7/5/10

Γεώργιος Καφαντάρης.

Πρωταγωνιστής της αγροτικής μεταρρύθμισης και μαχητής της Δημοκρατίας.

Ο Γεώργιος Καφαντάρης, το πρώτο από τα έξι παιδιά του Κωνσταντίνου και της Βασιλικής Καφαντάρη, γεννήθηκε στο χωριό Ανατολική Φραγκίστα Ευρυτανίας, στις 13 Οκτωβρίου 1873. Ο παππούς του Εμμανουήλ Καφαντάρης και ο πατέρας της μάνας του Ιωάννης Μηλιάς πήραν μέρος στην Επανάσταση του 1821 και διακρίθηκαν, κυρίως, στην πολιορκία του Μεσολογγίου. Έφερνε, έτσι, ο Καφαντάρης το ηρωικό πνεύμα του αγωνιστή μέσα του από προγονικές ρίζες που θα το αξιοποιήσει, πολύπλευρα, στην πολιτική του δράση.
Το πνεύμα τούτο θα επισημάνει και ο Γιώργος Θεοτοκάς, όταν θα τον γνωρίσει από κοντά, για πρώτη φορά, σε μια επίσκεψή του στο σπίτι του Καφαντάρη, συντροφιά με τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, την περίοδο της Κατοχής, γράφοντας στο Ημερολόγιά του (20 Απριλίου 1942): «Μου αρέσει στον άνθρωπο το καθαρό ρουμελιώτικο στοιχείο, που δίνει τον τόνο στη φυσιογνωμία του. Άνθρωπος του τόπου, ατόφιος, αντιπροσωπευτικός. Μεγάλη πείρα των ανθρώπων, πλατιά ευφυΐα και πατριωτισμός, που έρχεται από το Εικοσιένα. Χρήσιμος στο έθνος».
Μετά την αποφοίτησή του από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, θα διορισθεί δικηγόρος στο Μεσολόγγι το 1896. Εκεί παρέμεινε ως το 1901, οπότε συνέχισε τη δικηγορία στο Καρπενήσι.Η επικοινωνία του με τους ανθρώπους του τόπου του, αλλά, κατ' εξοχήν, η εσωτερική του παρόρμηση προς την πολιτική, τον οδηγεί στην απόφαση να μετάσχει στις εκλογές του 1902, 28 χρόνων τότε, χωρίς να εκλεγεί, πράγμα που θα πετύχει στις εκλογές του 1905. Προσχωρεί στο κόμμα του Δημητρίου Ράλλη, όπου και παρέμεινε ως το 1911, οπότε, προσχωρεί στο κόμμα των Φιλελευθέρων. Έκτοτε εκλέγεται βουλευτής Ευρυτανίας το 1906 και βουλευτής Αιτωλίας και Ακαρνανίας (1912, 1915, 1923, 1926, 1928, 1932, 1933, 1936). Εθελοντής στον πόλεμο του 1912, μετέχει στο σώμα που κατέλαβε τη Χίο, ενώ στο διάστημα 14.5.1911 - 11.3.1912 ο Βενιζέλος τού ανέθεσε τη Γενική Γραμματεία του υπουργείου Οικονομικών, αναγνωρίζοντας την ιδιαίτερη ικανότητά του να δίνει καίριες λύσεις ακόμα και σε πολύπλοκα οικονομικά προβλήματα. Με αναγνωρισμένη πια την ικανότητά του στον οικονομικό τομέα μέσα στο κόμμα των Φιλελευθέρων, θα είναι, στα 1914, ο εισηγητής του προϋπολογισμού και θ' αποτελέσει σταθμό, έναν από τους πολλούς, η αγόρευσή του στη Βουλή (14.12.1914), όπου και θα πει: "Αι παλαιαί κυβερνήσεις υπό το πρόσχημα, ότι το κεφάλαιον έχει ανάγκην ιδιαιτέρων περιποιήσεων, διά να μη φυγαδευθή, ουδέποτε εσκέφθησαν την προστασίαν της εργατικής τάξεως. Και το μεν κεφάλαιον δεν εφυγαδεύθη [...]. Εφυγαδεύθησαν όμως αι εργατικαί χείρες, που αποτελούν την δύναμιν και την ισχύν του τόπου, όχι μόνον την οικονομικήν, αλλά και την εθνικήν". Στις αρχές του 1916 εκδίδει τη «Μηνιαία Επιθεώρηση», με συνεργάτες τους Α. Μιχαλακόπουλο, Α. Διομήδη, Ι. Σοφιανόπουλο κ.ά., ενώ τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, μεταβαίνει στη Θεσσαλονίκη, όπου ο Ελευθέριος Βενιζέλος έχει συγκροτήσει την προσωρινή κυβέρνηση, που ανεγνώρισε «ντε φάκτο» η Αντάντ. Η διαφωνία και σύγκρουση του Βενιζέλου με τον βασιλιά Κωνσταντίνο και η συγκρότηση της Εθνικής Άμυνας βρήκαν σύμφωνο τον Καφαντάρη, ο οποίος, τον Απρίλιο του 1917, επικεφαλής στελεχών της Άμυνας, αντικρούει, πηγαίνοντας στην Αμερική, την αντιβενιζελική εκστρατεία των μοναρχικών και επιστρέφει στην Ελλάδα, μετά την αποχώρηση του Κωνσταντίνου (1η Ιουνίου 1917) και τη θριαμβευτική επάνοδο του Βενιζέλου στην Αθήνα. Στη Βουλή, τον Αύγουστο του 1917, στη συζήτηση για το "πολιτειακό", κυριάρχησε ο Καφαντάρης, με τη μνημειακή πράγματι αγόρευσή του. Είπε μεταξύ άλλων: "Οι κίνδυνοι που διέτρεξεν η πατρίς μας δεν προήλθον μόνο εκ του προσώπου του βασιλέως, αλλά και εκ του θεσμού της βασιλείας. Ας μην πλανώμεθα. Όπου υφίστανται βασιλείς τα λαϊκά δίκαια κινδυνεύουν".
Ο Βενιζέλος, ο οποίος θεώρησε υπερβολική την οξύτατη πολεμική του Καφαντάρη εναντίον της βασιλείας και για λόγους ισορροπιών, δήλωσε μετά το πέρας της αγόρευσης πως όσα είπε ο Καφαντάρης, "επιφανέστατον μέλος του κόμματος των Φιλελευθέρων", σε καμιά περίπτωση δεν αποτελούν την επίσημη θέση του κόμματος, πάνω στο συγκεκριμένο θέμα.Τον Ιανουάριο του 1919 ως τον Απρίλιο του 1920, αναλαμβάνει το υπουργείο Γεωργίας. Στο διάστημα αυτό θα πραγματοποιήσει βαθιές τομές στον τομέα της αγροτικής πολιτικής. Ιστορικός παραμένει ο νόμος 2052/29 Φεβρουαρίου 1920 με τον οποίο ρυθμίσθηκε το θέμα των τσιφλικιών και του οποίου υπήρξε ο εμπνευστής. Το ζήτημα της διανομής της γης σε ακτήμονες αγρότες είχε απασχολήσει και προηγούμενες κυβερνήσεις, οι οποίες δεν απετόλμησαν ό,τι ο Καφαντάρης. Στον αγώνα του για τους κολλήγους ο Καφαντάρης αφιερώθηκε με υποδειγματική συνέπεια, με αποτέλεσμα να κλονισθεί η υγεία του και να υποχρεωθεί να μεταβεί, τον Σεπτέμβριο του 1920, στη Γαλλία για θεραπεία. Ωστόσο, είχε πραγματοποιήσει την αγροτική μεταρρύθμιση, που οι ανάγκες της εποχής υπέβαλαν : Εκσυγχρονισμό και οργάνωση της γεωργικής παραγωγής, ίδρυση Ανωτέρας Γεωργικής Σχολής και Μέσων Γεωργικών Σχολών, αναδιοργάνωση των υπηρεσιών του υπουργείου, εκπαίδευση των γεωργών σε νέες μεθόδους αποδοτικότερης καλλιέργειας, κ.ά. Ο Καφαντάρης διεφώνησε με τον Βενιζέλο, όταν μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών (28 Ιουλίου 1920), αποφάσισε την προκήρυξη εκλογών τον Νοέμβριο, επιμένοντας ότι κάτι τέτοιο ενδέχεται να οδηγήσει σε περιπέτειες το έθνος, εάν οι φιλελεύθεροι χάσουν στην εκλογική αναμέτρηση, πράγμα που έγινε.
Μετά την ήττα των φιλελευθέρων ο Καφαντάρης θα φύγει στο εξωτερικό (Γαλλία - Ιταλία) και θα επανέλθει τον Σεπτέμβριο του 1922, μετά τη μικρασιατική τραγωδία και την επικράτηση του κινήματος Πλαστήρα - Γονατά. Υπουργός Δικαιοσύνης στην Κυβέρνηση Βενιζέλου (Ιαν. Φεβρ. 1924), θα υποδειχθεί ως διάδοχός του από τον Βενιζέλο, ο οποίος παραιτείται στις 4 Φεβρουαρίου, επικαλούμενος λόγους υγείας, και αναχωρεί στο Παρίσι. Η κυβέρνηση Καφαντάρη, στην οποία μετείχαν όλοι σχεδόν οι υπουργοί της προηγουμένης, ορκίσθηκε στις 6 Φεβρουαρίου. Παρ' ότι στην αγόρευσή του ετάχθη εναντίον του θεσμού της βασιλείας, υποστηρίζοντας ότι το "πολιτειακό" έπρεπε να λυθεί με δημοψήφισμα, δεν υιοθέτησε τις προθέσεις των αντιπάλων του πολιτικών, κυρίως του Α. Παπαναστασίου και ομάδας αξιωματικών, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Κονδύλης, ο Πάγκαλος και ο Αλ. Χατζηκυριάκος, που επέμεναν στην άμεση ανακήρυξη της Δημοκρατίας. "Εγκαθιδρύοντες ­ είπε ­ το οικοδόμημα της Δημοκρατίας επί σαθρών βάσεων, υπάρχει φόβος μίαν ημέραν, αργά ή γρήγορα, περισσότερον γρήγορα παρά αργά, μία πνοή ανέμου να το καταρρίψη εις σωρόν ερειπίων". Όταν, στις 6 Μαρτίου, οι συνταγματάρχες Βουτσινάς και Λάγγουρας, οι οποίοι ήσαν μέλη του Στρατιωτικού Συνδέσμου, πήγαν να συναντήσουν τον πρωθυπουργό και ως εντολοδόχοι πληρεξουσίων της Δημοκρατικής Ενώσεως, με στόχο να τον πείσουν να κηρυχθεί άμεσα έκπτωτη η Δυναστεία, ο Καφαντάρης αρνήθηκε να τους δεχθεί, δηλώνοντας ότι: "δεν είναι δυνατόν ν' αρχίσωμεν πολιτικάς συζητήσεις με τους αξιωματικούς". Κάτω από την πίεση των αντιπάλων και αναλογιζόμενος ότι η παραμονή του στην πρωθυπουργία, μπορούσε να δημιουργήσει γενικότερα προβλήματα, υπέβαλε την παραίτησή του στις 8 Μαρτίου.
Μετά την αναχώρηση του Βενιζέλου, τον θάνατο του στρατηγού Δαγκλή (9 Μαρτίου) και την απόφαση των περισσότερων στελεχών του κόμματος των Φιλελευθέρων να στηρίξουν την Κυβέρνηση Α. Παπαναστασίου, που ορκίσθηκε στις 12 Μαρτίου, ο Καφαντάρης απεχώρησε από το κόμμα και ίδρυσε (21 Μαρτίου) το κόμμα των Προοδευτικών Φιλελευθέρων. Κατά τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας από τον Θεόδωρο Πάγκαλο (26.6.1925), ο Καφαντάρης υπήρξε όπως πάντοτε, κατήγορος των δικτατορικών καθεστώτων και της ανάμειξης των στρατιωτικών στην πολιτική ζωή της χώρας. Στις τρεις κυβερνήσεις υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη (1926, Αυγούστου 1927 και 8 Φεβρουαρίου 1928), κυβερνήσεις συνεργασίας των κυριοτέρων κομμάτων, ο Καφαντάρης, ως υπουργός των Οικονομικών, κατόρθωσε, με σειρά μέτρων, να μειώσει τον πληθωρισμό, να σταθεροποιήσει την αξία της δραχμής, να περιορίσει τις άσκοπες κρατικές δαπάνες, να καταργήσει τις αργομισθίες που υπολογίζονταν σε 26.000, έτσι ώστε, για πρώτη φορά, ο προϋπολογισμός 1927-1928 να κλείσει με περίσσευμα 800 εκατ. δραχμών. Επί της υπουργίας του ιδρύθηκε το 1928 η Τράπεζα της Ελλάδος. Στο διάστημα 1928-1932 που τη διακυβέρνηση της χώρας είχε ο Βενιζέλος, ως αρχηγός των προοδευτικών ο Καφαντάρης, θ' ασκήσει οξύτατη κριτική, όπου ενόμιζε ότι κυβερνητικές αποφάσεις δημιουργούν προϋποθέσεις ανωμαλίας για τη χώρα. Έτσι όταν η Κυβέρνηση Βενιζέλου, θα φέρει στη Βουλή προς ψήφιση το Ν. 4229/1929, γνωστός ως "Ιδιώνυμο", ο Καφαντάρης θα επισημάνει τις ολέθριες επιπτώσεις του και μελλοντικά στα ατομικά δικαιώματα. Τον Δεκέμβριο του 1929, μετά την παραίτηση του Προέδρου της Δημοκρατίας Παύλου Κουντουριώτη, ο Καφαντάρης ήταν συνυποψήφιος για την προεδρία με τον Αλ. Ζαΐμη. Οι περισσότεροι πολιτικοί αρχηγοί (Παπαναστασίου, Τσαλδάρης, Ζαβιτσιάνος και Μιχαλακόπουλος), θεωρούσαν τον Καφαντάρη ως τον πλέον ενδεδειγμένο για το αξίωμα. Ο ίδιος ο Βενιζέλος σε συνομιλία του με τον Παπαναστασίου (13 Δεκεμβρίου) του είπε: "Κατέληξα εις την απόφασιν να υποδείξω τον Καφαντάρην ως Πρόεδρον Δημοκρατίας". Την επομένη, ωστόσο, ανακοίνωσε στους πολιτικούς αρχηγούς, την προτίμησή του στον Αλ. Ζαΐμη, ο οποίος και υπερψηφίσθηκε από τα δύο Νομοθετικά Σώματα την ίδια ημέρα. Αργότερα, το 1933 (Ιαν.- Μάρτ.), για ένα μικρό χρονικό διάστημα, ανέλαβε το υπουργείο Οικονομικών.
Στη δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936 αντέδρασε έντονα και δυναμικά. Στις 7 Αυγούστου 1936 πολιτικοί αρχηγοί διαφόρων κομμάτων, παρουσιάσθηκαν στον Βασιλιά Γεώργιο Β' και διαμαρτυρήθηκαν για την επιβολή του πραξικοπήματος. Όταν ο Γεώργιος Β' τους παρέπεμψε στον Μεταξά, ο Καφαντάρης του είπε: "Ο κ. Μεταξάς, Μεγαλειότατε, δεν είχε ποτέ δύναμιν να κινήση και το μικρόν δάκτυλον εναντίον των ελευθεριών του τόπου. Σεις του εξεχωρήσατε την δύναμίν σας, ιδικόν σας έργον είναι. Δι' ό,τι συμβή σεις μόνον θα είσθε υπεύθυνος. Άλλον εμείς δεν γνωρίζομεν". Με συνεχείς συναντήσεις με τους αρχηγούς των κομμάτων, ο Καφαντάρης προσπαθούσε να συντονίσει τις προσπάθειες εναντίον του καθεστώτος.Όταν διαπίστωσε πως ο συντονισμός δεν ήταν αποδοτικός αναγκάστηκε να δράσει μόνος του.
Έτσι στις αρχές Ιανουαρίου 1938 κυκλοφόρησε προκήρυξη προς τον ελληνικό λαό στην οποία ανέλυε τους λόγους για τους οποίους η δικτατορία πρέπει, το συντομότερο, ν' ανατραπεί και καλούσε σε κινητοποίηση λαό και κόμματα εναντίον της. "Δεκαεπτά έχουν παρέλθει μήνες ­ έλεγε ­ αφότου η λαϊκή κυριαρχία κατελύθη και ο ελληνικός λαός σφαδάζει υπό το πέλμα ειδεχθούς τυραννίας [...]. Η Ελλάς εβυθίσθη εις τον ζόφον, τον τρόμον και την διαφθοράν [...]. Είνε δικαίωμα, είνε υποχρέωσις των Ελλήνων η διαμαρτυρία διά το σημερινόν άγος και η άφοβος διεκδίκησις των ανθρωπίνων των δικαιωμάτων και της αναστηλώσεως του νομίμου καθεστώτος της λαϊκής κυριαρχίας". Ο δικτάτορας και οι συνεργάτες του θορυβήθηκαν από τις κινήσεις του αρχηγού των Προοδευτικών. Έτσι με απόφαση της Επιτροπής Ασφαλείας του Νομού Αττικοβοιωτίας ο Καφαντάρης εκτοπίζεται στη Ζάκυνθο. Εκεί παρέμεινε εξόριστος από τον Ιανουάριο του 1938 ως τον θάνατο του Μεταξά (Ιαν. 1941), οπότε και του επέτρεψαν να γυρίσει στην Αθήνα. Κατά την περίοδο της Κατοχής ενδιαφέρθηκε για τον επισιτισμό της ιδιαίτερης πατρίδας του Ευρυτανίας, επικοινωνούσε με ηγέτες του ΕΑΜ, στους οποίους συνιστούσε ν' αποφεύγουν τις ακρότητες, αλλά κυρίως πρωταγωνίστησε στην προσπάθεια για την αποτροπή επιστροφής του Γεωργίου Β', μετά την απελευθέρωση.
Όταν η Κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου έφθασε στην Ελλάδα, στα τέλη Οκτωβρίου 1944, ο πρωθυπουργός συνάντησε τον Καφαντάρη και αποδέχθηκε το αίτημά του, μαζί με τις άλλες ένοπλες δυνάμεις να διαλυθεί και η Ορεινή Ταξιαρχία, την οποία κατά τον αρχηγό των Προοδευτικών είχαν κατ' εξοχήν συγκροτήσει φιλομοναρχικά στοιχεία. Προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, ν' αποτρέψει τα Δεκεμβριανά, πιστεύοντας στην εθνική συμφιλίωση.Στη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε (26 Δεκεμβρίου) στο υπουργείο των Εξωτερικών, μετά την άφιξη του Τσώρτσιλ στην Αθήνα, με τη συμμετοχή Άγγλων πολιτικών και στρατιωτικών, του Γάλλου πρεσβευτή και του Σοβιετικού συνταγματάρχη Ποπώφ, του Δαμασκηνού, του Παπανδρέου και των αρχηγών των ελληνικών κομμάτων, ο Καφαντάρης θα επιρρίψει ευθύνες για το αιματοκύλισμα της Αθήνας στους Άγγλους και τον Παπανδρέου, τον οποίον κατηγορούσε διότι υποχώρησε στην πρόθεσή του να διαλυθεί η Ορεινή Ταξιαρχία.
Σε μια προσπάθεια να βρεθούν λύσεις στα αδιέξοδα που είχαν δημιουργηθεί, ο Καφαντάρης μετέχει, ως αντιπρόεδρος, στην Κυβέρνηση Θ. Σοφούλη, που ορκίσθηκε στις 21 Νοεμβρίου 1945. Θα παραιτηθεί όμως τον Μάρτιο του 1946, έπειτα από την επιμονή του πρωθυπουργού να διεξαχθούν εκλογές στις 31 Μαρτίου. Ο Καφαντάρης, με δηλώσεις του κατάγγειλε την αποδιοργάνωση του κράτους, τις διώξεις των δημοκρατικών πολιτών, τη δράση παρακρατικών οργανώσεων και φιλομοναρχικών - φιλοφασιστικών στοιχείων. Έτσι απεφάσισε το κόμμα του να μην μετάσχει στις εκλογές και με προκήρυξή του κάλεσε τον λαό «να μην προσέλθη εις τας κάλπας κάτω από τον πέλεκυν μιας φρικώδους τρομοκρατίας και μέσα εις έναν αναβρασμόν αχαλινώτων παθών». Για τους ίδιους λόγους θα καταγγείλει ως νόθο, το επικείμενο δημοψήφισμα της 1ης Σεπτεμβρίου 1946 για το «πολιτειακό». Κατήγγειλε την κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος, ότι με το δημοψήφισμα επιδιώκουν «να ανοίξουν τους ασκούς του Αιόλου, και να ρίψουν εις μίαν κρίσιν προφανώς παροξυσμού παρανοίας τον τόπον εις τον σάλον του Εμφυλίου σπαραγμού, εγκαταλειφθέντων κατ' ουσίαν ανυπερασπίστων των θεμελιωδών του Γένους συμφερόντων». Πέθανε τρεις μέρες πριν από τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, στις 29 Αυγούστου 1946. Ο αδιάκοπος αγώνας του, παρά την κλονισμένη του υγεία, η αγωνία για το μέλλον της χώρας, οι νέες δοκιμασίες του λαού που έβλεπε να διαγράφονται στον ορίζοντα, τον είχαν λυγίσει.

Του Δημήτρη Σταμέλου.

**********
Αναδημοσίευση από εδώ: Καφαντάρης Γεώργιος

Δεν υπάρχουν σχόλια: