17/2/12

Το σύνδροµο της Βαϊµάρης!

Οι αναφορές στη «Δημοκρατία της Βαϊμάρης» γίνονται όλο και συχνότερες το τελευταίο διάστημα, τόσο στο εσωτερικό της χώρας μας όσο και στο εξωτερικό. Η πρώτη Γερμανική Δημοκρατία, που απέκτησε το Σύνταγμά της το 1919 στη πόλη της Βαϊμάρης, κατέρρευσε άδοξα κάτω από τα χτυπήματα του ναζισμού το 1933. Πολύ λίγα από τα δεκατέσσερα χρόνια της ήταν χρόνια σταθερότητας και ευημερίας. Ο υπερπληθωρισμός του 1923, η οικονομική κρίση από το 1929, η άνοδος των ναζί, είναι γεγονότα που έχουν μείνει στην ιστορική μνήμη όχι μόνο της Γερμανίας αλλά σ'όλη την ανθρωπότητα. Το "φάντασμα της Βαϊμάρης" αρχίζει να πλανιέται ξανά πάνω από όσους θεωρούν τους "θεσμούς" όπως πχ. αυτούς της «Ενωμένης Ευρώπης», σαν το φράγμα που συγκρατεί τις δυνάμεις του σκότους και του χάους. Κοιτάξτε τι συνέβη στη «Δημοκρατία της Βαϊμάρης», όταν οι ίδιοι αυτοί οι θεσμοί μέσα από τις αντιθέσεις και τα αδιέξοδά τους οδήγησαν τελικά στην άνοδο του Ναζισμού και στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ιστορία μας διδάσκει και μας προειδοποιεί.
Τι συνέβη όμως στη Γερμανία του Μεσοπολέμου; Ποια ήταν τα γεγονότα που σημάδεψαν την άνοδο και την πτώση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και ποιες οι βαθύτερες αιτίες τους; Μετά το τέλος του Α΄  Παγκοσμίου Πολέμου, η Συνθήκη των Βερσαλλιών επέβαλε βαρύτατους όρους στην ηττημένη Γερμανία, οι οποίοι αφορούσαν στις πολεμικές επανορθώσεις που έπρεπε να καταβάλλει στους νικητές. Η Ιστορία έχει καταγράψει όσα ακολούθησαν: σύμφωνα με την επικρατούσα ερμηνεία, οι υπερβολές των νικητών στις Βερσαλλίες, οδήγησαν στην έξαρση του εθνικισμού, την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και τον καταστροφικότερο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στην πτώση του αυτοκράτορα Γουλιέλμου και την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, η αποκαλούμενη «Δημοκρατία της Βαϊμάρης» πολλές φορές φρόντισε να υπομνήσει ότι τα οικονομικά της δεδομένα δεν επέτρεπαν την τήρηση των επαχθέστατων όρων της "Συνθήκης των Βερσαλλιών". Παρόλο που υπήρχαν προειδοποιήσεις, ακόμη και από αστούς οικονομολόγους, όπως ο επιφανής Τζον Μέϊναρντ Κέινς (John Keynes), ο οποίος αντελήφθη νωρίς το αδιέξοδο στο οποίο όδευε η κατάσταση και προειδοποίησε ότι ασχέτως του τι είναι δίκαιο και τι άδικο, είναι απλώς αδύνατο να προσδοκάς να λάβεις κάτι που ο ηττημένος απλά δεν μπορεί να δώσει, η αδυναμία κατανόησης του πραγματικού αυτού προβλήματος από τους αστούς πολιτικούς εκείνης της εποχής είχε δραματικές συνέπειες, τις οποίες ελάχιστοι μπόρεσαν να διακρίνουν σε βάθος χρόνου. Και επειδή οικονομία και πολιτική βαδίζουν μαζί, ανεξάρτητα αν κάποιοι ακόμη και σήμερα προσπαθούν να υποστηρίξουν το αντίθετο, η οικονομική κρίση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης βρήκε τελικά την πολιτική της λύση στην άνοδο του Ναζισμού και στον Πόλεμο! Και παρόλο που η αριστερά είχε προειδοποιήσει από νωρίς για την εξέλιξη αυτή και είχε σημάνει το καμπανάκι του κινδύνου, δεν μπόρεσε με την πολιτική της δράση να την αποτρέψει! Και η ανθρωπότητα πλήρωσε τελικά βαρύ τίμημα...

 Η λαϊκή εξέγερση!
Από το φθινόπωρο του 1917 είχε φανεί πως ο Α΄παγκόσμιος πόλεμος όδευε ταχύτατα προς το τέλος του. Η όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων που προκάλεσε σ' όλο το μήκος και το πλάτος του καπιταλιστικού κόσμου πυροδότησε τις επαναστατικές διαθέσεις των μαζών. Η Οχτωβριανή Επανάσταση και η έξοδος της Ρωσίας από τα πεδία των μαχών δεν ήταν μόνο μια αλλαγή στο συσχετισμό δυνάμεων, αλλά και μια σαφής προειδοποίηση προς τους ιμπεριαλιστές -και στα δύο στρατόπεδα- για την επερχόμενη επαναστατική θύελλα. Η επανάσταση χτυπούσε την πόρτα σε κάθε γωνιά της Ευρώπης ως η εναλλακτική λύση στον πόλεμο. Σε λίγο, αν δε βρισκόταν τρόπος να σταματήσει η σφαγή, οι πεινασμένοι και λεηλατημένοι λαοί θα έπαιρναν το λόγο...
Η Γερμανία μετρουσε ήδη 2 εκατομμύρια νεκρούς και μαζί με τους τραυματίες και τους αιχμαλώτους οι απώλειες έφταναν τα εφτάμισι εκατομμύρια. Η Αυστροουγγαρία είχε 1 εκατομμύριο 440 χιλιάδες νεκρούς! Ο πόλεμος είχε σα συνέπεια την οικονομική της εξάντληση στα όρια πλέον της κατάρευσης. Η εξάντληση των αποθεμάτων, οι καταστροφές των καλλιεργειών και των κατοικιών, των εργοστασίων, των ναυπηγιών, των ορυχείων είχαν αποδεκατίσει την παραγωγή της.  Ο τιμάριθμος κόστους ζωής που στα 1913 ήταν 130 μονάδες, το 1918 έφτασε στις 407, ενώ ο δείκτης του γενικού μισθού εργασίας σε χρήμα, από τις 132 μονάδες που ήταν το 1914 ανέβηκε μόνο στις 292 μονάδες το 1918. Ταυτόχρονα, οι αρρώστιες επιδείνωναν την κατάσταση των λαϊκών μαζών μαζί με την πείνα. Το μεροκάματο, που δεν έφτανε για τη ζωή των εργατικών οικογενειών, σε συνδυασμό με το ελάχιστο βοήθημα στις οικογένειες των στρατιωτών, ανέδειχνε την όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων αφού την ίδια στιγμή οι μεγάλοι γαιοκτήμονες και οι βιομήχανοι, έμποροι και τραπεζίτες συσσώρευαν τεράστια κέρδη από και χάρη στον πόλεμο. Ο Γερμανικός λαός ήταν πλέον ένα καζανι που κόγχλαζε.
Αυτή η κατάσταση που μέρα με τη μέρα φούντωνε όλο και περισσότερο σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο πόλεμος βάδιζε προς το τέλος του, με τη Γερμανία ηττημένη, έκαναν τον Λένιν να γράψει τον Οκτώβρη του 1918: «Η γερμανική αστική τάξη και η γερμανική κυβέρνηση που συντρίφτηκαν στον πόλεμο και απειλούνται από ένα ισχυρό επαναστατικό κίνημα από τα μέσα, παραδέρνουν αναζητώντας σωτηρία».
Διαδήλωση επαναστατών ναυτών στο Κίελο, το Νοέμβρη του 1918.
Η αφορμή για το ξέσπασμα επαναστατικών γεγονότων δόθηκε στις 28 του Οκτώβρη 1918 όταν η γερμανική στρατιωτική διοίκηση διέταξε το στόλο να επιτεθεί στους Αγγλους, τη στιγμή που ο πόλεμος είχε πραχτικά χαθεί για τη Γερμανία, με κίνδυνο να καταστραφεί ο στόλος και κυρίως να χαθούν 80.000 ναύτες, παιδιά του λαού χωρίς λόγο. Ετσι τα πληρώματα των πλοίων αρνήθηκαν να πολεμήσουν ενώ μια αντιπροσωπεία τους πήγε στην ανώτατη διοίκηση και δήλωσε πως ο στόλος ήταν έτοιμος να αμυνθεί σε ενδεχόμενη επίθεση του εχθρού, αλλά όχι και να προχωρήσει στην άσκοπη καταστροφή του. Η διοίκηση απάντησε με διώξεις των ναυτών. Κι όταν αυτοί αντέδρασαν με διαδήλωση διαμαρτυρίας στο Κίελο στις 3 του Νοέμβρη, μια ομάδα αξιωματικών άνοιξε πυρ κατά των διαδηλωτών σκοτώνοντας 8 και τραυματίζοντας βαριά 29 ναύτες.
Την επομένη στάλθηκαν στο Κίελο μονάδες πεζικού για να πνίξουν την ανυπακοή των ναυτών. Ομως, πέρασαν με το μέρος των εξεγερμένων ναυτών, ενώ συνενώθηκαν μαζί τους και οι εργάτες. Ετσι, στις 4 του Νοέμβρη του 1918 σχηματίστηκε στο Κίελο το σοβιέτ των εργατών και το σοβιέτ των στρατιωτών. Σοβιέτ σχηματίστηκαν, επίσης, στα πλοία στα οποία την επόμενη μέρα υψώθηκαν κόκκινες σημαίες.
Η επαναστατική φλόγα που άναψε στο Κίελο διαδόθηκε σ' όλη τη Γερμανία. Σε πολλές πόλεις γίνονται λαϊκές κινητοποιήσεις και δημιουργούνται σοβιέτ, όργανα του επαναστατικού αγώνα και της νέας εξουσίας που μόλις ξεπροβάλλει. Στη Βαυαρία, στη Σαξονία, στη Βιρτεμβέργη και αλλού ένας μετά τον άλλον εκθρονίζονται οι τοπικοί άρχοντες του στέμματος.
Πρωτοσέλιδο της εφημερίδας των Σπαρτακιστών "Rote-Fahne" στις 9-11-1918.
Στις 9 του Νοέμβρη 1918, εκατοντάδες χιλιάδες Γερμανοί εργάτες με κόκκινες σημαίες κινήθηκαν προς το κέντρο του Βερολίνου, διεκδικώντας τερματισμό του πολέμου, να φύγει η μοναρχία, ψωμί, ανθρώπινη ζωή. Δίπλα στους εργάτες βάδιζαν σε μακριές σειρές οι γυναίκες, που ζητούσαν ειρήνη για τους άνδρες τους, τους πατεράδες, τα παιδιά τους. Η διαδήλωση πλημμύρισε όλους τους κεντρικούς δρόμους της πόλης και κινήθηκε προς τους στρατώνες, με την καθοδήγηση της ομάδας «Σπάρτακος». (Οι «Σπαρτακιστές» ήταν μία επαναστατική οργάνωση, που δημιουργήθηκε στ' αριστερά του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος-SPD στα τέλη του 1914, από την πολωνοεβραία Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον δικηγόρο Καρλ Λίμπκνεχτ, γιο του ιδρυτή του κόμματος. Πήραν το όνομά τους από τον διάσημο σκλάβο της αρχαιότητας Σπάρτακο. Ήταν αντίθετοι στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, καταδίκαζαν τον ιμπεριαλισμό και υποστήριζαν την ταξική πάλη και την επαναστατική δράση των μαζών. Ασκούσαν μεγάλη επιρροή στην εργατική τάξη των γερμανικών μεγαλουπόλεων. Στις 18 Ιανουαρίου 1917 τέθηκαν εκτός SPD και τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου μαζί με άλλους διαγεγραμμένους σοσιαλιστές ίδρυσαν το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα-USPD).  Στους δρόμους του Βερολίνου οι στρατιώτες συναδελφώθηκαν με τους εργάτες. Χωρίς αντίσταση καταλήφθηκαν το παλάτι, η διοίκηση Χωροφυλακής και τα περισσότερα κυβερνητικά κτίρια. Κατά το μεσημέρι της 9ης Νοεμβρίου το Βερολίνο, η πρωτεύουσα της αυτοκρατορικής Γερμανίας, βρισκόταν στα χέρια των επαναστατών.
Η κόκκινη Ρόζα.
"Στις 9 του Νοέμβρη οι εργάτες και οι στρατιώτες γκρέμισαν το παλιό καθεστώς στη Γερμανία. Στα πεδία των μαχών στη Γαλλία, διαλύθηκαν οι αιματηρές αυταπάτες για μια παγκόσμια κυριαρχία της πρωσικής μπότας. Οι εγκληματικές συμμορίες που άναψαν την παγκόσμια πυρκαγιά και έριξαν τη Γερμανία μέσα σε μια θάλασσα αίμα, λένε τώρα την τελευταία τους προσευχή κι ο λαός που χρόνια εξαπατημένος είχε χάσει κάθε αίσθημα πολιτισμού, τιμής και ανθρωπισμού, μπροστά στην άβυσσο ξύπνησε από τον βαθύ του λήθαργο. Στις 9 του Νοέμβρη το προλεταριάτο ξεσηκώθηκε και σύντριψε τον άτιμο ζυγό." (Ρόζα Λούξεμπουργκ).
Στις 9 του Νοέμβρη 1918 γύρω στις 11 π.μ., ο πρωθυπουργός του Ράιχ, πρίγκιπας Μαξιμιλιανός της Βάδης, μπροστά στον φόβο της γενικευμένης επανάστασης, ανήγγειλε την παραίτηση από το θρόνο του τελευταίου αυτοκράτορα των Χοεντζόλερν, του κάιζερ Γουλιέλμου II, υπέρ του διαδόχου του. Ταυτόχρονα, διεξήγαγε διαπραγματεύσεις με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας-SPD για το διορισμό του Φρίντριχ Έμπερτ, ηγέτη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, στη θέση του πρωθυπουργού. Στις 12 το μεσημέρι ο Έμπερτ ήταν ήδη επικεφαλής της κυβέρνησης, αφού προηγουμένως είχε διαβεβαιώσει τον πρίγκιπα Μαξιμιλιανό για τις προθέσεις του λέγοντας: «Μισώ την επανάσταση σαν την πανούκλα!». Αργότερα στα απομνημονεύματά του ο πρίγκιπας Μαξιμιλιανός δικαιολόγησε ως εξής τις παραπάνω ενέργειές του: «Σκέφτηκα: Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η επανάσταση θα νικήσει. Δεν μπορούμε να την καταστείλουμε, ίσως, όμως, μπορούμε να την πνίξουμε». Ειδικά δε για το διορισμό του Έμπερτ στη θέση του πρωθυπουργού, ο πρίγκιπας Μαξιμιλιανός δε δίσταζε να δηλώσει: «Στην κατάσταση που δημιουργήθηκε, το μοναδικό πρόσωπο που είναι δυνατόν να γίνει καγκελάριος του Ράιχ είναι ο Έμπερτ. Αυτός θα μπορέσει να στρέψει την επαναστατική ενέργεια στα πλαίσια του νόμιμου εκλογικού αγώνα».
 Ο Φρίντριχ Έμπερτ επιθεωρεί το γερμανικό ναυτικό.
Κάτω από την πίεση των επαναστατημένων λαϊκών δυνάμεων ο άλλος ηγέτης του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, Φίλιπ Σάιντεμαν (Philipp Scheidemann), μιλώντας από ένα παράθυρο του Ράιχσταγκ-του Γερμανικού κοινοβολίου, σε μια τεράστια λαϊκή διαδήλωση, ανακήρυξε την «Ελεύθερη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας». Ηθελε να προλάβει το πέρασμα των μαζών με το μέρος των επαναστατικών δυνάμεων, να περιορίσει την επιρροή των ηγετών της ομάδας «Σπάρτακος». Κι είχε προβλέψει σωστά τις επερχόμενες εξελίξεις. Την ίδια μέρα από το μπαλκόνι των αυτοκρατορικών ανακτόρων, μιλώντας σε μια τεράστια συγκέντρωση από εργάτες και στρατιώτες, ο ηγέτης του «Σπάρτακου», Καρλ Λίμπκνεχτ, ανακήρυξε τη Γερμανία σε «Ελεύθερη Σοσιαλιστική Δημοκρατία» και κάλεσε την εργατική τάξη «να στρέψει όλες τις δυνάμεις της για να συγκροτηθεί μια κυβέρνηση από εργάτες και στρατιώτες και να οργανωθεί μια τέτοια τάξη πραγμάτων στη χώρα που να μπορέσει το προλεταριάτο να εγκαθιδρύσει την ειρήνη, την ευτυχία και την ένωση του ελεύθερου γερμανικού λαού με τους ταξικούς αδελφούς του όλου του κόσμου». Η κυβέρνηση πλέον έπρεπε να δράσει για την καταστολή της επανάστασης.
Καρλ Λίμπκνεχτ.
Στις 11 Νοεμβρίου 1918 υπογράφεται η συνθηκολόγηση της Γερμανίας (ανακωχή της Κομπιέν). Υπογράφηκε από τον στρατάρχη των συμμαχικών δυνάμεων Φερντινάν Φος (Ferinand Foch) και τον εκπρόσωπο της Γερμανίας Ματίας Ερτζμπέργκερ (Matthias Erzberger), μέσα στο σιδηροδρομικό βαγόνι, στο οποίο είχε εγκαταστήσει ο Στρατάρχης Φος το στρατηγείο του, σε δάσος κοντά στην Κομπιέν (Compiègne) της Γαλλίας. Η συνθήκη ήταν στην ουσία «άνευ όρων» συνθηκολόγηση της Γερμανίας και αποτέλεσε τη βάση των συνθηκών ειρήνης, που συντάχθηκαν από την Διεθνή Διάσκεψη Ειρήνης, η οποία συνήλθε στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 1919. Η συνθήκη προέβλεπε: α. παύση των εχθροπραξιών σε έξι ώρες από την υπογραφή της άμεση αποχώρηση των Γερμανικών δυνάμεων από τη Γαλλία, το Βέλγιο, την Αλσατία-Λωρραίνη και το Λουξεμβούργο καθώς και αποχώρηση όλων των Γερμανικών στρατευμάτων σε ακτίνα 30 km από τη δεξιά όχθη του Ρήνου, β. μετακίνηση όλων των Γερμανικών δυνάμεων από το Ανατολικό μέτωπο στη Γερμανική περιοχή όπως αυτή ήταν καθορισμένη την 1η Αυγούστου 1914, γ. αποκήρυξη της συνθήκης του Μπρεστ-Λιτοφσκ με τη Ρωσία και της συνθήκης του Βουκουρεστίου με τη Ρουμανία, γ. εγκλεισμό του Γερμανικού Στόλου, παράδοση εξοπλισμού και μεταφορικών μέσων στους Συμμάχους καθώς και όρους αποχώρησης από την ανατολική Αφρική. Η συνθήκη είχε διάρκεια ισχύος τριάντα ημερών με δυνατότητα επέκτασης.  Επισήμως, ο πόλεμος τελείωσε "την ενδέκατη ώρα, της ενδέκατης μέρας του ενδέκατου μήνα" του έτους εκείνου. Η «άνευ όρων» συνθηκολόγηση της Γερμανίας, που ήταν αποτέλεσμα αυτής της ανακωχής, αποτέλεσε τη βάση των συνθηκών ειρήνης, που συντάχθηκαν από την Διεθνή Διάσκεψη Ειρήνης, η οποία συνήλθε στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 1919 και στην οποία συμμετείχαν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Γούντροου Ουίλσον, ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Ζορζ Κλεμανσώ, ο πρωθυπουργός της Αγγλίας Λόιντ Τζωρτζ, ο πρωθυπουργός της Ιταλίας Ορλάντο και αντιπροσωπείες 32 συνολικά κρατών.
Φρίντριχ Έμπερτ.
Στο μεταξύ η πολιτική κατάσταση στην Γερμανία παρέμενε ρευστή. Στις 15 του Νοέμβρη του 1918 μια ομάδα από μεγαλοβιομηχάνους, ανάμεσα σ' αυτούς και οι ιδιοκτήτες μονοπωλίων Μπίρζιγκ, Στίνες και Σπρίγκερουμ, υπέγραψε με τους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες της Γερμανικής Γενικής Ενωσης των Συνδικαλιστικών Οργανώσεων συμφωνία «έμπρακτης συνεργασίας». Ηταν μια από τις ενέργειες για να αντιμετωπίσουν την επαναστατική προοπτική. Η συμφωνία προέβλεπε πως όλες οι διαφορές ανάμεσα στους εργάτες και στους επιχειρηματίες θα λύνονταν μόνο με διαιτησία. Ετσι, πίσω από την πλάτη της εργατικής τάξης οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες των συνδικαλιστικών οργανώσεων συμφώνησαν με τους καπιταλιστές να σταματήσουν την ταξική πάλη ξεκινώντας «ταξική συνεργασία».
Με τη σειρά της, η κυβέρνηση Έμπερτ στην προσπάθειά της να εξαπατήσει τις μάζες με ψεύτικα συνθήματα, ίδρυσε μια «επιτροπή κοινωνικοποίησης» με επικεφαλής τον Καρλ Κάουτσκι. Μια τεράστια προπαγανδιστική καμπάνια σηκώθηκε γύρω από την επιτροπή αυτή που είχε σκοπό να δημιουργήσει μια φαινομενική εντύπωση πως τάχα η Γερμανία βαδίζει το δρόμο του σοσιαλισμού. Στόχος η συγκάλυψη της αντεπαναστατικής συμφωνίας της σοσιαλδημοκρατίας με τους κεφαλαιοκράτες και την ηγεσία του στρατού. Ο σοσιαλδημοκρατικός Τύπος υποστήριζε επίμονα πως η Γερμανία θα γίνει σοσιαλιστική χώρα, αλλά για να γίνει αυτό χρειάζονταν «γερά θεμέλια» που ακόμη δεν υπήρχαν.
Πρωτοσέλιδο της εφημερίδας New York Times στις 11-11-1918.
Στο μεταξύ, οι αντιδραστικοί αξιωματικοί σε συνεννόηση με τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση και με χρήματα που τους έδινε η αστική τάξη, άρχισαν να συγκροτούν ένοπλα τμήματα, τα "Φράικορπς" (Freikorps, Ελεύθερα Σώματα). Ετσι οργανώθηκαν το σώμα στρατού Μέρκερ, τα αποσπάσματα Ρόσμπαχ, Λιτσόφ και Επ, η ταξιαρχία  Έρχαρτ (Ehrhardt), η βαλτική άμυνα, το Σώμα εθελοντών και άλλα. Στα Σώματα αυτά υπηρετούσαν χιλιάδες αξιωματικοί και υπαξιωματικοί, διάφοροι άνθρωποι που μέσα στα τέσσερα και πάνω χρόνια που κράτησε ο πόλεμος είχαν ξεκόψει από την παραγωγή, και ο πόλεμος τούς είχε γίνει επάγγελμα. Με τα ένοπλα αυτά τμήματα προετοιμαζόταν η συντριβή της επαναστατικής δράσης της εργατικής τάξης, των λαϊκών μαζών. Το  Freikorp  Ehrhardt ήταν το πρώτο που χρησιμοποίησε τη σβάστικα ως σημαία. Από τις τάξεις των Freikorps θα προέλθουν ορισμένα στελέχη της Sturmabteilung (των περιβόητων Ταγμάτων Εφόδου του ακροδεξιού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος-DAP), όπως ο Ερνστ Ρεμ,  των SS, όπως ο Ρούντολφ Ες (μετέπειτα διοικητής του Άουσβιτς) και του σκληρού πυρήνα του ναζιστικού κόμματος NSDAP).
Στις 6 του Δεκέμβρη του 1918 μια αντεπαναστατική ένοπλη ομάδα πυροβόλησε στο Βερολίνο εναντίον διαδήλωσης στρατιωτών του μετώπου και αδειούχων που ζητούσαν να συμπεριληφθούν οι αντιπρόσωποί τους στα Σοβιέτ των στρατιωτών. Σκοτώθηκαν 16 διαδηλωτές, ανάμεσα σ' αυτούς και το ηγετικό στέλεχος της «Ενωσης των κόκκινων στρατιωτών», Βίλι Μπούντιχ. Επίθεση έγινε και εναντίον των γραφείων της εφημερίδας των «Σπαρτακιστών», «Ρότε Φάνε».
Αφίσα του 1918:"Προστατεύστε την πατρίδα! Καταταχθείτε στα Φράικορπς!"

Οι αντεπαναστάτες μπήκαν στο μέγαρο της Εκτελεστικής Επιτροπής του Σοβιέτ του Βερολίνου και έπιασαν τα μέλη της. Αλλά οι εργάτες απαντώντας στην πρόσκληση των «Σπαρτακιστών», απελευθέρωσαν τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής. Στις 7 και στις 8 του Δεκέμβρη οι εργάτες του Βερολίνου οργάνωσαν μαζικές διαδηλώσεις με τα συνθήματα: «Κάτω η κυβέρνηση Εμπερτ - Σάιντεμαν», «Να αφοπλιστούν αμέσως οι αξιωματικοί!», «Να συγκροτηθούν αμέσως ένοπλα σώματα εργατών και Κόκκινης Φρουράς!», «Ζήτω η Διεθνής!», «Ζήτω η Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία της Ρωσίας!». Στη διαδήλωση στις 8 του Δεκέμβρη πήραν μέρος 150.000 άτομα, ανάμεσά τους και πολλοί ένοπλοι. Οι αντεπαναστάτες αναγκάστηκαν προσωρινά να υποχωρήσουν.
Τα Σοβιέτ που ιδρύθηκαν στην πορεία της επανάστασης του Νοέμβρη δημιουργήθηκαν από τη γερμανική εργατική τάξη και υποστηρίζονταν από τις λαϊκές μάζες. Γι' αυτό οι σοσιαλδημοκράτες μην τολμώντας να εναντιωθούν στα Σοβιέτ ανοιχτά αποφάσισαν να τα αποσυνθέσουν από τα μέσα, να τα χρησιμοποιήσουν για τους αντεπαναστατικούς σκοπούς.
Από τις 16 έως τις 21 του Δεκέμβρη, έγινε το Παγγερμανικό Συνέδριο των Σοβιέτ των εργατών και των στρατιωτών. Σ' αυτό πήραν μέρος 288 αντιπρόσωποι του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, 87 του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, 27 εξωκομματικοί στρατιώτες, 25 από αστικά κόμματα και μόνο 10 «Σπαρτακιστές».
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ εξεγείρει τους Γερμανούς εργάτες.
Στο Συνέδριο, έφτασε για να πάρει μέρος και αντιπροσωπεία της Σοβιετικής Ρωσίας, αλλά δεν έγινε δεκτή. Από το συσχετισμό, αλλά και από τη στάση του συνεδρίου απέναντι στη ρωσική σοβιετική αντιπροσωπεία ήταν φανερό ότι το συνέδριο των Σοβιέτ δεν ήταν με την Επανάσταση. Αλλωστε, η πλειοψηφία της εργατικής τάξης ήταν με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και με το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, ενώ Κομμουνιστικό Κόμμα δεν υπήρχε παρά μόνο η Ένωση Σπάρτακου μέσα στο Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Ο τρόπος δουλειάς των «Σπαρτακιστών» δεν αρκούσε ν' αλλάξει την κατάσταση.
Τη μέρα που άρχισαν οι εργασίες του συνεδρίου των Σοβιέτ, οι «Σπαρτακιστές» οργάνωσαν μια μαζική διαδήλωση εργατών. Οι διαδηλωτές ζήτησαν από το συνέδριο να ανακηρύξει τη Γερμανία ενιαία σοσιαλιστική δημοκρατία, να παραδώσει στα Σοβιέτ των εργατών και των στρατιωτών όλη την εξουσία, να αφοπλίσει αμέσως τους αντεπαναστάτες και να οπλίσει τους εργάτες. Με τα συνθήματα αυτά, πέρασαν μπροστά από το μέγαρο του συνεδρίου 250.000 διαδηλωτές.
Αλλά, η ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος με την πείρα και την επιρροή που είχε στην εργατική τάξη, καθώς και με το πλατύ δίκτυο των εφημερίδων της, κατόρθωσε να εξαπατήσει τις λαϊκές μάζες. Η σοσιαλδημοκρατική προπαγάνδα διαβεβαίωνε πως η επανάσταση είχε τελειώσει και πως η εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού από τώρα και πέρα εξαρτιόταν από την Εθνοσυνέλευση που θα εκλεγόταν ελεύθερα. Οι ηγέτες του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, έχοντας υπόψη πως οι εργαζόμενες μάζες συμπαθούν τα Σοβιέτ, πρότειναν ένα σχέδιο απόφασης, για να διατηρηθεί το σύστημα των Σοβιέτ, συμβάλλοντας έτσι στην παραπλάνηση των εργατών και στην αντεπανάσταση. Στην πραγματικότητα, αυτό σήμαινε πως συνδυαζόταν το σύστημα των Σοβιέτ με την Εθνοσυνέλευση, πως τα Σοβιέτ υπάγονταν στο όργανο της δικτατορίας της αστικής τάξης, με μοναδικό αποτέλεσμα να δυσφημιστεί η ιδέα των Σοβιέτ.
Οι αντιπρόσωποι στο συνέδριο των Σοβιέτ έπεσαν στις αυταπάτες της σοσιαλδημοκρατικής προπαγάνδας και πίστεψαν τις κυβερνητικές διακηρύξεις για την κοινωνικοποίηση της βιομηχανίας από την επιτροπή Κάουτσκι, ενώ βολεύτηκαν με κάποιες δημοκρατικές παραχωρήσεις και υποστήριξαν το σχέδιο απόφασης των σοσιαλδημοκρατών να συγκληθεί Εθνική (Συντακτική) Συνέλευση και να μεταβιβαστεί όλη η νομοθετική και εκτελεστική εξουσία στο Συμβούλιο των πληρεξουσίων του λαού, ωσότου αποφασίσει τελειωτικά η Εθνοσυνέλευση.
Το συνέδριο εξέλεξε το Κεντρικό Σοβιέτ που του παραχωρήθηκε τυπικά το δικαίωμα να ελέγχει την κυβέρνηση.
Καρλ Κάουτσκι.
Το Παγγερμανικό Συνέδριο των Σοβιέτ έλυσε το βασικό πρόβλημα της επανάστασης, δηλαδή το πρόβλημα της εξουσίας, προς όφελος της αστικής τάξης. Αμέσως μετά το συνέδριο, οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας πέρασαν στην επίθεση εναντίον της επαναστατικής εμπροσθοφυλακής της εργατικής τάξης. Και πρώτα - πρώτα θέλησαν να στερήσουν το προλεταριάτο από τις ένοπλες δυνάμεις του που το ίδιο είχε δημιουργήσει. Για το σκοπό αυτό, η κυβέρνηση σταμάτησε να πληρώνει τους μισθούς στη λεγόμενη Λαϊκή Ναυτική Μεραρχία, που αριθμούσε περισσότερους από 3.000 επαναστάτες ναύτες. Για τη λύση της διαφοράς, αντιπρόσωποι των ναυτών της μεραρχίας έφτασαν στις 23 του Δεκέμβρη στο φρουραρχείο του Βερολίνου. Την ώρα που διαπραγματεύονταν με τον σοσιαλδημοκράτη φρούραρχο Βελς, μια περίπολος του φρουραρχείου πυροβόλησε στο δρόμο εναντίον της ομάδας των ναυτών που συνόδευσαν έως εκεί τους αντιπροσώπους τους. Δύο ναύτες σκοτώθηκαν και τρεις τραυματίστηκαν βαριά. Οι αγανακτισμένοι ναύτες έπιασαν τον Βελς και τον πήγαν στο μέγαρο της ιππευτικής σχολής. Στις 24 του Δεκέμβρη το πρωί η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, αφού συγκέντρωσε μπροστά στη σχολή τμήματα πεζικού και πυροβολικό, έστειλε τελεσίγραφο στους ναύτες να εγκαταλείψουν τη σχολή, να παραδώσουν τα όπλα και να αφήσουν ελεύθερο τον Βελς. Οι ναύτες αρνήθηκαν. Μετά από αυτό, άρχισε ο κανονιοβολισμός των κτιρίων της σχολής που κατείχαν οι ναύτες. Οι εργάτες του Βερολίνου ξεσηκώθηκαν για να υπερασπίσουν τους ναύτες, έδιωξαν τους στρατιώτες και η κυβέρνηση απέτυχε, σ' αυτή της την ενέργεια. Ετσι εγκατέλειψε προσωρινά την ιδέα της διάλυσης της Λαϊκής Ναυτικής Μεραρχίας. Οι ηγέτες του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος άρχισαν διαπραγματεύσεις με τους εργάτες και τους ναύτες και τους έπεισαν να σταματήσουν τον αγώνα.
Οι προκλητικές ενέργειες της κυβέρνησης στις 23 και 24 του Δεκέμβρη έδειχναν καθαρά πως οι σοσιαλδημοκράτες, μαζί με τους στρατιωτικούς, είχαν περάσει στο δρόμο της ανοιχτής αντεπαναστατικής δράσης. Ανάμεσα στους εργάτες ξέσπασαν ταραχές. Οι προλεταριακές μάζες ζητούσαν από τους ηγέτες του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (USPD) να ξεκόψουν από το συνασπισμό με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) που είχε την πλειοψηφία του Σοβιέτ. Οι «Σπαρτακιστές» ζητούσαν να συγκληθεί αμέσως συνέδριο του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, στο οποίο ανήκαν σαν φράξια. Οι ηγέτες των Ανεξάρτητων αρνήθηκαν να συγκαλέσουν συνέδριο του κόμματος, αλλά βλέποντας πως αν εξακολουθούσαν να παίρνουν μέρος στην κυβέρνηση Εμπερτ κινδύνευαν να χάσουν την εμπιστοσύνη των απλών μελών του κόμματος, αποσύρανε τους αντιπροσώπους τους (Χάαζε, Ντίτμαν και Μπαρτ) από την κυβέρνηση. Τις θέσεις των Ανεξάρτητων πήραν οι σοσιαλδημοκράτες Νόσκε και Βίσελ.
Την 1 Ιανουαρίου του 1919 οι "Σπαρτακιστές" αποχωρούν από το Aνεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Kόμμα (USPD) και μαζί με άλλες σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ομάδες (συμπεριλαμβανομένων των Διεθνών Κομμουνιστών της Γερμανίας, IKD) δημιούργησαν το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας (KPD), κυρίως με πρωτοβουλία των Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζας Λούξεμπουργκ.


Αφίσα του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας.
Μετά και από τις αρνητικές για την εργατική τάξη και την επανάσταση εξελίξεις στο συνέδριο των Σοβιέτ, η αστική τάξη επιτάχυνε τις προετοιμασίες για το αποφασιστικό χτύπημα της επαναστατικής εμπροσθοφυλακής της εργατικής τάξης. Τα ένοπλα τμήματα των λεγόμενων εθελοντών, που είχε οργανώσει, άρχισαν να συγκεντρώνονται στο Βερολίνο. Στις 4 του Γενάρη του 1919 ο διευθυντής της αστυνομίας του Βερολίνου, ο αγαπητός στους εργάτες ανεξάρτητος Αϊχγκορν, απολύθηκε από τη θέση του και αντικαταστάθηκε από το σοσιαλδημοκράτη Ερνστ. Η πρόκληση αποσκοπούσε να σπρώξει τους εργάτες του Βερολίνου σε μια πρόωρη εξέγερση.
Στις 4 του Γενάρη το βράδυ σε σύσκεψη των οργανώσεων των ανεξάρτητων και επαναστατών εκπροσώπων του Σοβιέτ του Βερολίνου, όπου πήραν μέρος και εκπρόσωποι του Κομμουνιστικού Κόμματος (Καρλ Λίμπκνεχτ και Βίλχελμ Πικ), αποφάσισε να μην επιτρέψει την αντικατάσταση του Αϊχγκορν και κάλεσε τους εργάτες του Βερολίνου σε διαδήλωση στις 5 του Γενάρη και σε περίπτωση ανάγκης να αρχίσουν αγώνα για την ανατροπή της κυβέρνησης. Εκλέχτηκε μια επαναστατική επιτροπή δράσης, όπου πήραν μέρος ο Καρλ Λίμπκνεχτ και ο Βίλχελμ Πικ. Το ίδιο βράδυ η ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος αποφάσισε να υποστηρίξει τους επαναστάτες και να πάρει μέρος στη διαδήλωση, αλλά έκρινε άκαιρη την εξέγερση για την ανατροπή της κυβέρνησης γιατί η χώρα δεν ήταν έτοιμη γι' αυτό.
Στις 5 του Γενάρη έγινε μια μεγαλειώδης διαδήλωση. Η επαναστατική επιτροπή, που μέλη της ήταν και εκπρόσωποι του Ανεξάρτητου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, κάλεσε τους εργάτες να αγωνιστούν για τη διάλυση των ενόπλων τμημάτων των «εθελοντών», για τον οπλισμό του προλεταριάτου και για την επαναφορά του Αϊχγκορν στη θέση του. Αλλά ταυτόχρονα ρίχτηκε και ένα σύνθημα που γι' αυτό οι εργάτες δεν ήταν προετοιμασμένοι. Η επαναστατική επιτροπή κάλεσε τους διαδηλωτές να ανατρέψουν την κυβέρνηση Εμπερτ - Σάιντεμαν και δήλωσε πως παίρνει την εξουσία στα χέρια της.
Ένοπλοι διαδηλωτές του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας.

Την άλλη μέρα, στις 6 του Γενάρη, ξέσπασε στο Βερολίνο γενική απεργία. Αυτή τη μέρα και τις επόμενες βγήκαν στους δρόμους 500 περίπου χιλιάδες εργάτες. Στις 7-8 του Γενάρη οι εργάτες κυρίευσαν τους σιδηροδρομικούς σταθμούς και τα γραφεία και τα τυπογραφεία της εφημερίδας «Φόρβερτς», αλλά δεν ήξεραν τι άλλο να κάνουν. Οι ηγέτες των ανεξάρτητων, που λίγο πριν είχαν ζητήσει την ανατροπή της κυβέρνησης, άρχισαν τώρα να διαπραγματεύονται μαζί της δίνοντας έτσι στην αντεπανάσταση τη δυνατότητα να κερδίσει χρόνο για να συγκεντρώσει ένοπλες δυνάμεις. Υστερα από αυτό η ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος αποφάσισε στις 8 του Γενάρη να ανακαλέσει τον Λίμπκνεχτ και τον Πικ από την επαναστατική επιτροπή. Την ίδια μέρα το βράδυ, ύστερα από την αποτυχία των συνομιλιών με τον Εμπερτ, οι ανεξάρτητοι που ανήκαν στην επαναστατική επιτροπή ξανάρχισαν να καλούν τους εργάτες στα όπλα. Αλλά δεν καταπιάνονταν να προετοιμαστούν πραγματικά για ένοπλη πάλη και εξέγερση. Στο μεταξύ, το νεαρό Κομμουνιστικό Κόμμα δεν είχε ακόμη τη δύναμη να τραβήξει μαζί του πλατιές λαϊκές μάζες. Συνολικά τα μέλη της κομματικής οργάνωσης του Βερολίνου ήταν μόλις 300.
Η ταξιαρχία Ερχαρντ εισέρχεται στο Βερολίνο.
«Τάξη επικρατεί στο Βερολίνο»!
Τις μέρες αυτές τα μέλη της κυβέρνησης συσκέπτονταν συνεχώς με εκπροσώπους της ηγεσίας του στρατού. Σε μια από τις συσκέψεις αυτές ο Γκούσταβ Νόσκε (Gustav Noske) υπουργός Άμυνας της Κυβέρνησης των Σοσιαλδημοκρατών, ζήτησε να παρθούν γενναίες αποφάσεις. Κάποιος του φώναξε: «Καταπιαστείτε λοιπόν μ' αυτό το ζήτημα!». Και ο Νόσκε απάντησε: «Τι να γίνει! Κάποιος ασφαλώς πρέπει να γίνει το αιμοβόρο σκυλί. Εγώ δε φοβάμαι τις ευθύνες». Το παρατσούκλι «αιμοβόρο σκυλί» χαρακτήρισε για πάντα τον Νόσκε σαν δήμιο της γερμανικής επανάστασης.
Στις 11 του Γενάρη η κυβέρνηση είχε συγκεντρώσει στρατό και άρχισε να εφαρμόζει σκληρά μέτρα. Εναντίον των εργατών και των στρατιωτών που αμύνονταν στο μέγαρο της διεύθυνσης της αστυνομίας και στα γραφεία της εφημερίδας «Φόρβερτς» χρησιμοποιήθηκαν τουφέκια και πυροβολικό. Οι αιχμάλωτοι δέρνονταν άγρια και πολλοί τουφεκίζονταν επιτόπου. Οι κομμουνιστές κηρύχτηκαν εκτός νόμου. Οι κύριες δυνάμεις των ένοπλων τμημάτων των «εθελοντών» - η λευκή φρουρά του Νόσκε - εισβάλανε στις εργατικές συνοικίες.
Στις 13 του Γενάρη η ηγεσία των ανεξάρτητων κήρυξε τη λήξη της απεργίας.
Γκούσταβ Νόσκε.
Με απόφαση της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ περνάνε στην παρανομία, αλλά εξακολουθούν να διευθύνουν την εφημερίδα του κόμματος «Rote-Fahne». Η Ρ. Λούξεμπουργκ γράφει το άρθρο «Τάξη επικρατεί στο Βερολίνο», όπου αποκαλύπτει για ποιους λόγους νικήθηκε το προλεταριάτο του Βερολίνου. Τα χωριά, που έδιναν ένα μεγάλο ποσοστό από τη μάζα των στρατιωτών, γράφει η Λούξεμπουργκ, η επανάσταση δεν τα έθιξε σχεδόν καθόλου. Η πολιτική ανωριμότητα της μάζας των στρατιωτών επέτρεπε στους αξιωματικούς να τους χρησιμοποιούν για αντεπαναστατικούς σκοπούς. Πολλά επαναστατικά κέντρα στις επαρχίες, π.χ. στην περιοχή του Ρήνου, στις παραθαλάσσιες πόλεις, στο Μπρούνσβικ, στη Σαξονία, στη Βιρτεμβέργη, ήταν απόλυτα με το μέρος του προλεταριάτου του Βερολίνου, αλλά τους έλειπε η ενιαία καθοδήγηση για ενότητα δράσης που θα έδινε ασύγκριτα πιο μεγάλο αποτέλεσμα και δύναμη κρούσης στις εξεγέρσεις των Βερολινέζων εργατών.
Ο Κ. Λίμπκνεχτ στο άρθρο του «Παραβλέποντας το καθετί», που γράφτηκε στις 14 του Γενάρη, τόνιζε: «Ναι, οι επαναστάτες εργάτες του Βερολίνου συντρίφτηκαν και οι Εμπερτ - Σάιντεμαν - Νόσκε νίκησαν. Αλλά υπάρχουν ήττες που ισοδυναμούν με νίκες, και υπάρχουν νίκες που είναι πιο μοιραίες από τις ήττες. Οι νικημένοι σήμερα εργάτες θα γίνουν αύριο νικητές γιατί η ήττα έγινε γι' αυτούς μάθημα».
Οι αντεπαναστάτες κατόρθωσαν να ανακαλύψουν το διαμέρισμα όπου κρύβονταν ο Καρλ Λίμπκνεχτ και η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Στις 15 του Γενάρη το βράδυ τους έπιασαν και τους πήγαν στο επιτελείο της μεραρχίας ιππικού της φρουράς. Και οι δύο αυτοί θαυμάσιοι επαναστάτες δολοφονήθηκαν από αξιωματικούς. Οι δολοφόνοι έστειλαν το σώμα του Κ. Λίμπκνεχτ στο νεκροτομείο σαν «πτώμα αγνώστου ανδρός», ενώ το σώμα της Ρ. Λούξεμπουργκ το πέταξαν σε ένα κανάλι όπου βρέθηκε μόλις στις 31 του Μάη του 1919.
Σε ολόκληρη τη Γερμανία ξεσηκώθηκε κύμα διαμαρτυρίας για τη δολοφονία των δύο αυτών επιφανών κομμουνιστών ηγετών της γερμανικής εργατικής τάξης. Οι κηδείες του Καρλ Λίμπκνεχτ (25 του Γενάρη 1919) και της Ρόζας Λούξεμπουργκ (13 του Ιούνη 1919) μετατράπηκαν σε διαδηλώσεις, όπου πήραν μέρος χιλιάδες εργαζόμενοι.
Η κηδεία του Λίμπκνεχτ-25 του Γενάρη 1919.
Η κηδεία της "κόκκινης" Ρόζας-13 του Ιούνη 1919.
Η γερμανική αστική τάξη αφού συνέτριψε την επαναστατική εμπροσθοφυλακή της εργατικής τάξης, πέτυχε το σκοπό της. Εξασφάλισε τη νίκη στις εκλογές για Εθνοσυνέλευση. Οι εκλογές έγιναν σε συνθήκες άγριας τρομοκρατίας. Ψήφισαν 30 εκατ. εκλογείς. Οι σοσιαλδημοκράτες (SPD) πήραν 11,5 εκατομ. ψήφους και 165 έδρες και οι ανεξάρτητοι (USPD) 2,3 εκατ. ψήφους και 22 έδρες. Συνολικά τα δύο αυτά κόμματα συγκέντρωσαν το 45,5% των εδρών. Το υπόλοιπο 54,5% των εδρών το πήραν τα αστικά κόμματα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν πήρε μέρος στις εκλογές. Ηταν ήδη εκτός νόμου.
Η Εθνική (Συντακτική) Συνέλευση άρχισε τις εργασίες της στις 6 του Φλεβάρη στη μικρή πόλη της Θουριγγίας, Βαϊμάρη. Τη μέρα που άρχισαν οι εργασίες της Συνέλευσης, το Κεντρικό Συμβούλιο των Σοβιέτ των εργατών και των στρατιωτών αποφάσισε να της παραδώσει την εξουσία που την είχε πάρει από το Παγγερμανικό Συνέδριο των Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών. Ετσι εκπλήρωσε την αποστολή που του ανέθεσαν οι σοσιαλδημοκράτες, να εδραιώσει την αστική εξουσία. Και αφού η αποστολή του έληξε, οδηγήθηκε στην αυτοδιάλυση. Στις 11 του Φλεβάρη η Εθνοσυνέλευση εξέλεξε τον Έμπερτ Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στις 13 του Φλεβάρη ο Σάιντεμαν σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού σοσιαλδημοκρατών με τα αστικά κόμματα. Ετσι η σοσιαλδημοκρατία έπαιξε καλά το ρόλο της ως σωτήρας του καπιταλισμού από την επανάσταση. 
Η συνεδρίαση της Εθνοσυνέλευσης στην Βαϊμάρη στις 6-2-1919.
Η περιβόητη Συνθήκη των Βερσαλλιών.
Στο μεταξύ στις 18 Ιανουαρίου του 1919, ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις για την Συνθήκη Ειρήνης που θα τερμάτιζε  και επίσημα τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ανάμεσα στους νικητές-συμμάχους, στην Αίθουσα Καθρεπτών του Ανακτόρου των Βερσαλλιών. Εβδομήντα αντιπρόσωποι από είκοσι έξι έθνη διαπραγματεύθηκαν τους όρους της Συνθήκης. Η Γερμανία, η Αυστρία, η Ουγγαρία και η Ρωσία αποκλείστηκαν από τις διαπραγματεύσεις. Αλλά τον πιο σημαντικό ρόλο για τη συγγραφή των όρων της συνθήκης είχαν οι τακτικές διαβουλεύσεις των «Δέκα Μεγάλων», που περιελάμβαναν τους επτά κύριους νικητές (ΗΠΑ, Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Ρωσία, Ιταλία, Βέλγιο και Σερβία). Αργότερα η Ρωσία και άλλες πέντε χώρες εγκατέλειψαν τις διαβουλεύσεις, οπότε έμειναν μόνο οι «Τέσσερις Μεγάλοι». Αφού αποχώρησε και η Ιταλία, οι τελικοί όροι καθορίστηκαν από τους «Τρεις Μεγάλους»: ΗΠΑ, Γαλλία και Μεγάλη Βρετανία. Στις 29 Απριλίου η Γερμανική αντιπροσωπεία υπό την ηγεσία του Υπουργού Εξωτερικών Κόμητος Ούλριχ φον Μπρόκντορφ-Ράντζαου (Ulrich Graf von Brockdorff-Rantzau) έμαθε, επιτέλους, τους όρους της ειρήνης. Αυτοί περιελάμβαναν την απώλεια εδαφών, την απώλεια όλων των αποικιών και τον περιορισμό των στρατιωτικών δυνάμεων της Γερμανίας. Καθώς δεν επιτρεπόταν στη γερμανική αντιπροσωπεία να λάβει μέρος στις διαπραγματεύσεις, η Γερμανική κυβέρνηση του Σάιντεμαν δημοσίευσε έγγραφη διαμαρτυρία για τους, κατά τη γνώμη της, άδικους όρους, και σύντομα αποχώρησε από τις διεργασίες του συνεδρίου. Στις 20 Ιουνίου, δημιουργήθηκε νέα κυβέρνηση υπό τον Καγκελάριο Γκούσταφ Μπάουερ (Gustav Bauer), αφού παραιτήθηκε ο Φίλιπ Σάιντεμαν. Η Γερμανία τελικά συμφώνησε με τους όρους με 237 ψήφους υπέρ και 138 κατά στις 23 Ιουνίου.
Γκούσταφ Μπάουερ.
Την 28η Ιουνίου 1919  υπογράφηκε μεταξύ των Δυνάμεων της Αντάντ και της Γερμανίας η περιβόητη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Σύμφωνα με αυτή, η Γερμανία υποχρεώθηκε να πληρώσει αποζημιώσεις 269 δισεκατομμυρίων χρυσών μάρκων για τις καταστροφές που προκάλεσε στη διάρκεια του πολέμου, να μειώσει το στρατό της σε 100.000 άνδρες και το στόλο της σε δυναμικό 108.000 τόνων. Υποχρεώθηκε επίσης σε μεγάλες εδαφικές παραχωρήσεις: έχασε περίπου 75.000 τ.χλμ. του εδάφους της με πληθυσμό 7.000.000 κατ. (το μεγαλύτερο μέρος παραχωρήθηκε στην Πολωνία και στη Γαλλία) και όλες τις αποικίες της, από τις οποίες τη μερίδα του λέοντος (73% του εδάφους και 47% του πληθυσμού) πήρε η Αγγλία. Οι υπόλοιποι όροι της συνθήκης αφορούσαν τη διεθνοποίηση των ποταμών της Γερμανίας, την αποστρατικοποίηση της περιοχής της Ρηνανίας για 15 χρόνια, τη δήμευση των κάθε είδους γερμανικών αξιών στο εξωτερικό, την παράδοση του 90% του γερμανικού εμπορικού στόλου στους Συμμάχους σε αντάλλαγμα για τις ζημιές που προκλήθηκαν στα συμμαχικά εμπορικά πλοία στη διάρκεια του πολέμου, την ακύρωση της συμφωνίας του Μπρεστ-Λιτόφσκ (με την ΕΣΣΔ το 1918). Επιπλέον, η Γερμανία περιορίστηκε αυστηρά τόσο σε θέματα διεθνούς εμπορίου όσο και σε στρατιωτικές δυνάμεις και οργάνωση.
Τα οικονομικά προβλήματα που προέκυψαν λόγω της αποπληρωμής και η γερμανική οργή για τους όρους της Συνθήκης αναφέρονται συχνά ως δύο από τους πλέον αποφασιστικούς λόγους που οδήγησαν στην κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, την άνοδο του Χίτλερ και, τελικά, την έκρηξη του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου. Η άποψη αυτή υποστηρίχθηκε από πολλούς ιστορικούς καθώς και από διανοούμενους διεθνούς φήμης όπως ο Τζων Κέυνς και ο Μπέρτραντ Ράσελ.
Το άρθρο 231 της Συνθήκης (το επονομαζόμενο «άρθρο της πολεμικής ενοχής») όριζε ότι η Γερμανία ήταν αποκλειστικά υπεύθυνη για όλες τις «απώλειες και ζημίες» που είχαν υποστεί οι Σύμμαχοι στη διάρκεια του πολέμου και έθετε τη βάση των αποζημιώσεων. Τον Ιανουάριο του 1921 το συνολικό ποσό που αποφασίστηκε από τη Διασυμμαχική Επιτροπή Αποζημιώσεων ορίστηκε στα 269 δισεκατομμύρια χρυσά μάρκα (δηλαδή περίπου 96.000 τόνους χρυσού). Η Γερμανία θα έπρεπε να πληρώνει μέχρι το 1984. Πολλοί οικονομολόγοι έκριναν το ποσό υπερβολικό. Αργότερα τον ίδιο χρόνο, το ποσό περιορίστηκε στα 132 δισεκατομμύρια μάρκα, που παρέμενε αστρονομικό σύμφωνα με τους περισσότερους Γερμανούς παρατηρητές, τόσο λόγω του ύψους του ποσού όσο και γιατί η Γερμανία θα έπρεπε να πληρώνει μέχρι το 1984. Το 1921 ο Καρλ Μέλχιορ (Κarl Melchior) πρώην στρατιωτικός και Γερμανός επενδυτής της "M. M. Warburg & Co", που ήταν μέλος της γερμανικής αντιπροσωπείας, θεώρησε σκόπιμο να αποδεχτεί η Γερμανία το βάρος αστρονομικών αποζημιώσεων. Όπως είπε: «Μπορούμε να τα καταφέρουμε τα δύο-τρία πρώτα χρόνια με δάνεια από το εξωτερικό. Μετά από αυτό το διάστημα, τα ξένα κράτη θα έχουν συνειδητοποιήσει ότι αυτές οι αποζημιώσεις μπορούν να πληρωθούν μόνο με τεράστιες γερμανικές εξαγωγές και ότι αυτές οι εξαγωγές θα καταστρέψουν το εμπόριο στην Αγγλία και την Αμερική, οπότε οι ίδιοι οι πιστωτές θα πιέσουν για μετατροπή των όρων.»

Η υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών.
Εκ πρώτης όψεως, η πληρωμή των αποζημιώσεων αυτών μοιάζει αδύνατη. Υπάρχουν βέβαια και αυτοί που υποστηρίξαν το αντίθετο, όπως πχ. ο Γουίλιαμ Κέιλορ (William R. Keylor), στο "Versailles and International Diplomacy", «η αύξηση της φορολογίας και ο περιορισμός της κατανάλωσης στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης θα μπορούσε να δημιουργήσει το απαραίτητο πλεόνασμα εξαγωγών για τη δημιουργία ξένου συναλλάγματος και την πληρωμή των αποζημιώσεων.» Όμως προφανώς, μια τέτοια πολιτική σκληρής λιτότητας-δεδομένων των δραματικών οικονομικοκοινωνικών συνθηκών που κυριαρχούσαν ήδη στην Γερμανία, θα επέτεινε και την δυσχερή πολιτική κατάσταση στην οποία βρισκόταν η νεότευκτη δημοκρατία. Η Αστική τάξη της Χώρας και η Πολιτική εξουσία των Σοσιαλδημοκρατών στρέφεται προς τα  αμερικανικά εμπορικά δάνεια τόσο για να μπορεί να πληρώνει τις πολεμικές αποζημιώσεις, όσο και για να αποκαταστήσει την διαλυμένη  βιομηχανική παραγωγή και την οικονομική ζωή της Χώρας. Ταυτόχρονα ο Πληθωρισμός καλπάζει πράγμα που βοηθάει τις μεγάλες βιομηχανίες και τις επιχειρήσεις που είναι στραμένες προς τις εξαγωγές! Αντίθετα η μικρομεσαία τάξη στενάζει κάτω από το βάρος της νέας οικονομικής πραγματικότητας. Αυτή η τάξη των νεόφτωχων είναι που θα αποτελέσει και τον κύριο πυρήνα της ανόδου της ακροδεξιάς και του Ναζισμού. Και μαζί της θα παρασύρει και την εργατική τάξη που έχει μείνει ακέφαλη. Η επαναστατική αριστερά πάνω στην οποία το Γερμανικό Προλεταριάτο εναπόθεσε τις ελπίδες του τους προηγούμενους  μήνες, έχει ηττηθεί και βρίσκεται στην παρανομία.
Αρχικά τουλάχιστον, η πολιτική κατάσταση στην «Δημοκρατία της Βαϊμάρης» φαίνεται να ομαλοποιείται! Στις 31 Ιουλίου του 1919 ψηφίζεται το περιλάλητο «Σύνταγμα της Βαϊμάρης», το πρώτο δημοκρατικό σύνταγμα της Γερμανίας. Κάτω όμως από την επιφανειακή ομαλότητα ένα ύπουλο σαράκι ροκάνιζε την νεότευκτη Δημοκρατία.  Οι ίδιες δυνάμεις που είχαν χρησιμοποιηθεί από την Εξουσία, για να σαρώσουν την Εργατική Επανάσταση ήταν τώρα αυτές που θα την απειλούσαν!
 Η άνοδος της άκρας δεξιάς!
Βόλφγκανγκ Καπ.
H πρώτη μεγάλη κρίση που αντιμετώπισε η νεοπαγής δημοκρατία ήταν το ακροδεξιό πραξικόπημα στις 13 Μαρτίου του 1920 με επικεφαλής τον δημοσιογράφο Βόλφγκανγκ Καπ (Wolfgang Kapp), τον στρατιωτικό διοικητή του Βερολίνου Walther von Lüttwitz και τον στρατηγό Εριχ Λούντεντορφ (Erich Friedrich Wilhelm Ludendorff), ήρωα του A' Παγκοσμίου Πολέμου. Αφορμή για το Πραξικόπημα ήταν η εντολή της Κυβέρνησης για τη διάλυση της Ταξιαρχίας Ερχαρτ (Ehrhardt). Στις αρχές του 1919 ο τακτικός στρατός της Γερμανίας, εκτιμώταν σε 350.000 άνδρες. Υπήρχαν επιπλέον πάνω από 250.000 άνδρες στις παραστρατιωτικές Freikorps. Σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών, η Γερμανία ήταν υποχρεωμένη να μειώσει τις ένοπλες δυνάμεις της σε ένα ανώτατο όριο των 100.000. Οι μονάδες Φράικορπς ως εκ τούτου έπρεπε να διαλυθούν-εξάλλου την κύρια αποστολή τους την είχαν εκπληρώσει διαλύοντας την επανάσταση των Σπαρτακιστών. Οι δυνάμεις των πραξικοπηματιών άνδρες των Freicorps κυρίως με επικεφαλή τον Hermann Ehrhardt, κατέλαβαν το Βερολίνο και η κυβέρνηση κατέφυγε στην Δρέσδη και κάλεσε τους εργαζόμενους σε γενική απεργία. Το σωματείο των σιδηροδρομικών ήταν που αποφάσισε να δράσει. Μεσημέρι της ίδιας κιόλας μέρας, αντιπροσωπεία τους παρουσιάστηκε στον Καπ και του ανακοίνωσε πως αν, ως το μεσημέρι της επομένης (14 του μήνα) δεν παρέδιδε την εξουσία, θα είχε να κάνει μαζί τους. Ο Καπ τους έδιωξε. Η πανσιδηροδρομική απεργία που ξέσπασε την άλλη μέρα, συνοδεύτηκε από γενική απεργία που όμοιά της ποτέ ως τότε δεν είχε γνωρίσει ο κόσμος. Με τους απεργούς να οπλίζονται και να παίρνουν θέσεις μάχης. Στις 17, το πραξικόπημα κατέρρευσε. Οι πραξικοπηματίες κρύφτηκαν. Ανάμεσά τους και κάποιος άγνωστος ως τότε, Αδόλφος Χίτλερ. Σύντομα ο κόσμος θα μάθαινε γι’ αυτόν. Ο αρχιπραξικοπηματίας Βόλφγκανγκ Καπ το έσκασε στη Σουηδία. Θα ξαναγύριζε το 1922 για να δικαστεί. Πέθανε πριν να αρχίσει η δίκη. Το πραξικόπημα κατέρρευσε τελικά αλλά η απόπειρα απέδειξε την ύπαρξη ισχυρών ακροδεξιών στοιχείων στη γερμανική κοινωνία και στο στράτευμα. Οι άνδρες της Ταξιαρχίας Ερχαρτ (Ehrhardt), που πήραν μέρος στο πραξικόπημα, είχαν στα κράνη τους ένα νέο σύμβολο φερμένο από τη Βαλτική όπου είχαν πολεμήσει: τον αγκυλωτό σταυρό.

Πραξικοπηματίες της Ταξιαρχίας Ερχαρτ στο Βερολίνο.
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ο Χίτλερ ήταν ένας απλός υποδεκανέας του 16ου Βαυαρικού Συντάγματος Εφέδρων Πεζικού, Λιστ, στο δυτικό μέτωπο. Με τη λήξη του πολέμου, παρέμεινε στο στρατό μέχρι τον Απρίλιο του 1920, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Στο διάστημα αυτό, από το τέλος, δηλαδή, του πολέμου και έως τη συνταξιοδότησή του, η στρατιωτική υπηρεσία που ασκούσε ήταν αυτή του ειδικού πολιτικού παρατηρητή των νέων εθνικιστικών ομάδων που δημιουργούνταν και οι οποίες αποτέλεσαν τα φύτρα του γερμανικού φασισμού. Τις ομάδες αυτές τις παρακολουθούσε και συνέτασσε εκθέσεις για τη δράση και τις ιδέες τους. Μ' αυτή την ιδιότητά του, το Σεπτέμβρη του 1919, ήρθε κοντά στο εθνικιστικό κόμμα DAP (Deutsche Aibeiter Partei: Γερμανικό Εργατικό Κόμμα) κι έγινε μέλος του.
Ο Χίτλερ ηγούμενος παρέλασης ανδρών  της ομάδας  Sturmabteilung (SA:τα περιβόητα Τάγματα Εφόδου του ακροδεξιού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος-DAP). 

Τι ήταν, όμως, αυτό που έκανε δυνατή την εμφάνιση τέτοιων ομάδων σαν το DAP; Στην ιστοριογραφία, συνήθως, τονίζεται ότι οι ομάδες αυτές ήταν αποκλειστικά το δημιούργημα της ήττας που είχε υποστεί η Γερμανία στον πόλεμο. «Ο ναζισμός»-γράφει ο Ζακ Ντελαρί- «γεννήθηκε από το σύμπλεγμα της ήττας. Οταν η Γερμανία υποχρεώθηκε να ομολογήσει πως νικήθηκε το Νοέμβριο του 1918, οι στρατιωτικοί της αρνούνταν να παραδεχτούν την ήττα αυτή και νόμιζαν πως δεν τους άξιζε». Χωρίς αμφιβολία, ο ισχυρισμός αυτός εμπεριέχει τη μισή αλήθεια. Ο γερμανικός φασισμός δε δημιουργήθηκε μόνο από το σύμπλεγμα της ήττας, αλλά και από την ανάγκη της γερμανικής αστικής τάξης να αντιμετωπίσει την επανάσταση που την απειλούσε. «Οι σπόροι του φασισμού»-σημειώνει ο Ουίλ. Φόστερ- «φυτεύτηκαν, όταν οι σοσιαλδημοκράτες πρόδωσαν την επανάσταση του 1918. Οι συμμορίες των αξιωματικών, που είχε επιστρατεύσει τότε ο Νόσκε, για να πυροβολήσουν τους επαναστατημένους εργάτες αποτέλεσαν τον πυρήνα της μαζικής οργάνωσης του Χίτλερ». Ο Χίτλερ πήρε πολύ γρήγορα τον έλεγχο του DAP στα χέρια του και κατάφερε μάλιστα να το αναμορφώσει ουσιαστικά, φτιάχνοντας, τον Αύγουστο του 1921, με τη βοήθεια του Ερνστ Γιούλιους Ρεμ (Ernst Julius Röhm) το NSDAP (Nationalsozialistische Deutsche Aibeiter Partei: Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα), στο οποίο συνενώνονταν τρεις φασιστικές ομάδες: Το DAP, το Γερμανικό Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα και το Σοσιαλιστικό Γερμανικό Κόμμα. Το NSDAP λεγόταν εν συντομία «Ναζιστικό κόμμα» και τα μέλη του «Ναζί» από τα αρχικά NS της πρώτης λέξης της ονομασίας του.

Γαλλικά στρατεύματα καταλαμβάνουν την βιομηχανική περιοχή του Ρουρ.
H κατάληψη του Ρουρ.
Το 1923, ενώ τον προηγούμενο χρόνο, με συνταγματική τροπολογία, η προεδρική θητεία του είχε παραταθεί ως το 1925, ο Εμπερτ ως πρόεδρος της Δημοκρατίας κλήθηκε να αντιμετωπίσει νέο σοβαρό πρόβλημα. Λόγω της ασυνέπειας της Γερμανίας ως προς τη δόση των πολεμικών αποζημιώσεων που η Συνθήκη των Βερσαλλιών την είχε υποχρεώσει να καταβάλει, η Γαλλία και το Βέλγιο κατέλαβαν την περιοχή του Ρουρ, το σημαντικότερο κέντρο βιομηχανιών και ορυχείων της χώρας. Οι γερμανοί εργάτες απάντησαν κηρύσσοντας γενική απεργία στην περιοχή του Ρουρ. Οι συνδυασμένες συνέπειες από την κατάληψη και την απεργία υπήρξαν εξαιρετικά επώδυνες για τη χώρα και προκάλεσαν βαθιά οικονομική και πολιτική κρίση. Εκατομμύρια εργαζόμενοι έμειναν χωρίς δουλειά και ο πληθωρισμός έφτασε σε τρομακτικά ύψη. Τον Νοέμβριο του 1923 εκδηλώθηκε στο Μόναχο το λεγόμενο «πραξικόπημα της μπιραρίας» (μια μπιραρία ήταν το αρχηγείο της κίνησης), όταν ο Αδόλφος Χίτλερ και οι οπαδοί του επιχείρησαν να καταλάβουν την εξουσία στη Βαυαρία. Το πραξικόπημα τελικά κατεστάλη αφού η αστυνομία σκότωσε 16 διαδηλωτές, οπαδούς του Χίτλερ, αλλά άνοιξε ο δρόμος προς την εξουσία για τον Χίτλερ.
Το πραξικόπημα της μπυραρίας!
Η 9η Νοεμβρίου 1923, έμεινε στη γερμανική ιστορία ως η μέρα του "πραξικοπήματος της μπυραρίας", της πρώτης προσπάθειας των ναζί να στασιάσουν ενάντια στην κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και να καταλάβουν την εξουσία. Το εν λόγω πραξικόπημα απέτυχε λόγω της σθεναρής αντίστασης μιας χούφτας ανθρώπων, που έδρασαν αποφασιστικά την κατάλληλη ώρα και είχε σαν αποτέλεσμα τη σύλληψη του συνόλου σχεδόν της ηγεσίας του ναζιστικού κόμματος. Παρ’ όλα αυτά, η δίκη των στασιαστών έδωσε στον Χίτλερ και τους υπόλοιπους ναζί τον άμβωνα που αποζητούσαν για να διαφημίσουν τις ιδέες τους σε εθνικό επίπεδο και να πετύχουν έτσι μια δυσανάλογη, για το μέγεθος του κόμματός τους, προπαγανδιστική νίκη.
Ο στρατάρχης Λούντεντορφ.
Οι μπυραρίες στις μεγαλύτερες πόλεις της νότιας Γερμανίας αποτελούσαν μέρη συγκέντρωσης για μπυροποσία, αλλά και ανταλλαγή πολιτικών απόψεων και σημεία διεξαγωγής πολιτικών συγκεντρώσεων, παράδοση που συνεχίζεται ακόμα και σήμερα. Μια από τις μεγαλύτερες μπυραρίες του Μονάχου ήταν η Μπεργκερμπρόικελερ, όπου και πραγματοποιήθηκε το πραξικόπημα του Μονάχου το 1923.  Στην περίοδο μετά τον Α΄ Π.Π. και την ήττα της Γερμανίας, δημιουργήθηκαν κάποια ακροδεξιά κόμματα από πρώην αξιωματικούς και στρατιώτες, που δεν είχαν χωνέψει την ήττα και είχαν διάφορες ρεβανσιστικές απόψεις, ανταγωνίζονταν το ένα το άλλο, αλλά τα ένωνε το σφοδρό μίσος για τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Ο Χίτλερ, από το 1919, είχε λάβει εντολή από τον στρατάρχη Λούντεντορφ (Erich Friedrich Wilhelm Ludendorff) να διεισδύσει στο μικρό τότε κόμμα των Γερμανών εργατών και μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα είχε καταφέρει να γίνει ο ηγέτης του. Στις 27/9/23, ο Χίτλερ ανακοίνωσε ότι θα πραγματοποιούσε 14 μαζικές πολιτικές συγκεντρώσεις ενάντια στην κυβέρνηση και σαν απάντηση ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας, φον Κνίλινγκ, κήρυξε το κρατίδιο σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και διόρισε μια τριανδρία, που αποτελούνταν από τους φον Καρ, φον Λόσοβ και φον Σάϊσερ, ως υπεύθυνους για την τήρηση της τάξης. Στην πραγματικότητα ο φον Καρ, φανατικός μοναρχικός και εχθρός της Βαϊμάρης, πριν την επιλογή του στην τριανδρία συνομιλούσε καθημερινά με τον Χίτλερ περί σεναρίων ανατροπής της τάξης.
Στις 8/11, ο φον Καρ είχε οργανώσει μια πολιτική ομιλία στην μπυραρία Μπέργκερμπροϊ, όπου θα απευθυνόταν σε ένα κοινό 3.000 ατόμων. Στην ομιλία θα παρίστατο και όλη η πολιτική ηγεσία της Βαυαρίας μαζί με τους υπόλοιπους δύο της τριανδρίας. Ο Χίτλερ απλώς ζούσε για τέτοιες στιγμές και σε χρόνο μηδέν αποφάσισε την εισβολή στην μπυραρία, τη σύλληψη όλων και την κήρυξη εθνικιστικής επανάστασης. Ταυτόχρονα, ομάδες των S.A. θα καταλάμβαναν κτήρια-κλειδιά του Μονάχου και θα κινητοποιούσαν τους σπουδαστές της ακαδημίας αξιωματικών πεζικού για την κατάληψη άλλων αντικειμενικών στόχων. Όντως, το βράδυ της 8ης, 600 φαιοχίτωνες περικύκλωσαν τη μπυραρία, έστησαν ένα πολυβόλο στην είσοδο και ο Χίτλερ με καμιά 20ριά άτομα εισέβαλαν στην αίθουσα και με σπρωξιές άνοιξαν δρόμο στο πλήθος και έφτασαν στην εξέδρα. Εκεί, ο Χίτλερ πυροβόλησε στον αέρα, ανέβηκε σε μια καρέκλα και ανακοίνωσε την κήρυξη της επανάστασης, τη δημιουργία νέας κυβέρνησης και την επιτυχημένη κατάληψη των στρατώνων της αστυνομίας και του στρατού (πράγμα που δεν ίσχυε).
Γκέρινγκ.
Με το που τελείωσε την ανακοίνωσή του, άφησε τον Γκέρινγκ (Hermann Wilhelm Göring) να εξηγήσει τους λόγους της στάσης και με την απειλή περιστρόφου οδήγησε την τριανδρία σε ένα παρακείμενο δωμάτιο, όπου απαίτησε την υποστήριξή τους στο πραξικόπημα, ειδάλλως θα εκτελούνταν επί τόπου. Ο φον Καρ αρνήθηκε να συμμορφωθεί, αλλά εκείνη τη στιγμή έφτασε στην μπυραρία και ο φον Λούντεντορφ, που πήγε αμέσως στο δωμάτιο που κρατούνταν οι τρεις και έκανε έκκληση στην αίσθηση του καθήκοντός τους και τους έπεισε να δώσουν τη συγκατάθεσή τους έστω και διστακτικά. Στο μεταξύ, ο Χίτλερ είχε γυρίσει στο αμφιθέατρο, όπου έβγαλε έναν αυθόρμητο λόγο που μέσα σε δευτερόλεπτα άλλαξε τη διάθεση των συγκεντρωμένων. Ο Α. Μύλλερ, καθηγητής ιστορίας στο παν/μιο του Μονάχου, έγραψε αργότερα πως: «Ποτέ στη ζωή μου δεν ήμουν μάρτυς μιας τέτοιας πλήρους μεταβολής της διάθεσης του πλήθους μέσα σε λίγα λεπτά. Είχε κάτι από χόκους πόκους, σαν να τους είχε κάνει μάγια». Ο λόγος του Χίτλερ τελείωσε με τα λόγια: «Ή η γερμανική επανάσταση θα αρχίσει σήμερα και το αύριο θα μας βρει με μια πραγματική εθνικιστική κυβέρνηση στη Γερμανία, ή θα μας βρει νεκρούς πριν την αυγή». Ένα εκκωφαντικό παραλήρημα ιαχών ακολούθησε, σείοντας ολόκληρη την αίθουσα, αλλά και τους δρόμους γύρω απ’ αυτήν.
Το βράδυ χαρακτηρίστηκε από ταραχές και ασάφεια αφού κυβερνητικοί παράγοντες, και μονάδες του στρατού, δεν είχαν ακόμη αποφασίσει με ποιους να ταχθούν. Το πρωί αποφασίστηκε να συλλάβουν όλο το δημοτικό συμβούλιο του Μονάχου ως ομήρους, αλλά γρήγορα ο Χίτλερ συνειδητοποίησε πως το πραξικόπημα είχε βαλτώσει, καθώς οι κινηματίες δεν ήξεραν τι να κάνουν και εξέταζαν το ενδεχόμενο να τα παρατήσουν.
Τότε ο φον Λούντεντορφ διέταξε να γίνει πορεία μέσα στο Μόναχο, με κατεύθυνση το υπουργείο Άμυνας, όπως και έγινε, με 2.000 άτομα να παρελαύνουν σε αραιό σχηματισμό. O φον Λούντεντορφ πίστευε ότι λόγω της φήμης του αλλά και των σχέσεών του με την Εξουσία κανείς δεν θα τολμούσε να τους αντιταχθεί. Μπροστά στο κτήριο Φελντχερενχάλε,  βρέθηκαν αντιμέτωποι με 100 οπλισμένους αστυνομικούς, αντάλλαξαν πυροβολισμούς, με αποτέλεσμα τον θάνατο 16 ναζί και 4 αστυνομικών, αλλά και τον τραυματισμό του Χίτλερ, του Γκέρινγκ και άλλων και τη διάλυση της πορείας. Το πραξικόπημα είχε τελειώσει άδοξα. Ο άνθρωπος που σταμάτησε τους  στασιαστές ήταν ο Φραντς Ματ, υπουργός Παιδείας της Βαυαρίας, ο οποίος απουσίαζε από την ομιλία στην μπυραρία και αποφασιστικά επικοινώνησε με τα αστυνομικά τμήματα και τον στρατό, δίνοντας οδηγίες στον κρατικό μηχανισμό για κατάπνιξη της στάσης πριν οι πραξικοπηματίες προλάβουν να παρέμβουν.
Η ηγεσία του πραξικοπήματος της μπυραρίας σε αναμνηστική φωτογραφία.
Στη δίκη-παρωδία για εσχάτη προδοσία, που έγινε μετά τη σύλληψη του Χίτλερ και των υπόλοιπων στασιαστών, ο Λούντεντορφ αθωώθηκε γιατί δήλωσε πως βρέθηκε εκεί κατά λάθος, οι Ε. Ρεμ και Β. Φρικ αφέθηκαν ελεύθεροι αν και είχαν κριθεί ένοχοι, ενώ ο Χίτλερ και ο Ες καταδικάστηκαν σε 5 χρόνια εγκλεισμού σε φρούριο, από τα οποία θα εξέτιαν τελικά 8 μήνες. Αυτή ήταν μια ιδιόμορφη ποινή, για άτομα που ο δικαστής έκρινε πως είχαν έντιμα αν και εσφαλμένα κίνητρα, που απέκλειε τα καταναγκαστικά έργα και προέβλεπε άνετα κελιά και καθημερινές επισκέψεις για τους κρατουμένους.
Για τον Χίτλερ, το πραξικόπημα, παρότι απέτυχε, του έδωσε τη δυνατότητα πρόσβασης σε εθνικό πλέον ακροατήριο και τον έκανε να συνειδητοποιήσει ότι για να κερδίσει την καρδιά του μέσου Γερμανού έπρεπε τα πάντα να συμβαίνουν υπό μία επίφαση νομιμότητας. Το 1933, ένας ακόμα συνδυασμός συντηρητικών-μοναρχικών-εθνικιστών, που θα προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει τον Χίτλερ για τους δικούς του σκοπούς, θα έφερνε το ναζιστικό κόμμα στην εξουσία, όταν ο φον Πάπεν θα καλούσε τον Χίτλερ να σχηματίσει νόμιμη κυβέρνηση.
 Ο Υπερπληθωρισμός: όταν έκαιγαν μάρκα αντί για ξύλα!
Ο υπερπληθωρισμός της δεκαετίας του 1920, με τις τιμές των καταναλωτικών προϊόντων να διπλασιάζονται κάθε 24 ώρες, αποτελούσε επίπτωση της προσπάθειας της Κεντρικής Τράπεζας να εξυπηρετήσει το χρέος της χώρας, που είχε προκύψει εν μέρει από τις αποζημιώσεις προς τα κράτη της Αντάντ μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο υπερπληθωρισμός της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Τον Ιανουάριο του 1923, με τα γεγονότα στη βιομηχανική «καρδιά» της Γερμανίας, το Ρουρ η οικονομία της εκτροχιάστηκε και πάλι. Το δολάριο εκτινάχτηκε στα 49.000 μάρκα. Τρεις μήνες αργότερα άγγιζε τις 760.000 μάρκα. Τον Αύγουστο του 1923 με ένα δολάριο αγόραζες 4.860.000 μάρκα. Τον Σεπτέμβριο 53 εκατομμύρια. Στις 3 Οκτωβρίου 1923, η ισοτιμία είχε φτάσει στα 440 εκατ. μάρκα, στις 11 του ίδιου μήνα στα 5 δισ. και στις 22 στα 42 δισ. Τον Νοέμβριο του 1923, στο αποκορύφωμα του υπερπληθωρισμού, με ένα δολάριο αγόραζες 420 δισ. μάρκα. Το νόμισμα μπορούσε να εξευτελιστεί μέσα σε λίγες ώρες. Η κεντρική τράπεζα τύπωνε ακόμα και χαρτονομίσματα των 100 τρισ. μάρκων. Στα τέλη του 1923, ένα λίτρο γάλα κόστιζε στη Γερμανία 26 δισ. μάρκα, ενώ μία φραντζόλα ψωμί έφθανε τα 105 δισ. Τα καθημερινά ψώνια απαιτούσαν ένα καροτσάκι γεμάτο χαρτονομίσματα, ενώ ήταν ευκολότερο για τους εμπόρους να ζυγίζουν το αντίτιμο των προϊόντων, παρά να μετρούν τα χιλιάδες χαρτονομίσματα. Ο υπερπληθωρισμός είχε καταστρεπτικές συνέπειες για την εσωτερική συνοχή της πρώτης γερμανικής δημοκρατίας. Τα μεσαία στρώματα, που αγοράζοντας κρατικά ομόλογα είχαν στηρίξει την πολεμική προσπάθεια, είδαν τις περιουσίες τους να εξανεμίζονται. Η εργατική τάξη τα μεροκάματά της να εκμηδενίζονται, όπως άλλωστε διαπίστωσαν και για τις απολαβές τους οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι όλοι οι επαγγελματίες.
Στις αρχές του 1923 οι νοικοκυιρές έκαιγαν μάρκα αντί για ξύλα!
Τον Απρίλιο του 1925 ψηφίζεται και στις 12 Μαΐου ορκίζεται και διαδέχεται τον Φρίντριχ Έμπερτ ως Πρόεδρος του Γερμανικού Ράιχ, ο υπερήλικας Πάουλ φον Χίντενμπουργκ (Paul von Hindenburg)Ήταν βαθιά μοναρχικός και, συνεπώς, έβλεπε την Δημοκρατία της Βαϊμάρης με έντονο σκεπτικισμό, αλλά ήταν και ακόμη βαθύτερα αντικομουνιστήςθιασώτης της λεγόμενης θεωρίας της Dolchstosslegende (Dolchstoss = μαχαιριά, Legende = θρύλος), βάσει της οποίας ο γερμανικός στρατός δεν νικήθηκε στον πόλεμο, αλλά απλά δέχθηκε «μαχαιριά στην πλάτη» από τους επαναστάτες του Νοεμβρίου μέσω της ανακωχής, την οποία συμφώνησαν με τον εχθρό.
Η δημοκρατία της Βαϊμάρης κατόρθωσε να επιζήσει από το 1924 μέχρι 1929 αποκλειστικά με δανεικά, τα δε χρήματα για τις αποζημιώσεις του Α'  Παγκοσμίου πολέμου δανείστηκε από τις ΗΠΑ. Αυτη η "δανειακή Πυραμίδα" κατέρρευσε με την κρίση του 1929. Τα χρήματα των δανείων των ΗΠΑ είχαν εξαφανιστεί, η ζημιά για τις ΗΠΑ τεράστια, οι συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία καταστροφικές. Οι ΗΠΑ ήταν ο μεγαλύτερος πιστωτής της Γερμανίας και το γερμανικό χρέος ήταν εκφρασμένο σε δολάρια. Από τη δεκαετία του '20 η κυβέρνηση είχε δανειστεί τεράστια ποσά από το εξωτερικό ώστε να εξυπηρετήσει τις αποζημιώσεις σε Γαλλία και Βρετανία.
O Καγκελάριος της Πείνας- Heinrich Brüning!
Η ξένη πίστωση χρηματοδότησε επίσης την "γερμανική ακμή" στα τέλη της δεκαετίας του 1920- την προσωρινή οικονομική άνθηση που εμφάνισε η Γερμανική οικονομία μετά τον υπερπληθωρισμό του 1923.
Η φούσκα έσκασε όταν οι αμερικανικές χρηματοπιστωτικές αγορές κατέρρευσαν το 1929. Οι Αμερικανοί επενδυτές και οι τράπεζες χτυπήθηκαν, έχασαν την αυτοπεποίθησή τους και μείωσαν τα ρίσκα που έπαιρναν και ειδικά τις επενδύσεις τους σε ευρωπαϊκά κεφάλαια. Η "απόσυρση του δολαρίου" από τη Γερμανία, ειδικά από τα αποθεματικά των τραπεζών, οδήγησε στην σύντομη εξάντληση των νομισματικών αποθεματικών της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας. Για να αποκτήσει δολάρια η Γερμανία έπρεπε να μετατρέψει το τεράστιο έλλειμμά της σε πλεόνασμα. Χωρίς ρευστότητα δολαρίων απ’ έξω, ο μόνος τρόπος να καταφέρει η κυβέρνηση να αλλάξει την κατάσταση ήταν ο αποπληθωρισμός μισθών και κόστους. Τον Μάρτιο του 1930, ο Πρόεδρος της Γερμανίας Hindenburg - όπως το Σύνταγμα της Βαϊμάρης επιτρέπεται - διορίζει καγκελάριο τον Χάινριχ Μπρύνινγκ (Heinrich Brüning)Μέσα σε δύο χρόνια, ο Brüning περίκοψε τις δαπάνες κατά 30%, αύξησε τους φόρους, μείωσε τους μισθούς και τις δαπάνες κοινωνικής πρόνοιας. Το καθαρό ΑΕΠ έπεσε κατά 8% το 1931 και κατά 13% ένα χρόνο μετά, η ανεργία αυξήθηκε κατά 30% και το κεφάλαιο συνέχισε να βγαίνει εκτός συνόρων. Οι προϋπολογισμοί έγιναν πλεονασματικοί σε αντίθεση με το τεράστιο έλλειμμα των προηγούμενων ετών.
Τέθηκε σε εφαρμογή ένα σχέδιο οικονομικής λιτότητας, το οποίο περιόριζε τις κρατικές δαπάνες και έριχνε μισθούς και πιστώσεις (οι δημόσιοι λειτουργοί απώλεσαν εκείνα τα χρόνια 19-23% του εισοδήματός τους). Φόροι παντού. Στον καπνό, στη μπύρα, στο νερό, στα αναψυκτικά. Οι τιμές άρχισαν να πέφτουν δραστικά, χωρίς όμως αυτό να προκαλεί οικονομική ανάπτυξη (τα αγροτικά προϊόντα υποχώρησαν κατά 57,5% από το 1926). Τα πράγματα χειροτέρεψαν δραματικά με την πιστωτική κρίση των γερμανικών τραπεζών και την υποτίμηση του νομίσματος από τους Βρετανούς- αληθινή «ταφόπλακα» των γερμανικών εξαγωγών.
Χάινριχ Μπρύνινγκ.
Ο Heinrich Brüning όμως παρέμενε πιστός στην οικονομική ορθοδοξία της μη υποτίμησης και της περαιτέρω σύνδεσης με τον «κανόνα του χρυσού». Ακόμη περισσότερο, σε «θεσμικό» επίπεδο όταν το Ράιχσταγκ απέρριψε το σκληρό οικονομικό πακέτο, ο Brüning- σε συνεργασία με τον Πρόεδρο Hindeburg- και παρά την εκλογική του αποτυχία (που ωφέλησε αντίθετα ναζιστές και κομμουνιστές), επικαλούμενος το άρθρο 48 περί εκτάκτου ανάγκης (Notverordnung)  συνέχισε την πολιτική του, εξαθλιώνοντας περαιτέρω τα μεσαία και κατώτερα στρώματα. Ο Brüning επινόησε τον όρο «αυθεντική (ή αυταρχική) δημοκρατία"-("authoritative or authoritarian democracy") για να περιγράψει αυτή τη μορφή της διακυβέρνησής του, με βάση τη ..."συνεργασία" του προέδρου και του κοινοβουλίου.  Η βολή στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης λοιπόν εκτοξεύτηκε πρώτα από τον εν λόγω Καγκελάριο, ακριβώς στην προσπάθεια του να περάσει μέτρα που δεν μπορούσαν να «λειτουργήσουν». Ο δρόμος για τον Χίτλερ άνοιξε διάπλατα.
Αλλά δεν υπήρχαν αρκετά δολάρια στις αγορές. Το 1930 το αμερικανικό Κογκρέσο εφάρμοσε "νόμο προστατευτισμού": τον περιβόητο νόμο Smoot-Hawley που αύξησε σημαντικά τους δασμούς σε μια σειρά από εισαγόμενα προϊόντα. Η πληγή για τις Γερμανικές εξαγωγές ήταν καταστρεπτική. Η κατάσταση δεν βελτιώθηκε ούτε όταν ο αμιρακανος πρόεδρος Χούβερ πρότεινε χρεoστάσιο ενός έτους στο εξωτερικό χρέος της Γερμανίας. Το χρεοστάσιο βρήκε αντίθετη τη Γαλλία που επέμενε να λαμβάνει τις αποζημιώσεις. Όταν τελικά το Αμερικανικό Κογκρέσο υπερψήφισε το χρεοστάσιο, τον Δεκέμβριο του 1931, ήταν πολύ αργά.
Το καλοκαίρι του 1931 οι γερμανικές τράπεζες πτώχευαν προκαλώντας όχι μόνο πιστωτική κρίση αλλά και τεράστια πακέτα διάσωσης των μεγαλύτερων τραπεζών. Οι τράπεζες έπρεπε να κλείσουν και η κυβέρνηση κήρυξε πτώχευση. Το χρεοστάσιο του Χούβερ και η πολιτική δημοσιονομικής επέκτασης του διάδοχου του Μπρούνινγκ, Φον Πάπεν, ήρθε πολύ αργά: τα λουκέτα και η ανεργία αυξάνονταν με τους Ναζί να κερδίζουν έδαφος.
Οι Ναζί στην εξουσία!
Την άνοιξη του 1932 έγιναν προεδρικές εκλογές. Υποψήφιος προτάθηκε πάλι ο Χίντενμπουργκ. Οι σοσιαλδημοκράτες τον υποστήριξαν δηλώνοντας πως η εκλογή του Χίντενμπουργκ θα σώσει τάχα τη χώρα από το φασισμό. Οι φασίστες είχαν υποψήφιο τον Χίτλερ και το γερμανικό εθνικό λαϊκό κόμμα τον Ντίστερμπεργκ. Υποψήφιος του κομμουνιστικού κόμματος ήταν ο Ερν. Τέλμαν. Οι κομμουνιστές κατέβηκαν στις εκλογές με το σύνθημα: «Οποιος ψηφίζει Χίτλερ ψηφίζει πόλεμο!». Επειδή κανένας υποψήφιος δε συγ­κέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία, γι' αυτό στις 10 Απρίλη έγιναν πάλι εκλογές. Εκλέχτηκε ο υποψήφιος που στήριζε η σοσιαλδημοκρατία, ο Χίντενμπουργκ.
Χίντενμπουργκ.
Με πρόταση του Χίντενμπουργκ στις 30 Μάη, η κυβέρνηση του Μπρούνιγκ παραιτήθηκε. Την καινούρια κυβέρνηση τη σχημάτισε ο Φραντς φον Πάπεν (Franz von Papen), που αύξησε πρώτα πρώτα τη φορολογία και μείωσε δραστικά τα κονδύλια για την κοινωνική ασφάλιση. Ταυτόχρονα οι ιδιοκτήτες των μονοπωλίων επιχορηγήθηκαν με εκατομμύρια μάρκα. Τον Ιούλη του 1932 η κυβέρνηση του φον Πάπεν διέλυσε το Ράιχσταγκ και κατάργησε τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας. Το Κομμου­νιστικό Κόμμα παίρνοντας υπόψη την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, πρό­τεινε στην ηγεσία του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος να κηρυχθεί γενική απερ­γία διαμαρτυρίας. Αλλά οι ηγέτες των σοσιαλδημοκρατών απόρριψαν την πρόταση των κομμουνιστών και μάλιστα τους κατηγόρη­σαν για «πρόκληση». Οι σοσιαλδημοκράτες ματαίωναν με όλα τα μέσα κάθε εκδήλωση επαναστατικής πρωτο­βουλίας των μαζών.
Οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας απέτρεπαν τους εργάτες από τις απεργίες, έριξαν μάλιστα και το σύνθημα: Στις συνθήκες της κρίσης είναι εγκληματικό να διεξάγονται απεργίες, γιατί αυτό οδηγεί στην ακόμα μεγαλύτερη μείωση της παραγωγής. Υποστηρίζοντας τα αντιδραστικά αντεργατικά μέτρα των αστικών κυβερνήσεων, δήλωναν ότι αυτό πρέπει να γίνει εν ονόματι του «μικρότερου κακού», δηλαδή για να αποτραπεί ο φασισμός ή ο «ριζοσπαστισμός από τα αριστερά». Στην πραγματικότητα, όμως, η γραμμή συνεργασίας με την αστική τάξη οδηγούσε από τη μια παραχώρηση στην αντίδραση στην άλλη, στην παραίτηση από τον αποφασιστικό αγώνα κατά της επίθεσης του φασισμού, στρώνοντας ουσιαστικά το δρόμο για την επιβολή του.
Στις εκλογές για καινούριο Ράιχσταγκ που έγιναν στις 31 Ιούλη, το Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα του Χίτλερ πήρε 13,7 εκατ. ψήφους και έβγαλε 230 βουλευτές. Τα πιο πολλά από τα παλαιά αστικά κόμματα είχαν μεγάλες απώλειες. Το Κομμουνιστικό Κόμμα, παρά την τρομοκρατία, συγκέντρωσε 5,3 εκατ. ψήφους και πήρε 89 έδρες και το Σοσιαλδημοκρατικό 8 εκατ. περίπου ψήφους και 133 έδρες. Οι χιτλερικοί διεκδίκησαν να τους δοθεί η κυβερνητική εξουσία.
Το Νοέμβρη του 1932 έγιναν καινούριες βουλευτικές εκλογές που έδειξαν πως το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε αυξήσει ακόμη πιο πολύ την επιρροή του. Πήρε 6 εκατ. περίπου ψήφους. Οι κομμουνιστές και οι σοσιαλδημοκράτες είχαν τώρα μαζί στο Ράιχσταγκ 221 έδρες, ενώ το κόμμα του Χίτλερ είχε χάσει 2 εκατ. ψήφους και οι έδρες του από 230 περιορίστηκαν σε 196. Οι εθνικοσοσιαλιστές έχασαν και στις εκλογές για τα τοπικά όργανα αυτοδιοίκησης.
 Πάπεν και Σλάιχερ.



Η κυβέρνηση του Πάπεν παρά τις αντιδραστικές προσπάθειές της δεν κατόρθωσε να εξασθενίσει το ταξικό εργατικό κίνημα και γι' αυτό άρχισε έντονα να καλλιεργείται στους κόλπους της αστικής τάξης  η λύση του Χίτλερ στην κυβέρνηση. Έτσι δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη που στις 19 Νοεμβρίου 1932 o Πρόεδρος  Χίντενμπουργκ έλαβε μήνυμα υπογραμμένο από του ισχυρότερους βιομηχάνους του Ράιχ (Industrielleneingabe), με το οποίο του συνέστησαν να διορίσει καγκελάριο τον Αδόλφο Χίτλερ.
Στις 17 Νοέμβρη ο Πάπεν παραιτήθηκε και καγκελάριος έγινε ο στρατηγός Κουρτ φον Σλάιχερ (Kurt von Schleicher). 
Ο Σλάιχερ κατάρ­γησε μερικά από τα πιο μισητά έκτακτα διατάγματα του Πάπεν, αλλά ούτε αυτός πέ­τυχε να εκτονώσει το εργατικό, λαϊκό κίνημα. Τις πρώτες μέρες του Γενάρη του 1933 στην Κολονία, στο σπίτι του τραπεζίτη Σρέντερ, συναντήθηκαν οι ιδιοκτήτες μονοπωλίων, Φέγκλερ, Κίρντορφ, Τίσεν και Σρέντερ με τον Πάπεν, τον Χίντενμπουργκ και τον Χίτλερ. Στη συνάντηση αυτή λύθηκε οριστικά το πρόβλημα της παράδοσης της εξουσίας στον Χίτλερ. Στις 22 Γενάρη οι χιτλερικοί οργάνωσαν με την ανοχή της αστυνο­μίας μια προκλητική διαδήλωση μπροστά στα κεντρικά γραφεία του Κομ­μουνιστικού Κόμματος. Σε απάντηση 150.000 εργάτες του Βερολίνου με επικεφαλής τους ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος Ε. Τέλμαν, Β. Ούλμπριχτ, Ι. Σέερ και Φ. Φλόριν, πέρασαν στις 29 Γενάρη τους δρόμους του Βερολίνου διαδηλώνοντας πως είναι έτοιμοι να αποκρούσουν τους φασί­στες. Η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος πρότεινε στους ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας κοινή δράση εναντίον των χιτλερικών, αλλά οι σοσιαλδημοκράτες αρνήθηκαν.
Ο Σλάιχερ εξαναγκάστηκε σε παραίτηση στις 28 Ιανουαρίου 1933 και στις 30 Γενάρη του 1933 ο Πρόεδρος Χίντενμπουργκ διορίζει τον Χί­τλερ καγκελάριο. Ο Πάπεν έγινε αντικαγκελάριος.
Ο Πρόεδρος Χίντενμπουργκ διορίζει τον Χί­τλερ καγκελάριο.

Οι προθέσεις του Χίτλερ, γίνονται φανερές από την πρώτη συνεδρίαση του Υπουρ­γικού Συμβουλίου όπου πήραν μέρος ο Πάπεν, ο Νόιρατ, ο Φρικ και ο Γκέριγκ, και όπου πρότεινε να χτυπηθεί άμεσα το Κομμουνιστικό Κόμμα. Ο Χίτλερ ξεκαθάρισε το σχέδιο του: «Μπορούμε, αφού συντρίψουμε το Κομμουνιστικό Κόμμα, να περιορίσουμε τον αριθμό των ψήφων του στο Ράιχσταγ και έτσι να πάρουμε εκεί την πλειοψηφία». Ο Χίτλερ διαλύει την βουλή και προκηρύσσει εκλογές για τις 5 Μαρτίου.
Στις 20 Φεβρουαρίου 1933, λίγο πριν τις γερμανικές εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933, μετά από πρόσκληση του Γκέρινγκ, περίπου 25 από τους μεγαλύτερους βιομηχάνους της Γερμανίας, μαζί με τον Σαχτ (σ.σ. Πρόεδρο της Τράπεζας Διεθνών Διευθετήσεων από το 1930, Διευθυντή της Τράπεζας του Ράιχ και από το 1934 Υπουργό Οικονομικών των Ναζί), συναντήθηκαν στο Βερολίνο. Στη συνάντηση αυτή ο Χίτλερ ανακοίνωσε την πρόθεση των Ναζί να αποκτήσουν τον ολοκληρωτικό έλεγχο της Γερμανίας, να διαλύσουν το κοινοβουλευτικό σύστημα, να κτυπήσουν κάθε αντιπολίτευση με βία και να αποκαταστήσουν τη δύναμη της Βέρμαχτ. Είπε μάλιστα πως «οι εκλογές της 5ης Μαρτίου θα είναι οι τελευταίες για τα επόμενα δέκα χρόνια, ίσως μάλιστα και για τα επόμενα εκατό χρόνια». Μεταξύ των παρευρισκομένων ήταν ο Γουστάβος Κρουπ, επικεφαλής της πολεμικής βιομηχανίας Alfried Krupp A.G., και πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχάνων, τέσσερα ηγετικά στελέχη της I. G. Farben, ενός εκ των μεγαλυτέρων μονοπωλίων χημικών στον κόσμο, ο Αλβέρτος Βόγκλερ, επικεφαλής της United Steel Works της Γερμανίας και άλλοι επιφανείς βιομήχανοι. Η συνάντηση έληξε με τη σύσταση ειδικού ταμείου υποστήριξης των Ναζί στις επερχόμενες εκλογές του Μάρτη 1933, ύψους 3.000.000 μάρκων.

Μια φωτογελοιογραφία του 1935 στη Γερμανία που αναφέρεται στις σχέσεις του ναζιστικού κόμματος με το μεγάλο κεφάλαιο και σατιρίζει το σύνθημα του Χίτλερ: «Με ακολουθούν εκατομμύρια»!

Ο Γκαίμπελς, υπαρχηγός του Χίτλερ και πρόεδρος του γερμανικού Κοινοβουλίου, του Ράιχσταγκ, γράφει στις 31 του Γενάρη στο ημερολόγιό του: «Σε μια συνομιλία με τον Φίρερ, καθορίζουμε την κατευθυντήρια γραμμή του αγώνα ενάντια στην κόκκινη τρομοκρατία. Προς το παρόν, θέλουμε να αποφύγουμε τα άμεσα αντίποινα, πρέπει να φουντώσει πρώτα η προσπάθεια της μπολσεβίκικης επανάστασης. Μετά, στην κατάλληλη στιγμή, θα δώσουμε το αποφασιστικό χτύπημα».
Στις 24 του Φλεβάρη 1933, η αστυνομία, για πολλοστή φορά, ενεργεί εξονυχιστικές έρευνες στο κτίριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας στο Βερολίνο. Αφού το κτίριο της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος έμεινε επί βδομάδες στην κατοχή της αστυνομίας, ξαφνικά βρέθηκε σ' αυτό «βαριά ενοχοποιητικό» υλικό. Με πελώριους τίτλους, ο ναζιστικός Τύπος μιλάει για «μυστικές οδηγίες», σύμφωνα με τις οποίες πρέπει «να πυρποληθούν κυβερνητικά κτίρια, μουσεία, επαύλεις και εργοστάσια ζωτικής σημασίας».
Στις 26 του Φλεβάρη, «κατά σύμπτωση», έχουμε εμπρησμούς δημοσίων κτιρίων. Ο δράστης, που κατορθώνει πάντοτε «να διαφεύγει χωρίς να αναγνωριστεί», προσπάθησε να βάλει φωτιά στο Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας της βερολινέζικης συνοικίας Καΐλιν, στο Δημαρχείο και στην έπαυλη Μπερλίνερ Σλος.
Το Ράιχσταγκ στις φλόγες!
Η πυρκαγιά στο Ράιχσταγκ.
Αφού η «κοινή γνώμη» προθερμάνθηκε με τις πυρκαγιές της 26ης Φλεβάρη, την επομένη, 27 του Φλεβάρη, ώρα 9 μ.μ., εκδηλώνεται πυρκαγιά στο Ράιχσταγκ. «Κατά σύμπτωση» και πάλι, εκείνο το βράδυ ο επιθεωρητής του κτιρίου, μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, αφήνει όλους τους υπαλλήλους, που είχαν υπηρεσία, να φύγουν νωρίτερα. Οι δράστες, είναι ολοφάνερο, έπρεπε να μπορούν να εισδύσουν ανενόχλητοι από έναν υπόγειο διάδρομο, που βρισκόταν στο σπίτι του προέδρου της Βουλής Γκέρινγκ, και να μείνουν ασύλληπτοι. Και για τρίτη φορά «κατά σύμπτωση» ακριβώς εκείνη την ημέρα , ο Χίτλερ, ο Γκαίμπελς και ο Γκέρινγκ έμειναν στο Βερολίνο, αν και ο εκλογικός αγώνας βρισκόταν στο αποκορύφωμά του. Δεν πήραν μέρος εκείνη τη βραδιά σε καμιά προεκλογική συγκέντρωση, προφανώς για να μπορούν να δώσουν αμέσως από τον τόπο της πυρκαγιάς το σύνθημα για το κυνηγητό των κομμουνιστών και των σοσιαλδημοκρατών. Ο Χίτλερ, μάλιστα, δεν περίμενε τα αποτελέσματα της ανάκρισης του μισότυφλου Ολλανδού Βαν ντερ Λούμπε (Marinus van der Lubbe), που συνελήφθη στο Ράιχσταγκ ως ύποπτος, και δηλώνει: «Αυτό είναι ένα σημάδι απ' το θεό. Κανείς δε θα μας εμποδίσει να εξαφανίσουμε τους κομμουνιστές, με σιδερένια γροθιά».
Ο Βαν ντερ Λούμπε.
Την ίδια νύχτα ακόμα, όταν σ' ολόκληρη τη Γερμανία είχαν κιόλας συλληφθεί απ' την αστυνομία και την «Ες-Α»(SA), την ασφάλεια, πάνω από 10.000 κομμουνιστές και σοσιαλδημοκράτες, το ραδιόφωνο μεταδίδει ότι ο Βαν ντερ Λούμπε είχε μαζί του ένα βιβλιάριο μέλους του κομμουνιστικού κόμματος. Στις 29 του Φλεβάρη, μάλιστα, η εφημερίδα του Βερολίνου «Λοκάλ-Αντσάιγκερ» ανακοινώνει: «Οι δράστες του Ράιχσταγκ έχουν εκπαιδευτεί στη Ρωσία».
Στις 9 του Μάρτη, σ' ένα εστιατόριο του Βερολίνου, συλλαμβάνονται οι τρεις Βούλγαροι κομμουνιστές Γκεόργκι Ντιμιτρόφ, Βασίλ Τάνεφ και Μπλαγκόι Ποπόφ σαν συνένοχοι.
Μόλις λίγες μέρες αργότερα, διαπιστώνεται ότι ο Βαν ντερ Λούμπε είναι ένας πουλημένος στους φασίστες αγύρτης αντικομμουνιστής, που έβαλε φωτιά, μαζί με άνδρες της «Ες-Α», που το 'σκασαν έγκαιρα. Το βιβλιάριό του ως μέλους του κομμουνιστικού κόμματος είχε δήθεν κόκκινο χρώμα. Ομως, το βιβλιάριο του ΚΚΓ είναι μαύρο και του ολλανδικού κόμματος δεν είναι κι αυτό κόκκινο. Ο Λούμπε ήταν, μεν, κάποτε μέλος της κομμουνιστικής νεολαίας στην Ολλανδία, έφυγε, όμως απ' αυτήν στις αρχές Απρίλη του 1931, λόγω διαφωνιών. Στη συνέχεια, ταξίδεψε στη Γερμανία, όπου ανέπτυξε σχέσεις με το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα. Μάλιστα, όπως έγινε γνωστό, διατηρούσε ομοφυλοφιλικές σχέσεις με στελέχη των ναζί. Η οικονομική του εξάρτηση απ' αυτούς είναι ολοφάνερη. Το ότι πήγε τάχα στη Ρωσία, γι' αυτό ούτε και ο ίδιος ξέρει τίποτα.
Ο Γκεόργκι Ντιμιτρόφ απευθύνεται στο δικαστήριο, την τελευταία μέρα της δίκης της Λειψίας.
Στη δίκη για τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ, το φθινόπωρο του 1933 στη Λειψία, το ψέμα για τους κομμουνιστές εμπρηστές ξεσκεπάζεται ολοκληρωτικά. Ο επιφανής ηγέτης της διεθνούς εργατικής τάξης Γκεόργκι Ντιμιτρόφ αποδείχνει, με απόλυτη ακρίβεια, ότι οι ίδιοι οι εθνικοσοσιαλιστές έβαλαν τη φωτιά στο κτίριο της Βουλής. Από κατηγορούμενος γίνεται κατήγορος. Μετά και από την κινητοποίηση της παγκόσμιας δημοκρατικής κοινής γνώμης, το δικαστήριο υποχρεώνεται να αθωώσει τους κατηγορούμενους κομμουνιστές.
Σε θάνατο καταδικάστηκε, όμως, ο Βαν ντερ Λούμπε, που η εκτέλεσή του έγινε μερικές βδομάδες αργότερα. Την ίδια τύχη είχε και ο αρχηγός της «Ες-Α» (SA) Καρλ Ερνστ, που, ολοφάνερα, κάτω από την καθοδήγησή του, εκτελέστηκε η εντολή της ναζιστικής καθοδήγησης. Στις 30 του Ιούνη 1934, από αφορμή το «πραξικόπημα του Ρεμ», δολοφονείται κι αυτός. Οι νεκροί δε μιλούν!
Ο Χίτλερ εκμεταλλεύεται στο έπακρο τη θέση του και πείθει τον πρόεδρο φον Χίντενμπουργκ να εκδώσει το "Διάταγμα της Εξουσιοδοτήσεως" (γερμ. Ermächtigungsgesetz), με το οποίο αναστέλλονται οι δημοκρατικές ελευθερίες που είχε επιφέρει η Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Το πλήρες και ορθό όνομα του νόμου είναι «Νόμος για την σωτηρία του λαού και του Ράϊχ, 24.03.1933». Το Κομμουνιστικό Κόμμα κηρύσσεται εκτός Νόμου, οι ηγέτες του συλλαμβάνονται, τα μέλη του διώκονται.
Έχοντας απαλλαγεί από ένα βασικό ιδεολογικό αντίπαλο, ο Χίτλερ προκαλεί νέες εκλογές το Μάρτιο του 1933, με σκοπό να αποκτήσει την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Οι εκλογές διεξάγονται με τον Χίτλερ Καγκελάριο και το αποτέλεσμα δίνει το 44% των ψήφων και 288 έδρες στο NSDAP. Έχοντας υποστηρικτή το μικρό Γερμανικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα (DNVP), οι Εθνικοσοσιαλιστές επιτυγχάνουν την απόλυτη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο (52%). Η κυριαρχία του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος αρχίζει. Θα λήξει μόνον με τον τερματισμό του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη, το Μάιο του 1945.

Αντί επιλόγου...
"Το χάος του μεταπολέμου έπληξε τους βιοτέχνες, τους εμπόρους και τους υπαλλήλους όχι λιγότερο σκληρά από τους εργάτες. Η αγροτική κρίση χαντάκωνε τους χωρικούς. Ο μαρασμός των μεσαίων τάξεων δεν σήμαινε την προλεταριοποίησή τους αφού το ίδιο το προλεταριάτο τροφοδοτούσε μια γιγάντια στρατιά από μόνιμα ανέργους. Η πτώχευση της μικρομπουρζουαζίας που δύσκολα καμουφλάρονταν με τις γραβάτες και τις κάλτσες από φυτικό μετάξι, ροκάνιζε όλες τις καθιερωμένες πεποιθήσεις και πριν απ΄ όλα το δόγμα του δημοκρατικού κοινοβουλευτισμού. Ο μεγάλος αριθμός των κομμάτων, ο ψυχρός πυρετός των εκλογών, η αδιάκοπη διαδοχή των κυβερνήσεων, περιπλέκανε την πολιτική κρίση σ΄ ένα καλειδοσκόπιο στείρων πολιτικών συνδυασμών. Μέσα στην ατμόσφαιρα την υπερθερμασμένη από τον πόλεμο, την ήττα, τις επανορθώσεις, τον πληθωρισμό, την κατοχή του Ρουρ, την κρίση, την εξαθλίωση και την απελπισία, η μικρομπουρζουαζία ορθώθηκε ενάντια σ΄ όλα τα παλιά κόμματα που την είχαν εξαπατήσει. Τα έντονα παράπονα των βουτηγμένων στη χρεοκοπία μικροϊδιοκτητών, των γιων τους πανεπιστημιακών αποφοίτων χωρίς απασχόληση και πελάτες, των άπροικων και ανύπαντρων θυγατέρων τους, απαιτούσανε τάξη και σιδερένια πυγμή.
Η σημαία του εθνικοσοσιαλισμού υψώθηκε από ανθρώπους που προέρχονταν από την κατώτερη και μέση διοίκηση του παλιού στρατού. Φορτωμένοι παράσημα, οι αξιωματικοί και οι υπαξιωματικοί δεν μπορούσαν να ανεχθούν ότι ο ηρωισμός τους και οι ταλαιπωρίες τους όχι μόνο πήγανε χαμένες για την πατρίδα, αλλά ούτε καν τους έδιναν ειδικά δικαιώματα στην ευγνωμοσύνη. Από εδώ γεννιόταν το μίσος τους για την επανάσταση και το προλεταριάτο. Αλλά και δεν δέχονταν να βολευτούν από τους τραπεζίτες, τους βιομήχανους, τους υπουργούς, στις μέτριες θέσεις του λογιστή, του μηχανικού, του ταχυδρομικού και του εκπαιδευτικού. Από εδώ ξεπηδούσε ο σοσιαλισμός τους. Πάνω στον Ιζέρ και κάτω από το Βερντέν είχαν μάθει να θυσιάζονται, να θυσιάζουν άλλους και να μιλάνε μια γλώσσα διαταγών που επιβαλλόταν στους μικροαστούς των μετόπισθεν. Έτσι, αυτοί οι άνθρωποι έγιναν αρχηγοί.
Στην αρχή της πολιτικής καριέρας του ο Χίτλερ ξεχώρισε ίσως μόνο επειδή είχε ισχυρότερο ταμπεραμέντο, δυνατότερη φωνή, βεβαιότερη για τον εαυτό της διανοητική μετριότητα. Δεν πρόσφερε στο κίνημα κανένα άλλο πρόγραμμα εκτός από τη δίψα της εκδίκησης ενός προσβεβλημένου στρατιώτη. Ο Χίτλερ άρχισε με παράπονα και κατηγορίες ενάντια στη Συνθήκη των Βερσαλλιών, στην ακρίβεια της ζωής, στην έλλειψη σεβασμού στους γενναίους υπαξιωματικούς, στις μηχανορραφίες των δημοσιογράφων και των τραπεζιτών της θρησκείας του Μωϋσή. Στη χώρα υπήρχαν πολλοί άνθρωποι κατεστραμμένοι, ναυαγισμένοι, με ουλές, με πρόσφατες εκχυμώσεις. Καθένας τους ήθελε να χτυπήσει τη γροθιά του στο τραπέζι. Ο Χίτλερ ήξερε να το κάνει καλύτερα από τους άλλους. Είναι αλήθεια πως δεν ήξερε πως θα θεραπεύσει το κακό. Αλλά οι διαθέσεις αντηχούσαν άλλοτε σαν διαταγή κι άλλοτε σαν προσευχή που απευθυνόταν στη σκληρή μοίρα. Όπως οι απελπισμένοι ασθενείς, οι καταδικασμένες τάξεις δεν κουράζονται να παραλλάζουν τους στεναγμούς τους, ούτε να ακούνε συμβουλές. Ολοι οι λόγοι του Χίτλερ είναι οικοδομημένοι σ΄ αυτό τον τόνο. Ο άμορφος αισθηματισμός, η έλλειψη μιας πειθαρχίας της σκέψης, η άγνοια συνδυασμένη με παρδαλόχρωμα διαβάσματα, όλα αυτά τα πλην μετασχηματίζονταν σε συν. Έδιναν στο Χίτλερ τη δυνατότητα να ενώσει στο δισάκι του ζητιάνου του εθνικοσοσιαλισμού όλα τα είδη της δυσαρέσκειας και να οδηγήσει τη μάζα εκεί όπου αυτή τον ωθούσε. Από τους αρχικούς αυτοσχεδιασμούς δεν έμεινε στη μνήμη του δημεγέρτη παρά ότι συναντούσε την επιδοκιμασία. Οι πολιτικές του σκέψεις υπήρξαν ο καρπός της ρητορικής ακουστικής. Έτσι πραγματοποιήθηκε η εκλογή των συνθημάτων. Έτσι συσσωρεύτηκε το πρόγραμμα. Έτσι από την ακατέργαστη ύλη σχηματίστηκε ο «αρχηγός».
[...]Ταπεινώνοντας το πρόγραμμα των μικροαστικών αυταπατών σε καθαρά γραφειοκρατικές μασκαράτες, ο εθνικοσοσιαλισμός ορθώνεται πάνω από το έθνος σαν η χειρότερη μορφή του ιμπεριαλισμού. Είναι απολύτως μάταιη η ελπίδα ότι η κυβέρνηση του Χίτλερ θα μπορούσε να πέσει σήμερα ή αύριο, θύμα της δικής της εσωτερικής ασυνέπειας. Ένα πρόγραμμα ήταν αναγκαίο στους νάτσηδες για να φτάσουνε στην εξουσία, αλλά η εξουσία δεν χρησιμεύει καθόλου στο Χίτλερ για να πραγματοποιήσει αυτό το πρόγραμμα. Το καθήκον του έχει υπαγορευθεί από το μονοπωλιακό κεφάλαιο. Η αναγκαστική συγκέντρωση όλων των πόρων και όλων των μέσων του λαού σύμφωνα με τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού, που είναι η πραγματική ιστορική αποστολή της φασιστικής δικτατορίας, σημαίνει την προετοιμασία του πολέμου, αυτό το καθήκον με τη σειρά του δεν ανέχεται καμιά εσωτερική αντίδραση και οδηγεί στην κατοπινή μηχανική συγκέντρωση της εξουσίας. Δεν είναι δυνατόν ούτε να μεταρρυθμιστεί ούτε να παραιτηθεί ο φασισμός. Μπορεί μόνο να ανατραπεί. Η πολιτική τροχιά του εθνικοσοσιαλισμού θα καταλήξει σ΄ αυτό το δίλημμα: πόλεμος ή επανάσταση.
[...]Αυτό το μέρος του προγράμματος που αναγγέλθηκε κιόλας ανοιχτά πριν από την άνοδο των εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία πραγματοποιείται τώρα με σιδερένια λογική μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου. Το χρονικό διάστημα που μας χωρίζει από μια νέα ευρωπαϊκή καταστροφή καθορίζεται από τον αναγκαίο χρόνο επανεξοπλισμού της Γερμανίας. Δεν πρόκειται για μήνες, αλλά δεν πρόκειται επίσης και για δεκάδες χρόνια. Μερικά χρόνια θα είναι αρκετά για να συρθεί πάλι η Ευρώπη στον πόλεμο αν ο Χίτλερ δεν εμποδιστεί έγκαιρα από τις εσωτερικές δυνάμεις της ίδιας της Γερμανίας." (Τρότσκι-2 Νοέμβρη 1933).
Πηγές:
Για το τι συνέβει την ίδια ιστορική περίοδο στην Ελλάδα διαβάστε εδώ: 
Από την Μικρασιατική Καταστροφή στην Χρεοκοπία και στον Φασισμό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: