10/4/14

Έξοδος της Ελλάδας στις αγορές: μια έξοδος σαν του… Μεσολογγίου!


Η JP Morgan, η Goldman Sachs και η Deutsche Bank πρωταγωνιστούν στο νέο ελληνικό ...ελντοράντο και ακολουθούν η Merrill Lynch, η Credit Suisse, η Citigroup, η HSBC και η Barclays.
Οι "ανάδοχες τράπεζες" για την έκδοση του ομολόγου, προσέφεραν τα 1,3 από τα 3 δις ευρώ του συνολικού δανείου, όπως αναφέρεται σε ρεπορτάζ που φιλοξενούν οι Financial Times, για την περιβόητη έξοδο της χώρας μας στις αγορές. Οι μεγαλύτερες διεθνείς τράπεζες που διαχειρίστηκαν την έκδοση του ομολόγου δηλαδή η Bank of America Merrill Lynch, η Deutsche Bank, η HSBC, η Goldman Sachs, η Morgan Stanley και η JPMorgan, είναι και αυτές που τελικά αγόρασαν την μερίδα του λέοντος από το πενταετές ελληνικό ομόλογο. Ορισμένες από αυτές (π.χ. Goldman Sachs), εξέδωσαν και αναφορές για τους λόγους επιτυχίας του ομολόγου. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ των Financial Times, η μεγάλη προσφορά κεφαλαίων στην έκδοση, αποτελεί "επιβεβαίωση της λαίμαργης όρεξης των αγορών για χρέος της Περιφέρειας στην Ευρωζώνη" (δηλαδή για μεγάλα επιτόκια). Γιατί όμως η Ελληνική Κυβέρνηση προχώρησε σε ένα νέο δανεισμό την στιγμή που η ίδια περηφανευόταν για το πρωτογενές πλεόνασμα που πέτυχε; Γιατί να εκδώσεις ένα ομόλογο 2,5 δισ. ευρώ με επιτόκιο 5%, που κάθε πληρωμή τόκων θα αντιστοιχεί σε χρήμα αρκετό για να χτιστεί ένα νοσοκομείο ή ένα σχολείο; Γιατί η Ελλάδα αναλαμβάνει σήμερα το ευκαιριακό αυτό κόστος με την έκδοση τέτοιου ομολόγου, επιστρέφοντας στις αγορές για πρώτη φορά από το 2010; Ο οικονομικός συντάκτης των Financial Times, Ralph Atkins, δίνει την απάντηση: Κατ' αρχάς το επιτόκιο του 5% ακούγεται εξωφρενικά χαμηλό, σε αντιστοιχία με το ελληνικό ρίσκο. Δύο χρόνια μετά τη διάσωσή της από τους διεθνείς πιστωτές, η Ελλάδα υπέστη τη μεγαλύτερη αναδιοργάνωση χρέους στην Ιστορία και 8 δισ. ευρώ από το τελευταίο ομόλογο που είχε εκδώσει κάηκαν στη φωτιά. Το 5% είναι πολύ υψηλό όμως σε σύγκριση με μια εναλλακτική. Η Ελλάδα πλήρωσε λιγότερο από 3% κατά μέσο όρο για το χρέος της στους επίσημους πιστωτές το 2013, σύμφωνα με τη Citi. Η τρόικα των δανειστών κατέχει ήδη τα 4/5 του χρέους που απέμεινε από την αναδιοργάνωση. Οπότε κουβαλάει το μεγαλύτερο ρίσκο για το χρέος, που παραμένει στο 170% του ελληνικού ΑΕΠ. Οικονομικά δεν θα είχε και μεγάλη διαφορά να αυξηθεί το επίσημο χρέος κατά 2,5 δισ. ευρώ ακόμη. Θα είχε όμως μεγάλη διαφορά από πολιτική πλευρά. Εκτός από το επιτόκιο, το επίσημο χρήμα δεν είναι εν τέλει φθηνό. Εμπεριέχει πολιτικές προϋποθέσεις που προκαλούν όλο και περισσότερο εκνευρισμό, δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν χρειάζεται πλέον να δανείζεται για να χρηματοδοτεί τον προϋπολογισμό της, αν εξαιρέσουμε τους τόκους.
Η επιστροφή της χώρας στις αγορές, όμως, είναι σαν να δίνεις σε έναν αλκοολικό ένα μπουκάλι ούζο.
Όποιος -ιδιοκτήτης ακινήτου, επιχειρηματίας ή διαχειριστής δημοσίου χρέους- δεν εκμεταλλεύθηκε τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια για να αντλήσει κεφάλαια ή για να αναχρηματοδοτήσει τον δανεισμό του, ίσως να έχασε μία ανεπανάληπτη ευκαιρία. Η Ελλάδα δεν θέλει να μοιάζει με κορόιδο.
Η επιστροφή της στις διεθνείς αγορές ομολόγων δείχνει την αποφασιστικότητά της να λειτουργήσει και πάλι όπως ένα φυσιολογικό και λογικό ευρωπαϊκό κράτος. Η Ελλάδα έφτασε στα πρόθυρα της κατάρρευσης και χρεοκόπησε το 2012.
Η απόφασή της να αντλήσει 2 - 3 δισ. ευρώ με πενταετές ομόλογο, που ήρθε νωρίτερα από ό,τι αναμενόταν, δεν είναι κατ’ ανάγκην κάτι για το οποίο πρέπει να πανηγυρίζουμε. Αντιθέτως, η ισχυρή ζήτηση για ελληνικούς τίτλους αντικατοπτρίζει τις ρηχές συνθήκες στην αγορά ομολόγων - και το γεγονός ότι αυτές κρύβουν τα βαθιά δομικά προβλήματα στις οικονομίες και στα χρηματοοικονομικά συστήματα.
Από την πλευρά της Αθήνας, η κίνηση έχει νόημα. Δύο χρόνια δεν είναι ασυνήθιστος χρόνος αναμονής για μία χώρα που χρεοκόπησε, ώστε να αποκαταστήσει τις σχέσεις της με τους διεθνείς επενδυτές και οι συνθήκες δείχνουν ευνοϊκές. Το κόστος δανεισμού έχει κατρακυλήσει για όλη την ευρωζώνη, με τις αποδόσεις να μειώνονται περαιτέρω μετά τα υπονοούμενα την προηγούμενη εβδομάδα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για «ποσοτική χαλάρωση». Εάν η Ελλάδα περίμενε λίγο ακόμη, μπορεί να αναγκαζόταν να πληρώσει περισσότερο.
Ευχή όλων ήταν να στεφθεί με επιτυχία η πιλοτική έκδοση ομολόγου από την Ελλάδα ώστε να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των αγορών, να επισημανθεί η εντυπωσιακή πρόοδος στην αναμόρφωση της δημοσιονομικής της θέσης και να ενθαρρυνθούν νέες ξένες επενδύσεις. Θα μπορούσε επίσης -κι αυτό δεν είναι σύμπτωση- να στηρίξει τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά εν όψει των ευρωεκλογών του Μαΐου.
Και για τους ριψοκίνδυνους επενδυτές η αγορά ελληνικών ομολόγων έχει νόημα. Εάν η απόδοση υποχωρήσει κάτω από τον στόχο του 5%, τότε θα είναι ελκυστική συγκριτικά με τις εναλλακτικές.
Αν και δεν είναι αυστηρά συγκρίσιμες, οι αποδόσεις των ομολόγων junk έχουν υποχωρήσει κάτω από το 3,5% -σύμφωνα με τους δείκτες της Barclays- σε επίπεδο χαμηλότερο από τα αμερικανικά ομόλογα junk. Τα spreads των αποδόσεων με τα υπερασφαλή γερμανικά bund βρίσκονται στο χαμηλότερο σημείο από τις καλές εποχές προ του 2007.
Η τοποθέτηση σε ελληνικά ομόλογα, ωστόσο, δεν είναι παρόμοια με επενδύσεις σε άλλους κρατικούς τίτλους της δυτικής Ευρώπης. Η Ελλάδα επισήμως κατηγοριοποιείται ως αναδυόμενη αγορά και αυτό είναι κατάλληλο εάν λάβει κανείς την ανάγκη της να δημιουργήσει ένα προηγούμενο σταθερής κυβερνητικής και οικονομικής κατάστασης όπως και κοινωνική σταθερότητα.
Εν όψει του ανοίγματος του βιβλίου προσφορών, τα μηνύματα ήταν πως οι συντηρητικοί Βορειοευρωπαίοι επενδυτές του real money δεν θα συμμετείχαν. «Πάντα βρίσκεις επενδυτές γρήγορου χρήματος που θέλουν να αναλάβουν τον κίνδυνο, χωρίς να πληρώσουν πολύ» εξηγεί ο Gilles Moec, της Deutsche Bank και συμπληρώνει: «Μπορείς, όμως, έτσι να χτίσεις μία σταθερή επενδυτική βάση;».
Οι εισροές στα ελληνικά ομόλογα μπορεί να αποδειχθούν ασταθείς. Στο επόμενο χτύπημα νευρικότητας των επενδυτών, οι αποδόσεις μπορεί να αυξηθούν απότομα. Η σκανδάλη μπορεί να πυροδοτηθεί από πολιτικές εντάσεις στην Αθήνα - η έκδοση του ομολόγου συνέπεσε  με εθνική απεργία κατά της λιτότητας. Ή θα μπορούσε να είναι η ανάδειξη των αντιευρωπαϊκών και εθνικιστικών κομμάτων στις προσεχείς ευρωπαϊκές εκλογές, σε βαθμό που δεν έχει προβλεφθεί ή θα μπορούσε να είναι ένα παγκόσμιο sell off καθώς η αμερικανική Fed κινείται στην κατεύθυνση της αύξησης των επιτοκίων.
Σε ένα δυσμενέστερο επενδυτικό περιβάλλον, η Ελλάδα μπορεί να συγκρίνεται λιγότερο ευνοϊκά με άλλες αναδυόμενες αγορές. Ακόμη και μετά την αναδιάρθρωση του 2012, ο λόγος δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ -που αγγίζει το 175%- παραμένει σε επικίνδυνα υψηλός. Η Βραζιλία και η Νότιος Αφρική, που επλήγησαν από την πρόσφατη αναταραχή στις αναδυόμενες αγορές, έχουν λόγο δημοσίου χρέους στο 67% και στο 47% αντιστοίχως.
Κι ενώ άλλες ευρωπαϊκές χώρες μπορούν να επιρρίπτουν τις ευθύνες στις τράπεζες, στη φούσκα της αγοράς κατοικιών ή στην αγορά ομολόγων για την κρίση των τελευταίων 7 ετών, τα δεινά της Ελλάδας ήταν ξεκάθαρα αποτέλεσμα του ανεξέλεγκτου δανεισμού του Δημοσίου σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων.
Τα οικονομικά της Ελλάδας δείχνουν πιο βιώσιμα τώρα που η χώρα καταγράφει πρωτογενές πλεόνασμα, προ τόκων. Επιπλέον, με τη διάσωση του 2010 το μεγαλύτερο χρέος της χώρας ανήκει στους Ευρωπαίους εταίρους της και το κόστος άμεσης εξυπηρέτησης των δανείων είναι χαμηλό.
Η έκδοση ομολόγων αυτής της εβδομάδας όμως, δεν αφορά τη μείωση του κόστους δανεισμού. Το μέσο επιτόκιο που καταβάλλει για τα πακέτα στήριξης είναι κάτω από 2%. Το ζητούμενο είναι η Ελλάδα να αποδείξει ότι βγήκε από την κρίση και να αποκτήσει μεγαλύτερη ευελιξία στα οικονομικά της.
Αυτή η έκδοση ομολόγων είναι ένα μικρό πρώτο βήμα. Ο κίνδυνος, όμως, είναι ότι αυτή η επιτυχία μπορεί να αποσπάσει την προσοχή από τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις όπως η αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα, η εφαρμογή ενός ουσιαστικού προγράμματος μεταρρυθμίσεων και η βελτίωση της είσπραξης φόρων. Με άλλα λόγια, χρειάζεται να οικοδομηθεί μία αποτελεσματική, προηγμένη οικονομία.
Στο παρελθόν πολλοί βρήκαν μπελάδες λέγοντας ότι η επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές είναι σαν να δίνεις σε έναν αλκοολικό ένα μπουκάλι ούζο. Προσέξτε, όμως, τον κίνδυνο της τωρινής ...μεθυστικής ευφορίας στην Αθήνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: