5/6/09

Η σύλληψη του ταξίαρχου Μαρκόπουλου από τον ΔΣΕ.

Τη νύχτα της 18ης Απριλίου 1949 μονάδες του Δημοκρατικού Στρατού επιτέθηκαν στο ελλιπώς φυλασσόμενο Λιδωρίκι, ένα από τα βασικά κέντρα ανεφοδιασμού του Εθνικού Στρατού στη Στερεά. Σκοπός ήταν η αρπαγή τροφίμων, πολεμοφοδίων και φαρμάκων αλλά και η επίδειξη δύναμης, σε μια εποχή που ο ΔΣΕ έφθινε. Εκεί οι ανταρτικές δυνάμεις αιφνιδιάστηκαν, όχι από την αντίσταση των αντιπάλων τους, αλλά εξαιτίας της αναπάντεχης λείας που έπεσε στα χέρια τους: είχαν καταφέρει να συλλάβουν τον ταξίαρχο Δημήτριο Μαρκόπουλο, επικεφαλής της Στρατιωτικής Διοικήσεως Λιβαδειάς! Ο ταξίαρχος Δ. Μαρκόπουλος ήταν ένας έμπειρος στρατιωτικός με συμμετοχή στους Βαλκανικούς, στη Μικρασιατική Εκστρατεία και το Αλβανικό Μέτωπο. Είχε φτάσει εκείνο το βράδυ στο Λιδορίκι , γιά κάποια επιθεώρηση. Είδε τους αξιωματικούς του, τις πολιτικές αρχές και προσκαλέστηκε απ' τον πρόεδρο να φιλοξενηθεί στο σπίτι του . Βέβαια ο διοικητής της φρουράς του υπέδειξε να μείνει μαζί τους, στο οχυρωμένο τολ. Όμως ο ταξίαρχος από σκοπιμότητα και φιλοτιμία αρνήθηκε . Ήθελε να τονώσει το ηθικό των κατοίκων. Κατά τα γραφόμενα στη Στρατιωτική Επιθεώρηση , ο ταξίαρχος βγήκε έξω στο διάλειμμα της μάχης , στην πλατεία της πόλης , συνοδευόμενος από τρεις αξιωματικούς και δυό οπλίτες . Εκεί σκοτώνονται οι οπλίτες και ένας λοχαγός και τραυματίζονται οι άλλοι , καθώς και ο ταξίαρχος που συλλαμβάνεται . Ας δούμε τώρα τα ίδια περιστατικά , μέσα απ' το βιβλίο "Ο ΔΡΟΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΣΩΤΟΣ..." του Γιώργου Χουλιάρα - Περικλή , που ήταν και από τους πρωταγωνιστές .
"...Κοντεύει το Πάσχα . Είμαστε νηστικοί . Κάτι πρέπει να κάνουμε . Δεν πάει άλλο , κάπου πρέπει να χτυπήσουμε να βρούμε τρόφιμα , ν' ανεφοδιαστούμε πάλι γιά λίγες μέρες . Απόφαση : θα μπούμε στο Λιδορίκι. Θ' απασχολήσουμε τα φυλάκια και οι άλλοι θα μπούμε στο χωριό γιά επιμελητειακή εκμετάλλευση τώρα που ο στρατός έχει προσανατολίσει τις δυνάμεις του προς τις κορφές της Γκιώνας και στα Βαρδούσια , όπου νομίζει ότι μας έχει στριμώξει , και δεν μπορεί ποτέ να φανταστεί ότι είναι δυνατόν εμείς στην κατάσταση που βρισκόμαστε να κάνουμε τέτοιο τόλμημα , τέτοια απόπειρα .
Έτσι τα ξημερώματα στις 17 η 18 τ' Απρίλη βρεθήκαμε στις δυτικές πλαγιές της Γκιώνας κοντά στο χωριό Λευκαδίτι . Αποβραδίς ο καιρός έχει αλλάξει . Τη νύχτα άρχισε κρύο και την άλλη μέρα , πριν το μεσημέρι , μας έπιασε χιονοθύελλα . Ο τόπος δεν μας κρατάει πουθενά . Εκμεταλλευόμαστε την έλλειψη ορατότητας , και μέσα στη μαύρη πυκνή αντάρα αθέατοι μπαίνουμε στο Λευκαδίτι και καλυπτόμαστε μέσα στα κατώγια βκαι τα ισόγεια σπίτια . Στις 18 του μήνα , αφού βράδιασε , παίρνουμε το δρόμο γιά το Λιδορίκι . Περπατάω ανάμεσα στους λόχους του Γάτσιου και του Παττή . Όταν φτάσαμε κοντά στο εικονισματάκι , εκεί που στρίβει ο δρόμος γιά το χωριό , έπεσαν τα πρώτα πυρά . Οι ομάδες που έχουν προηγηθεί να πιάσουν τα υψώματα πάνω στο χωριό πήραν επαφή . Ταυτόχρονα στον επισημασμένο δρόμο από τον στρατό , 5-6 μέτρα μπροστά από μένα σκάζει ο πρώτος όλμος και τραυματίζει - στραβώνει εντελώς την Κούλα , μιά αντάρτισσα απ' το Γαρδίκι Ομιλαίων , και στη συνέχεια τραυματίζεται ο αντάρτης Σωτήρης Ρέλιας απ' το χωριό Φουρνά .Αφήνουμε το δρόμο και πέφτουμε στα πεζούλια - χωράφια . Τ' ανεβοκατεβαίνουμε προχωρώντας προς το χωριό χωρίς να συναντάμε οργανωμένη αντίσταση . Τα πυρά που απ' την αρχή ήταν περιορισμένα σιγά-σιγά αραίωσαν , κι 'οταν φτάσαμε στα ακρινά σπίτια μόνο αραιά και που έπεφτε καμιά σφαίρα . Η επιμελητειακή εκμετάλλευση , οργανωμένη και ανοργάνωτη , που έχει αρχίσει όταν έγινε αντιληπτό ότι στο χωριό δεν υπάρχουν μεγάλες δυνάμεις , συνεχίζεται .Βαδίζω σιγά-σιγά από σπίτι σε σπίτι τον ανήφορο αναγκάζοντας τους αντάρτες που έχουν σκορπίσει στα σπίτια να προχωράνε .
Σε κάποια στιγμή στέκομαι στη γωνιά ένός σπιτιού απ' όπου βγαίνουν 3-4 αντάρτες . Ήταν ο νοσοκόμος , Λαοκράτη τον φωνάζαμε και πρέπει να ήταν ίσως απ' τ' Αγρίνι , ο σύνδεσμός μου και κάνα δυό άλλοι αντάρτες . " Συναγωνιστή διοικητή " μου λέει ο πρώτος , " μέσα στο σπίτι πιάσαμε ένα μεγάλο ψάρι . " Μπροστά μου στέκεται ένας άντρας που απ' όσο μπόρεσα να διακρίνω μέσα στη νύχτα , πρέπει να ήταν μάλλον μελαχρινός , από 50-60 χρονών . Είχε ανάστημα πάνω απ' το μέτριο , ήταν γεμάτος χωρίς να ήταν καθόλου παχύς .Τον ρωτάω : " Ποιός είσαι , τι είσαι ; " Και κείνος , εκνευρισμένος και σε έντονο ύφος , μ' απαντάει : " Ποιός είσαι εσύ και πως τολμάς ν' απευθύνεις σε μένα ερωτήσεις , ποιός είμαι ; ".Σε έντονο ύφος και γω τώρα του λέω : " Είμαι αυτός που σε κρατάει αιχμάλωτο , σύνελθε και μόλα , άσε τους παλληκαρισμούς ." Εκείνος πάλι υπεροπτικά : " Με οχτώ άντρες σας έκανα αντεπίθεση αλλά τραυματίστηκα , μπήκα στο σπίτι να επιδέσω το τραύμα μου , γι' αυτό με πιάσατε ." Εγώ τώρα , απευθυνόμενος στα παιδιά , τους λέω: "Δέστε τον ."
....Μόλις τον έδεσαν κατέρρευσε . Τότε συνήλθε , κατάλαβε που βρίσκεται , άφησε το υπεροπτικό ύφος και άρχισε να μονολογεί, και όχι σαν ν' απαντάει σε μένα ." Μα πως είναι δυνατόν από το Γιδοβούνι που ήσασταν το πρωί να βρεθείτε στο Λιδορίκι απόψε ;" "Ε..του λέω , όλα γίνονται. Καμιά φορά τα πράγματα έρχονται ανάποδα απ' ό,τι κανένας τα περιμένει." Συνέχεια τον ρωτάω : "Και που είναι οι δυνάμεις τώρα ;" Είναι φανερό πως αποφεύγει να απαντήσει . "Στα..βουνά" , είπε , "εκεί γύρω στο Γιδοβούνι που σας είχαν κλεισμένους , όπως μου ανέφεραν , και περίμεναν από ώρα σε ώρα την εξόντωσή σας . Γι' αυτό και τους ενίσχυσα και με τη δύναμη που είχα στο Λιδορίκι και κράτησα κοντά μου μόνο ένα μικρό τμήμα γιά σφάλεια . Ποτέ δεν μπορούσα να φανταστώ τέτοια ανευθυνότητα από τους δικούς μου και τόση τόλμη από σας ." "Που είναι το τραύμα σας ; τον ρωτάω , είναι βαρύ , μπορείτε και περπατάτε ;"" Στο μηρό", μου απάντησε , "δεν είναι και τόσο βαρύ.".
Αυτά είπαμε πολύ γενικά και πολύ ξερά με τον Μαρκόπουλο . Τελειώσαμε , η ώρα περνάει .Γυρίζω στα παιδιά και τους λέω : Πάρτε τον και φύγετε μπροστά γιά τη διοίκηση . Στο πρώτο κατώι που θα βρείτε μουλάρι , βάλτε τον καβάλα και υπ' ευθύνη σας , μέχρι να βρείτε τη διοίκηση , δεν θα τον παραδώσετε σε κανένα άλλο ούτε και θα επιτρέψετε σε κανένα να πειράξει ούτε τον ίδιο , ούτε και τα ατομικά πράγματα που έχει απάνω του .
Τη δεύτερη μέρα μετά το Λιδορίκι , στα Σεγδιτσιώτικα Λιβάδια , κάθομαι σ' ένα γούπατο , μαζί με τη γυναίκα μου Λουκία , τον Μαρκόπουλο , τον Βραχωρίτη και δυό-τρεις άλλους συναγωνιστές . Από το πρωί σήμερα , καθώς και την προηγούμενη μέρα , η αεροπορία αλωνίζει τον ουρανό απο πάνω μας . Έρχεται , φεύγει , ξαναέρχεται , χωρίς να μας πολυβολεί . Δεν μας βρίσκει η ψάχνει μόνο να επισημάνει τις θέσεις μας γιά να ενημερώσει τα τμήματα του στρατού που έχουν αναλάβει τη δίωξή μας ν' αναπροσαρμόσουν τη διάταξή τους , ποιός ..ξέρει..Πάντως κατά το μεσημέρι ένα τμήμα στρατού , πιθανόν από κείνα που έχουν διάταξη γύρω στο 51 , κινείται από βορρά πρός νότο πάνω σ΄ένα αντέρεισμα με κατεύθυνση να καταλάβει το ύψωμα που δεσπόζει στο χώρο που βρισκόμαστε εμείς , και με την κατάληψή του θα μπαίναμε σε μειονεκτική θέση . Είμαστε όλοι αναστατωμένοι , αμέσως ένα τμήμα δικό μας , ο Βραχωρίτης , παίρνει διαταγή να τρέξει να καταλάβει το ύψωμα πριν προλάβει ο στρατός . Γρήγορα ξεκινάμε μπροστά τα στελέχη του τμήματος και άλλα στελέχη , απο κείνα που μένουν άνεργα μιά και δεν υπάρχουν άτομα να διοικήσουν , κι από κοντά συναγωνίζονται οι αντάρτες να τους φτάσουν και να περάσουν πρώτοι . Στην πορεία σχηματίζεται το τμήμα , παίρνει διάταξη και τραβάει τρέχοντας γιά το ύψωμα .Όλοι τυώρα παρακολουθούμε με αγωνία τον συναγωνισμό των δύο τμημάτων και επισημαίνουμε τις αδυναμίες στις κινήσεις τους .
Ο Μαρκόπουλος που , γιά κακή του τύχη , βρίσκεται ανάμεσά μας , έχει παρακολουθήσει από την πρώτη στιγμή τις δικές μας αντιδράσεις . Όπως φαίνεται , είναι η πρώτη φορά που του δίνεται η ευκαιρία να παρακολουθήσει , αλλά και να εκτιμήσει με γυμνό μάτι από τόσο κοντά τέτοιου είδους ενέργειες . αλλά και πέρα απ' αυτά , ποιός ξέρει άλλωστε τι σκέψεις κάνει και γιά τη δική του τύχη από την πετυχημένη η μη έκβαση της ενέργειας του τμήματός του , κι έτσι συγκάθεται στον τόπο του. Σε μιά στιγμή , όταν πιά έχει πειστεί ότι το τμήμα του από έλλειψη ηθικού θάρρους και μόνο , έχει εγκαταλείψει την προσπάθεια να καταλάβει το ύψωμα ενώ μπορούσε , ξέσπασε με αγανάκτηση ενάντια στους αξιωματικούς του τους αποκάλεσε γαιδούρια και..γελαδαραίους και απευθυνόμενος σε μας επιβεβαίωσε μιά αλήθεια , αυτή που ξέραμε . Είπε : " Έχετε στελέχη που ξέρουν τι θέλουν, ξέρουν γιατί πολεμάνε. Έχετε μαχητές που δεν υπολείπονται απ' αυτά σε πίστη και μαχητικότητα . Έχετε ιδανικά και ψυχική δύναμη , αλλά αυτά δεν φτάνουν μόνα τους γιά να νικήσετε στον πόλεμο με την Αμερική . Δεν έχετε τα μέσα που χρειάζονται , δεν έχετε εφεδρείες , δεν έχετε πυρομαχικά , ψωμί , άρβυλα ".Οι αντάρτες πήραν το ύψωμα και εξασφαλιστήκαμε γιά σήμερα . Στο μεταξύ άρχισε να βραδυάζει και ξεκινήσαμε . Περάσαμε δυτικά από το 51 , ψηλά στο χάνι του Ζαγγανά και σταθήκαμε στα μνήματα πάνω απ' την Κουκουβίστα .

...Έτσι ο στρατός , που κατείχε τον αυχένα στον Κέδρο και είχε παρακολουθήσει απ' το πρωί τις κινήσεις μας στο ύψωμα και μέσα στο χωριό , κινήθηκε με όλα τα μέτρα κάλυψης να μας αιφνιδιάσει. Το τμήμα του στρατού που ενεργούσε προς το χωριό έφτασε πολύ κοντά στα καταλύματα των ομάδων και παραλίγο έλειψε να τους πιάσει στα χέρια αν δεν τύχαινε να ρίξω εγώ τις πέντε σφαίρες , αυτές που έκοψαν τη φόρα του στρατού γιά το ύψωμα και ταυτόχρονα αιφνιδίασαν και τις ομάδες μέσα στο χρόνο ώστε να προλάβουν να πεταχτούν κακήν κακώς έξω από τα σπίτια , να χαθούν μεταξύ τους και να ψάχνουν μετά τις φωνές μέσα στη νύχτα να βρει ο Κωστάκης το Γιώργο και ο Γιώργος τον Κώστα , γιά ν' ανταμώσουν τελικά στην Τούφα γύρω από τη φωτιά της ομάδας. Τους ρωτάω , " πως από 'δω παιδιά , από που έρχεστε και γιά που τραβάτε ;" Μ' απαντάει ο Τσοπανάκης : " Βόρεια , γιά τ' Άγραφα " , πως , ξαναρωτάω , μόνοι σας φύγατε η μ' αποστολή ; ...ναι μ' απάντησε , μ' αποστολή...Ρωτάω τον ομαδάρχη της άλλης ομάδας το Μήτσο Αρκούδα από την Φτέρη , " και σεις Μήτσο ; "" Εμάς μας έστειλε ο Διαμαντής , μου είπε , να συνοδέψουμε το Μαρκόπουλο γιά τ' Άγραφα και σιγά - σιγά βορειότερα μέχρι Γράμμο - Βίτσι ."
Γύρισα στον Μαρκόπουλο , τον οποίο μετά τις πρώτες μέρες της σύλληψής του τον προσφωνούσαμε κι' αυτόν " συναγωνιστή ", και του είπα : "Επί τέλους , συνγωνιστή Μαρκόπουλε , αν όλα πάνε καλά μπορεί να τελειώσουν τα δικά σας βάσανα ".Εκείνος , αφού με κοίταξε πρώτα καλά-καλά , κούνησε το κεφάλι , και είπε με κάποιο παράπονο : " Όχι , παιδί μου , δεν μ' αλλάζει εμένα ο Βενιζέλος με τον Αναστασιάδη ".Με την κουβέντα η ώρα περνούσε , έπρεπε να πάρει ο καθένας το δρόμο του . Σηκώθηκα όρθιος και τους είπα : " Άντε τώρα παιδιά , μαζέψτε τα κι ο καθένας στην αποστολή του . Κι αν θέλετε να μην πάθετε αυτό που παραλίγο να πάθετε σήμερα , πριν μπείτε στην ποταμιά να παρακολουθήσετε όλη την αυριανή μέρα καλά δεξιά κι 'αριστερά στο Μικρό Χωριό , τον Άι Σώστη , τον Άι Γιάννη και ψηλά το Μαρκοδιάσελο , και μετά ν την περάσετε..."
Όλοι όρθιοι να χαιρετηθούμε . Πριν ξεκινήσουν , ο Μαρκόπουλος μου λέει : " Σου περισσεύει κάνα τσιγάρο καπνός , παιδί μου ; " Άπλωσα στη τσέπη μου , έπιασα και το 'δωσα σχεδόν το μισό απ' το λίγο καπνό που είχα , ενώ ταυτόχρονα έκανα ν' ανοίξω την τσάντα μου ( την είχα ακόμα τότε )να του δώσω καμιά κόλα χαρτί από μπλόκ . Και κείνος , που κατάλαβε την κίνησή μου , λέει : "'Ασ' το , σ' ευχαριστώ ,δεν χρειάζεται , έχω εφημερίδα , είναι καλύτερη απ' αυτό το χοντροχάρτι ." Ο Μαρκόπουλος στο διάστημα της αιχμαλωσίας του είχε προσαρμοστεί στις συνθήκες της αντάρτικης ζωής κι είχε εξοικειωθεί με τους αντάρτες . Έχει κι αυτός δικό του κονσερβοκούτι ( καζάνι ) , βράζει και τρώει αντί γιά ψωμί κουρκούτι , καλαμποκόσπορα , λαχανόσουπα , η ό,τι άλλο βρεθεί . Πίνει νερό όχι όταν διψάει , στην ώρα του , αλλά όταν βρεθεί ευκαιρία , προπαντός τη νύχτα . Καπνίζει αντί γιά τσιγάρο ασφάκες με εφημερίδα . Κοιμάται στο έδαφος όπου βρεθεί τόπος μόνο με τη χλαίνη . Κάνει ολονύχτιες πορείες και διακινδυνεύει κι αυτός εξίσου με τους αντάρτες ν παρακολουθεί στην ενέδρα η στη μάχη .
...Επίσης ο Μαρκόπουλος στο διάστημα αυτό είχε κατορθώσει , από τη θέση του αιχμαλώτου βέβαια, με τη στάση του και τη συμπεριφορά του εν γένει , να κερδίσει όχι μόνο τον οίκτο των ανταρτών αλλά και την εκτίμηση και το σεβασμό τους σαν άνθρωπος . Καταγράφει , με τα μάτια τα πάντα , θετικές και αρνητικές αντιδράσεις μας σε κάθε περίπτωση της ζωής και της δράσης μας . Μιλάει πολύ λίγο και δε σχολιάζει τα γεγονότα . Ακόμα κι όταν του ζητιέται συγγνώμη είναι λογικός , αυστηρός και αμερόληπτος κριτής και γιά μας και τους δικούς του . Μοιράζει αυτός εξίσου ανάμεσα στα μέλη της ομάδας που ζει ό,τι υπάρχει γιά διανομή , προσφωνεί τους αντάρτες με το " παιδί μου" πριν απ' το όνομά τους , ενώ οι αντάρτες τον προσφωνούν με το " συναγωνιστή ". Είναι η τελευταία φορά που έβλεπα τον Μαρκόπουλο . Όταν στα τέλη Νοέμβρη - αρχές Δεκέμβρη 1949 στ' Άγραφα (Ασπρόρεμα ) έμαθα ότι ο Μαρκόπουλος σκοτώθηκε , αντέδρασα αμέσως αυθόρμητα , χωρίς καμιά σκέψη λέγοντας : " Μα γιατί ; Αυτό που έγινε , γιά την εποχή τουλάχιστον , είναι μιά μεγάλη ανοησία." Μερικοί από τους παρόντες που μ' άκουγαν , όνομα και μη χωριό , αντέδρασαν -ποιός είδε το θεό και δε φοβήθηκε - ενάντια μου . Πάντως , αν και η αντίδρασή μου εκείνη αποτέλεσε μιά κατηγορία σε βάρος μου , η οποία μ' ακολούθησε , ούτε μετάνοιωσα ποτέ γι' αυτό που είπα τότε . Και ανεξάρτητα κάτω από ποιές συνθήκες έγινε η εκτέλεση , εκείνο το καλοκαίρι του 1949 , ξαναλέω και σήμερα μετά από τόσα χρόνια ότι αυτό ήταν κάτι που δεν έπρεπε να γίνει . Μπορούσε κι' έπρεπε ν' αποφευχθεί . εκείνη την εποχή μάλιστα .

ΛΙΓΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ .
Ο Γιώργος Χουλιάρας γεννήθηκε στα Καστέλλια της Παρνασσίδας το 1914 . Σε νεαρή ηλικία εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό κίνημα μέσα απ' τις γραμμές της Ομοσπονδίας Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας ( ΟΚΝΕ ) και εργάστηκε στην Ηλεκτρική Εταιρεία στη Λαμία. Στα μέσα Μαίου 1941, μόλις δυό βδομάδες μετά την έναρξη της Κατοχής , μαζί με άλλους κομμουνιστές στην πόλη του αναλαμβάνει πρωτοβουλία γιά την ανασυγκρότηση των κομμουνιστικών οργανώσεων του ΚΚΕ στη Φθιώτδα και ιδρύει την πατριωτική οργάνωση " Μέτωπο Εθνικης Σωτηρίας " ( ΜΕΣ ) , η οποία μετά την ίδρυση του ΕΑΜ τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου αφομοιώνεται σ' αυτό και ανασυγκροτείται . Το Μάιο του 1942 ανατίθεται στον Θανάση Κλάρα και τον Γιώργο Χουλιάρα να δημιουργήσουν δυό ανταρτικές ομάδες, ο πρώτος στις περιοχές της Ευρυτανίας, της Φθιώτιδας και του Δομοκού, και ο δεύτερος στις περιοχές της Παρνασσίδας και της Λοκρίδας. Μετά τη συνάντηση και τη συγχώνευση των δύο ομάδων , παίρνει μέρος στην επιχείρηση γιά την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου , και το χειμώνα του 1942-1943 , όταν συγκροτείται το Γενικό Αρχηγείο Ρούμελης του ΕΛΛΑΣ , είναι μέλος της διοίκησής του μαζί με τον Άρη και τον Θάνο. Από τον Οκτώβριο του 1943 ως και τα Δεκεμβριανά , στα οποία συμμετέχει , υπηρετεί ως καπετάνιος του 42ου Συντάγματος του ΕΛΛΑΣ . Τον Μάρτιο του 1945 , μετά τη Βάρκιζα , με εντολή του κόμματος πηγαίνει στην Γιουγκοσλαβία - στο Μοναστήρι , στο Τέτοβο και στο Μπούλκες - όπου μένει ως τον Οκτώβριο του 1946 . Τότε παίρνει εντολή να επιστρέψει στην Ελλάδα με την αποστολή των 26 Ρουμελιωτών γιά να συμβάλει στην ανάπτυξη των ανταρτικών ομάδων του Δημοκρατικού Στρατού στη Ρούμελη . Στον εμφύλιο πόλεμο στμμετέχει ως συναρχηγός του Αρχηγείου Όθρυος του ΔΣΕ , το οποίο τον Μάρτιο του 1947 μετονομάστηκε σε Αρχηγείο Γκιώνας , και αργότερα ως υπαρχηγός του Αρχηγείου Δυτικής Στερεάς Ελλάδας , με αρχηγό το Χαρίλαο Φλωράκη (Γιώτη) . Μετά την αναδιοργάνωση του ΔΣΕ κατά τα πρότυπα τακτικού στρατού αρχές του 1948, υπηρετεί ως διοικητής του 2ου Τάγματος της 144ης Ταξιαρχίας της ΙΙ Μεραρχίας του ΔΣΕ στη Ρούμελη ως το τέλος του εμφυλίου .
Γιά το Γιώργο Χουλιάρα και την ομάδα του , αποκομμένους αντάρτες και καταδιωκόμενους , το τέλος του πολέμου ήρθε τον Δεκέμβριο του 1949 , μετά την κατάληξη της πορείας τους από τη Στερεά Ελλάδα ως την Αλβανία. Μετά το 1950 έζησε μαζί με την οικογένειά του , ως πολιτικός πρόσφυγας , στην Πολωνία , υπομένοντας διωγμούς από την ηγεσία Ζχαριάδη ως "φραξιονιστής", "αντιηγετικός" και "αντικομματικός".  Το 1952 διαγράφηκε από το κόμμα ο ίδιος και η σύζυγός του Λουκία , αντάρτισσα του ΔΣΕ, όμως μετά την αλλαγή στην ηγεσία του ΚΚΕ το 1956-57 αποκαταστάθηκε και διετέλεσε ως το 1968 πρόεδρος της των Ελλήνων Πολιτικών Προσφύγων στην Πολωνία .
Στην Ελλάδα επέστρεψε με την οικογένειά του το 1977 , έζησε γιά δυό χρόνια στην Αθήνα και το 1979 επέστρεψε στη Λαμία , όπου "δίπλωσε τις μέρες του " όπως συνήθιζε να λέει ως το θάνατό του το 2001, σε ηλικία 87 χρόνων . Όσο γιά το ψευδώνυμό του " Περικλής " ο ίδιος έλεγε : " Αυτό είναι το όνομά μου , το οποίο ποτέ δεν έκρυψα και ποτέ δεν αρνήθηκα . Ο κόσμος ξέρει ότι ο Γιώργος Χουλιάρας είναι ένα και το αυτό , το ίδιο πρόσωπο με τον Περικλή ψευδώνυμο της Κατοχής...".




Δεν υπάρχουν σχόλια: