρα. Εν τω μεταξύ, το θετικό πολιτικό και κοινωνικό κλίμα της τελευταίας δεκαετίας φαίνεται ότι θα επιδεινωθεί.
Βεβαίως, η απάντηση δεν μπορεί απλά να είναι περισσότερες περικοπές στους μισθούς των Γερμανών εργαζομένων. Μεταξύ του 2000 και του 2009, ενώ τα εταιρικά κέρδη εκτινάχθηκαν στα ύψη, οι εξαγωγές απογειώθηκαν και κεφάλαια έφευγαν από τη χώρα, οι πραγματικοί μισθοί στη Γερμανία μειώθηκαν κατά 1%. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 20 ετών, η εισοδηματική ανισότητα στη Γερμανία, όπως μετράται από το συντελεστή Gini, έχει αυξηθεί οριακά λιγότερο σε σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες και δύο φορές πιο γρήγορα από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Πόσο καιρό μπορεί να περιμένουν οι Γερμανοί εργοδότες ότι οι εργαζόμενοί τους, αντιμέτωποι με την υφέρπουσα αύξηση της φορολογίας και τις περικοπές του προϋπολογισμού, θα συνεχίσουν να συναινούν σε αυτόν τον άνισο συμβιβασμό; Σύμφωνα με μια δημοσκόπηση του 2009 που διεξήγαγε το GfK Group, το μεγαλύτερο γερμανικό ινστιτούτο έρευνας αγοράς, μόνο το 24,9% των Γερμανών θεωρεί την κοινωνία τους «δίκαιη» – και αυτό ήταν πριν ενσκήψει το χειρότερο κομμάτι της κρίσης.
Την ίδια ώρα, το πολιτικό σύστημα της Γερμανίας έχει γίνει όλο και περισσότερο κατακερματισμένο. Ακόμη και κατά τη διάρκεια της οικονομικής και πολιτικής αναταραχής της δεκαετίας του 1970, τα δύο μεγαλύτερα κόμματα, το CDU και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SDP), εξέφραζαν το 90% του γερμανικού εκλογικού σώματος. Από το 2000, το συνδυασμένο μερίδιό τους έχει μειωθεί σε περίπου 70%, αναγκάζοντάς τα να οικοδομούν πολύπλοκες και εύθραυστες συμμαχίες με μια ομάδα από τέσσερα άλλα μικρότερα κόμματα. Πιο πρόσφατα, το Κόμμα των Πειρατών, μια ατελής ομάδα διαμαρτυρίας αορίστου ιδεολογίας, έχει αναδειχθεί ως μια πραγματική πολιτική δύναμη και έχει αποκτήσει εκπροσώπηση σε όλη την χώρα. Ο θυμός των ψηφοφόρων με την αντίδραση της κυβέρνησης στην τρέχουσα κρίση θα επιβαρύνει περαιτέρω την ικανότητα των παραδοσιακών κομμάτων να καθοδηγούν και να εκφράζουν την κοινή γνώμη.
Θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι η ίδια η ασυνέχεια του γερμανικού πολιτικού τοπίου μπορεί, κατά ειρωνεία της τύχης, να επιτρέψει στη χώρα να ξεφύγει από την δύσκολη οικονομική θέση της. Στο κάτω – κάτω, χρειάστηκε ένας ασυνήθιστος συνασπισμός του CDU με το SDP για να τεθεί το «φρένο του χρέους» στο Σύνταγμα. Είναι περισσότερο από πιθανό ότι, σε περίπτωση σοβαρού σοκ για τη γερμανική οικονομία, ίσως προκληθέντος από μια άτακτη διάλυση της ευρωζώνης, μια ταλανιζόμενη κυβέρνηση συνασπισμού θα πρέπει απλώς να αγνοήσει το «φρένο χρέους». Χωρίς αμφιβολία, μια πραγματικά συνολική πανευρωπαϊκή οικονομική κρίση θα μπορούσε να οδηγήσει επίσης τις γερμανικές επιχειρήσεις να υποχωρήσουν σε πιο ασφαλείς εγχώριες επενδύσεις. Αλλά το να ελπίζουμε σε ένα τέτοιο καταστροφικό σενάριο είναι σαν να παίζουμε με τη φωτιά. Το πολιτικό κόστος θα ήταν ανυπολόγιστο. Μια ολοκληρωτική εγκατάλειψη της ρήτρας του χρέους θα συναντήσει σθεναρή αντίσταση από τα κρατίδια της νότιας Γερμανίας που έχουν χαμηλό χρέος, προκαλώντας μια δημοσιονομική κρίση στην Ομοσπονδία της Γερμανίας. Θα φέρει επίσης την κυβέρνηση σε σύγκρουση με το ισχυρό γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο στην Καρλσρούη.
Η καλύτερη ευκαιρία για τη Γερμανία να βγει από το σημερινό αδιέξοδο με μια αναπτυξιακή στρατηγική – τόσο για τον εαυτό της όσο και για την υπόλοιπη Ευρώπη – θα ήταν να χειριστεί την λιτότητα όχι ως μόνιμη οικονομική πολιτική, αλλά ως μια μορφή θεραπείας σοκ. Μόλις η αγορά ανακτήσει την εμπιστοσύνη της στο ευρώ, αφότου τα γερμανικά κρατίδια και η υπόλοιπη Ευρώπη πληρώσουν κάποια από τα χρέη τους και μετά από αρκετά χρόνια δημοσιονομικού πόνου, χαμηλών επενδύσεων και χαμηλής ανάπτυξης, το Βερολίνο –ελπίζεται- θα μπορεί να επανεξετάσει την πορεία του. Αν η πραγματική βιωσιμότητα είναι ένας ελκυστικός στόχος, τότε το να την πετύχει μόνο με αρνητικούς όρους, όπως η αποφυγή του μακροπρόθεσμου χρέους, δεν είναι απλώς ανεπαρκής: Είναι επίσης κάτι αυτοκαταστροφικό. Η Γερμανία πρέπει να επιδιώξει να παραδώσει στις μελλοντικές γενιές, όχι μόνο λιγότερες υποχρεώσεις αλλά και τα φόντα για έναν καλύτερο κόσμο. Προς το παρόν, ωστόσο, λόγω της απουσίας σημαντικών επενδύσεων, οι μακροπρόθεσμες προκλήσεις για τη Γερμανία συνεχίζουν να συσσωρεύονται. Η άνευ προηγουμένου ευκαιρία που παρουσιάζεται από την τρέχουσα κρίση – να θέσει την παγκόσμια όρεξη για γερμανικό χρέος σε καλή χρήση – κινδυνεύει να σπαταληθεί.


Δεν υπάρχουν σχόλια: