15/10/13

Αγριόπαπιες πετούν ανάστροφα.

To φαράγγι των Αιδοίων.
Ξεκινώντας κάποιος για προσκύνημα στο "Φαράγγι των Αιδοίων", πρέπει να προσέχει πώς θα ζητήσει οδηγίες.
Γιατί το λέω αυτό: Γιατί στη δυτική-κεντρική Νεβάδα υπάρχουν μερικοί πολύ ζόρικοι τύποι. Το καταλαβαίνει κανείς ότι είναι ζόρι­κοι από το ότι τρώνε φορώντας το καπέλο τους.
Εννιά μέρες ήμουν στην έρημο ανάμεσα στο Γουινεμούκα και το Λας Βέγκας, και σ’ αυτό το διάστημα δεν είδα ποτέ αρσενικό "χόμο σάπιενς" να τρώει γεύμα μεσημβρινόν τε και εσπερινόν με εκτεθειμένη κούτρα. Σε όλες τις περιπτώσεις, ένας λιγδωμένος γύ­ρος καπέλου ή ένα εξίσου λιγδωμένο γείσο κασκέτου σκίαζαν το φαγητό του μάγκα από το χυδαίο φως της μέρας. Υποθέτω ότι πρέ­πει να τρώνε και πρωινό καπελωμένοι, αλλά μέχρι να καθίσει ο υπογράφων προσκυνητής να φάει τις τηγανίτες του το πρωί, οι ζό­ρικοι τύποι είχαν ήδη φύγει για να επιδοθούν στην καθημερινή τους προσπάθεια πλουτισμού.
Όταν ο εγκέφαλος ενός άντρα θερμαίνεται συνεχώς από σκέ­ψεις πλουτισμού, σκέψεις που δεν ξεθωριάζουν πολύ κατά τα γεύ­ματα, ίσως χρειάζεται κάποιο είδος μόνιμου κεφαλικού καλύμμα­τος για να δροσίζεται ο εγκεφαλικός του μηχανισμός. Από την άλ­λη μεριά, αφού ζουν σχετικά κοντά στη μεγαλύτερη περιοχή πυ­ρηνικών δοκιμών της Αμερικής, σ’ ένα ντεπό πολεμικών αερίων, σε αρκετά μυστηριώδη αεροδρόμια, σε πολυάριθμες αποθήκες όπου φυλάσσονται τα φρικτά τοξικά μυστικά της κυβέρνησης μας, μπορεί οι ζόρικοι τύποι να φυλάγονται απλώς για να μη δουν μιαν ωραία εσπέρα τη χωρίστρα τους να φωσφορίζει στο σκοτάδι. Προσωπικά, αν ζούσα στη δυτική-κεντρική Νεβάδα, μπορεί να έτρωγα με προστατευτικά γάντια και στολή.
Φυσικά, δεν μπορεί κανείς να μην αναρωτηθεί αν οι άντρες της Νεβάδα κοιμούνται επίσης φορώντας τα καπέλα τους. Και πιο συγκεκριμένα, κοιμούνται με τις γυναίκες τους, τις γκόμενες τους και τις καθ’ όλα νόμιμες πόρνες τους φορώντας τα καπέλα τους; Σκόπευα να πάρω συνέντευξη από μια-δυο Νεβαδίτισσες επί του προκειμένου, αλλά δεν τα κατάφερα τελικά. Όμως, κάτι που είδα στο Φαράγγι των Αιδοίων με κάνει να πιστεύω βάσιμα ότι η απά­ντηση είναι καταφατική. Θα πούμε περισσότερα επί του θέματος αργότερα.
Επανερχόμενοι στην αφήγησή μας, κάτω από αυτά τα κασκέτα του μπέιζμπολ που διαφημίζουν μάρκες μπίρας ή βαριά μηχα­νήματα, κάτω από αυτά τα καπέλα που είναι γνήσια απομίμηση Στέτσον, περνούν από επεξεργασία ζόρικοι μεθυσοπονοκέφαλοι και φιλοξενούνται ζόρικες ιδέες. Δεν μπορεί κανείς να πλησιάσει απλώς ένα μεταλλωρύχο, έναν καουμπόι, ένα χρυσοθήρα, ένα χαρτοπαίχτη, έναν πιλότο Στελθ, έναν οικοδόμο ή έναν αμμοβολημένο πλιατσικολόγο, και να διακόψει τις σκέψεις του για τα χο­ντρά γρήγορα λεφτά και τις ενδεχόμενες δυνάμεις -περιβαλλο­ντική νομοθεσία, κοινωνική αλλαγή, φτιαγμένα ζάρια κ.λπ.- που θα μπορούσαν να σταθούν στο δρόμο του προς τα χοντρά γρή­γορα λεφτά. Δεν μπορεί κανείς να πλησιάσει έναν τέτοιον άνθρω­πο, έναν άνθρωπο που δεν σηκώνει το λιγδωμένο καπάκι του για κανέναν, και να ρωτήσει:
«Με συγχωρείτε, κύριε, θα μπορούσατε να μου πείτε πώς θα πάω στο Φαράγγι των Αιδοίων;»

* * *

Αν οι αναγνώστες επιθυμούν να κάνουν το δικό τους προσκύνημα στο "Φαράγγι των Αιδοίων" -το οποίο, σε τελική ανάλυση, είναι ένα από τα λίγα ιερά μέρη που έχουν απομείνει στην Αμερι­κή-, θα πρέπει να το βρουν μόνοι τους. Αν ρωτούσε κανείς τη θέ­ση του σ’ ένα μπαρ ή βενζινάδικο (στη δυτική-κεντρική Νεβάδα συχνά είναι ένα και το αυτό, και περιλαμβάνουν και ληστές μ’ ένα χέρι), το καλύτερο που θα μπορούσε να ελπίζει θα ήταν να του κλείσει το μάτι κάποιος λιμοκοντόρος και να του εξηγήσει πώς θα φτάσει στις ροζ πύλες του Κουνελοράντσου του Μπόμπι ή όπως αλλιώς μπορεί να ονομάζεται το κοντινότερο μπορντέλο.
Στην απίθανη περίπτωση που ο τύπος δεν θα παρερμηνεύσει την ερώτηση του προσκυνητή ή δεν θα θιχτεί βαρύτατα από αυτήν (ή και τα δύο), και πάλι δεν θα μπορεί να τον βοηθήσει. Εδώ που τα λέμε, ούτε και κανείς άλλος μπορεί, με μοναδική εξαίρεση κανέναν αρχαιολόγο πού και πού. Ο πληθυσμός της Νεβάδα ξυ­πνά κάθε πρωί, ισιώνει το καπέλο του, κατεβάζει μερικές ασπιρί­νες και φεύγει με τα φορτηγάκια για να προσπαθήσει γι’ άλλη μια φορά να πλουτίσει χωρίς να έχει την παραμικρή νευρική υποψία ότι το Φαράγγι των Αιδοίων κατοικοεδρεύει στην περιοχή του.
Ο υπογράφων προσκυνητής έμαθε για την ύπαρξή του από έναν ζωγράφο του Σολτ Λέικ Σίτι που έχει κάνει συχνές πυκνές πε­ζοπορίες και κατασκηνώσεις στις ερήμους της Μεγάλης Λεκάνης. Ο άνθρωπος μου έφτιαξε και έναν αρκετά ακριβή χάρτη, αλλά δεν μπορώ να καταγράψω τις λεπτομέρειες για λόγους ηθικής ευ­συνειδησίας. Η απροθυμία μου να τις μοιραστώ με τον αναγνώ­στη δεν έχει τις ρίζες της ούτε στην ιδιοτέλεια ούτε στον ελιτισμό, αλλά στην πεποίθηση ότι ορισμένες πλευρές του φαραγγιού είναι πολύ εύθραυστες και χρειάζονται προστασία.
Όχι ότι πρόκειται να επιπέσουν στο Φαράγγι ορδές γονυκλινούντων προσκυνητών. Το φαράγγι είναι απομακρυσμένο. Μαστί­ζεται, ανάλογα την εποχή, από φονικό ήλιο, εξοντωτικούς ανέ­μους και εκτυφλωτικές χιονοθύελλες. Και για να φτάσεις εκεί πρέ­πει να περάσεις ένα δρόμο που κανείς δεν πρέπει έστω και να δια­νοηθεί να τον περάσει αν πληρώνει ακόμη δόσεις για το αμάξι. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν πολλοί νεοεποχίτες που έχουν τον ελεύθερο χρόνο και την ενέργεια για να εντοπίσουν ένα ακόμη «κέντρο δύναμης», και πολλοί κυνηγοί αξιοπερίεργων που τους αρέσουν τα εξωτικά σουβενίρ. Έτσι, σίγουρα θα συγχωρηθώ αν γίνω ελαφρά διακριτικός.
Άλλωστε, τι προσκύνημα θα ήταν αυτό αν δεν εμπεριείχε κάποιο στοιχείο κακουχίας και αινίγματος; Η αναζήτηση είναι απαραίτητη για την τελετουργία. Για να προσανατολιστούμε μέσα στην επιφά­νεια επαφής του αόρατου και του ορατού κόσμου -κάτι που μπορεί να αποτελεί το σκοπό όλων των προσκυνημάτων- πρέπει να αγκα­λιάσουμε και την ίδια την αναζήτηση και όχι μόνο το στόχο της. Αν το ταξίδι μας στην καρδιά (ή το αιδοίο) του νοήματος της ζωής μοιάζει σε αισθητό βαθμό με την τελευταία μας επίσκεψη στο εμπο­ρικό κέντρο, κατά πάσα πιθανότητα κάτι κάνουμε λάθος.
Μπορώ πάντως να αποκαλύψω τα εξής: για να φτάσει στο Φα­ράγγι των Αιδοίων ο υπογράφων προσκυνητής, χρειάστηκε να τα­ξιδέψει για ένα διάστημα στην Οδό 50, μια μπλε λωρίδα άσφαλ­το που θυμίζει χορδή κιθάρας και περιγράφεται σωστά από καρτ- ποστάλ και μπροσούρες ως ο "Πιο Μοναχικός Δρόμος της Αμερι­κής". Μερικοί αναγνώστες θα προσέξουν πόσο απόλυτα ταιριαστό είναι το γεγονός ότι για να φτάσει κανείς σε τόσα πολλά αιδοία πρέπει να περάσει από έναν δρόμο σχεδόν θρυλικής μοναξιάς.
Άλλοι πάλι δεν θα έχουν καθόλου αυτή την αντίδραση.

* * *

Γεωγραφικά, το προσκύνημά μου άρχισε από το κέντρο του Σιάτλ. Το κέντρο του Σιάτλ αποτελεί εδώ και καιρό την έδρα μου, όπως λένε, αν και τα τελευταία χρόνια έχει χάσει τη σπιτίσια του ατμό­σφαιρα. Μια παρενέργεια της οικονομικής πολιτικής του Ρίγκαν ήταν ο πυρετός των ουρανοξυστών. Οι τεχνικές εταιρείες, εκμε­ταλλευόμενες κερδοφόρες φορολογικές απαλλαγές, κάρφωσαν στα κέντρα των πόλεών μας περιττούς στην πλειονότητά τους πύρ­γους γραφείων (κάτι σαν τις καρφίτσες του βουντού). Στο κέντρο του Σιάτλ, για κάποιο λόγο, τα περισσότερα περιττά κτίρια είναι μπεζ. Οι Σιατλίτες παραπονούνται για μπεζ α βου: την αίσθηση ότι κάπου έχουν ξαναδεί αυτό το χρώμα.
Όπως και να ‘χει, σ’ ένα πάρκινγκ του Σιάτλ, πλαισιωμένος από μπεζ οικοδομήματα, αντάλλαξα αυτοκίνητο με τον χειροπράκτη μου. Αυτός πήρε το δικό μου, μια φτιαγμένη Καμάρο Ζ-28 καμπριολέ, ένα γρήγορο μηχάνημα που οι υπέροχες αρετές του δεν περιλαμ­βάνουν την άνεση στα ταξίδια μεγάλων αποστάσεων. Κι εγώ πή­ρα τη δική του μεγάλη καινούργια Μερσεντές.
Αν ο αναγνώστης αποφασίσει όντως να πάει στη Νεβάδα, και δεν μένει αρκετά κοντά ώστε η εν λόγω εκδρομή να είναι μια απλή απογευματινή βόλτα γι αυτόν, θα του πρότεινα να αλλάξει αυτοκίνητο μ’ έναν χειροπράκτη. Τα αυτοκίνητα των χειροπρακτών δεν είναι σαν τα δικά μας. Μοιάζουν με τροχοφόρα σαλόνια μα­σάζ, εφοδιασμένα με τις τελευταίες ανακαλύψεις σε ό,τι αφορά τα θεραπευτικά καθίσματα, τα μαξιλαράκια οσφυϊκής χώρας και τα ευθυγραμμιστικά προσκέφαλα. Είναι σαν να τρέχεις μέσα σ’ ένα τεχνολογικό σπα. Ο οδηγός μπορεί να απολαύσει μια μάλαξη της σπονδυλικής στήλης, ενώ ταυτόχρονα παίρνει κλήση για υπερβο­λική ταχύτητα.
Τόσο χαλαρωμένος ήμουν μέσα σε αυτή την πράσινη Μερσε­ντές (πράσινο στην απόχρωση του τσαγιού), που δεν γύρισα καν να κοιτάξω όταν άκουσα τον χειροπράκτη να καίει δυο πόντους τα λάστιχα της Καμάρο από το σπινάρισμα καθώς ξεκινούσε. Από μια άποψη, θύμιζε την ταινία "Αλλάζοντας Θέσεις". Καθώς ο κα­λός μου γιατρός εξαφανιζόταν για να πάει να κάνει φιγούρα στο δρόμο με τις γυναικείες φοιτητικές αδελφότητες στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον, εγώ διέσχιζα πλέοντας τον μπεζ λαβύρινθο του Σιάτλ μ’ ένα γαλήνιο χειροπρακτικό χαμόγελο στα χείλη, για να φρενάρω τρυφερά μπροστά στο διαμέρισμα της Αλίξα και μετά του Τζον.
Τις επόμενες μέρες, οι τρεις μας, η Αλίξα, ο Τζον και ο υπο­γράφων προσκυνητής, πιλοτάραμε εκ περιτροπής το κλινικό ονειρόχημα του γιατρού απολαμβάνοντας κεκλιμένα επίπεδα αγροτι­κού τοπίου. Αφού διασχίσαμε την εξημερωμένη Κολούμπια και μπήκαμε στην απεραντότητα του ανατολικού Όρεγκον, αφού βγή­καμε από την υγρή ζώνη και μπήκαμε στην ξηρή, αφού βγήκαμε από τη ζώνη των λαχανικών και μπήκαμε στη ζώνη του κρέατος, αφού βγήκαμε από τη ζώνη των θαλάμων ντους από φάιμπεργκλας και μπήκαμε στη ζώνη των θαλάμων ντους από μέταλλο, βρεθή­καμε να τσουλάμε μέσα σε μια φαινομενικά ατελείωτη ποικιλία από οικοσυστήματα, τα περισσότερα απαλλαγμένα από τις πιο εμ­φανείς ενδείξεις της ανθρώπινης ανοησίας, και όλα τους αναπό­φευκτα και εκπληκτικά όμορφα.
Μερικοί από τους λόφους έμοιαζαν με πυραμίδες, άλλοι έμοια­ζαν με το περιεχόμενο του σουτιέν της Μπρουνχίλντας. Ένας ήταν τόσο έντονα μοβ-μαύρος, που υποψιαστήκαμε ότι ανακαλύψαμε τη μητρική φλέβα απ’ όπου εξορύσσεται η σκιά των ματιών. Υπήρ­χαν κρατήρες και καθιζήσεις, υψώματα και κατηφόρες, αλκαλικές λίμνες και αμμόλοφοι, φαράγγια και περάσματα, στρώματα απο­λιθωμάτων, ανεμοστρόβιλοι και τεράστια απότομα και απόκρη­μνα υψώματα που θα μπορούσαν να είναι κρουαζιερόπλοια για τρολ που κάνουν το μήνα του μέλιτος. Ακολουθήσαμε φλύαρα πο­ταμάκια που ξερνούσαν όλα τα ποταμίσια μυστικά τους σε όποιον είχε διάθεση να τα ακούσει. Στρίψαμε για να μη χτυπήσουμε αντι­λόπες, ισοπεδώσαμε νεκρά αγριοκούνελα μετατρέποντάς τα σε χαλκομανίες δυο διαστάσεων, κορνάραμε σε χαρούμενα σκυλιά και βόδια ελεύθερης βοσκής, φωτογραφίσαμε ξεδοντιασμένους ανεμόμυλους και εκκλησίες στις οποίες δεν θα ξανακυκλοφορούσε ποτέ ο δίσκος του εράνου, εισπνεύσαμε το άρωμα των θάμνων μέχρι που μπούκωσαν τα ρουθούνια μας, και εκφέραμε αυτάρεσκες καταδικαστικές κρίσεις για τους βαριεστημένους έφηβους πιστο­λάδες και τους μπιροφεσωμένους γελαδοτρομοκράτες που είχαν ανοίξει έναν γαλαξία από τρύπες σε όλα τα σήματα του δρόμου μηδενός εξαιρουμένου.
Με ενθουσίαζε το γεγονός ότι το Φαράγγι των Αιδοίων βρί­σκεται εδώ έξω, στη μέση της Αγριας Αμερικανικής Δύσης. Γιατί είναι ωραία που στην Παλιά Δύση με τους πιστολάδες και τις αρ­παγές εκτάσεων, τις σφαγές και τους χρυσοπυρετούς, τις ενέδρες και τα αλογομαστιγώματα, τις ιεραποστολές, τα σαλούν, τα νε­κροταφεία και τα οχυρά, υπήρχε μια κουλτούρα που εξυμνούσε με καλλιτεχνική έμπνευση και πνευματικό ζήλο το πιο απόκρυφο χα­ρακτηριστικό της γυναικείας ανατομίας.
Φανταστείτε το ιππικό του Κάστερ να περνά καλπάζοντας α­θώα μια ράχη, για να βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο με (ωχ!) το ροζ, το υγρό, το υποχωρητικό, το λεπτεπίλεπτα σγουρό. Φαντα­στείτε απογευματινή εκπομπή στην τηλεόραση: Ο Ρόι Ρότζερς στο Φαράγγι των Αιδοίων.
Νοητικά, συναισθηματικά, το προσκύνημά μου άρχισε γύρω στα τριάντα μου, συν-πλην κάποια χρόνια ίσως, όταν συνειδητο­ποίησα για πρώτη φορά ότι τα γυναικεία γεννητικά όργανα είναι στην κυριολεξία θεϊκά. Στην Ανατολή, ιδιαίτερα στα θρησκευτικά συστήματα του Θιβέτ και της Ινδίας, αυτή η αντίληψη επικρατού­σε από την απώτερη αρχαιότητα, ενώ στα σπήλαια της Παλαιολι­θικής Ευρώπης υπάρχουν σύμβολα γιόνι (ηλικίας είκοσι χιλιάδων ετών) που είναι πανομοιότυπα με εκείνα που λατρεύονται σήμερα από τα ταντρικά δόγματα των Ιμαλαΐων.
Όταν διάβασα ότι για τους πιστούς της τάντρα το αιδοίο λα­τρεύεται ως όργανο παραγωγής του κόσμου και του χρόνου, αυ­τή η αντίληψη άγγιξε μια συγγενική χορδή μέσα μου. Από κείνη τη μέρα αναζητώ την αμερικανική τάντρα, που σημαίνει ότι αναζητώ αμερικανικές εικόνες που προάγουν εκείνη την εσωτερική ένταση της γυναικείας σεξουαλικότητας που έχει για πηγή της τη Θεά της Δημιουργίας.
Ανάμεσα στα παραδείγματα που μου έχουν τραβήξει την προ­σοχή είναι το σλιπ χρώματος τσιχλόφουσκας που άφησε πίσω της η Μπόνι Πάρκερ για να χλευάσει τους αστυνομικούς όταν το έσκασε μαζί με τον Κλάιντ Μπάροου. Βλέπετε, ήμουν πεπεισμένος ότι η αμερικανική τάντρα πρέπει να διαφέρει τόσο πολύ από την ασιατική, όσο εμείς οι Αμερικανοί-τρυφεροί γκάνγκστερ κατά βά­θος- διαφέρουμε από τους ευλαβείς Ασιάτες. Εξακολουθώ να πι­στεύω ότι αυτό ισχύει για τη σύγχρονη εποχή, αλλά μέχρι να μά­θω για το Φαράγγι των Αιδοίων δεν είχα λάβει υπόψη μου την ταντρική συνεισφορά των Ινδιάνων της Αμερικής.
Δεδομένου ότι έχω εμπνευστεί και διαλογιστεί πάνω σε τόσο φαινομενικά βέβηλα σύμβολα όπως το σλιπ της Μπόνι (παρεμπι­πτόντως, το αγόρασε από ένα ψιλικατζίδικο μιας μικρής πόλης του Κάνσας το 1934), δεν με ανησύχησε παρά ελάχιστα το γε­γονός ότι ένα μνημείο που μπορεί να αποτελεί τον υπέρτατο ταντρικό φόρο τιμής σε όλη την αμερικανική ήπειρο βρίσκεται στη δυτική-κεντρική Νεβάδα. Και ακόμη και αυτό το ίχνος σκεπτικι­σμού έσβησε όταν θυμήθηκα ότι η Θεά της Δημιουργίας είναι ταυτόχρονα και Θεά της Καταστροφής.

* * *

Αν κάτι είναι τόσο επικίνδυνο και καταστροφικό και άσχημο και ανατριχιαστικό που δεν ξέρουμε τι να το κάνουμε, το πετάμε στη Νεβάδα. Όλη η πολιτεία είναι γεμάτη από «Επικίνδυνες Περιοχές», τεράστιες, φρουρούμενες και απαγορευμένες, που κρύβουν κάθε πιθανό είδος δηλητηρίου υψηλής τεχνολογίας, καθώς και τα διά­φορα οπλικά συστήματα που τρώνε ή χέζουν αυτά τα δηλητήρια. Στη Νεβάδα, ένα χνουδωτό συννεφάκι μπορεί να εξοντώσει ξαφ­νικά ένα ολόκληρο κοπάδι πρόβατα. Και η Νεβάδα είναι το μέ­ρος που η "Βόμβα" το θεωρεί σπίτι της.
Ακόμη και τα μπορντέλα -που επιτρέπονται από τις αρχές επει­δή υπάρχει η αντίληψη ότι οι στρατιωτικοί, οι καουμπόιδες και οι μεταλλωρύχοι δεν μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά χωρίς πόρνες- είναι ένα είδος χωματερής. Όσο για τα καζίνα, μπορούν να θεωρηθούν χωματερές χρήματος -αυτή, τουλάχιστον, ήταν η εμπειρία του υπογράφοντος προσκυνητή.
Πετάμε τα πάντα στη Νεβάδα επειδή φαίνεται τόσο άχρηστη και άδεια, επειδή εκεί μοιάζουν να υπάρχουν ακόμη λιγότερα από αυτά που η Γερτρούδη Στάιν δεν μπορούσε να βρει στο Όκλαντ. Αυτό, φυσικά, είναι μια ψευδαίσθηση. Κάθε τηλεορασόβιος που έχει δει τον "Υπέροχο Κόσμο" του Ντίσνεϊ ξέρει ότι η έρημος είναι γεμάτη ζωή.
Δεν υπάρχουν πολλοί άνθρωποι στη Νεβάδα συγκριτικά, αλ­λά αν λάβουμε υπόψη μας τον τρόπο ζωής εκείνων που υπάρ­χουν, αν λάβουμε υπόψη μας ότι τα πυκνότερα πλήθη συγκε­ντρώνονται στα μπαρ και ότι τα μπαρ είναι ανοιχτά όλο το εικο­σιτετράωρο (οι ζόρικοι παλικαράδες έχουν έθιμο αν πλουτίσεις, να μεθάς για να γιορτάσεις, και αν δεν πλουτίσεις να μεθάς για να ξεχάσεις), αν λάβουμε υπόψη μας ότι το κυριότερο παράπονο σε αυτά τα μπαρ είναι, «Δεν μας άφησαν να νικήσουμε στο Βιετνάμ», αν λάβουμε υπόψη μας ότι ο μέσος Νεβαδίτης ζει σ’ ένα διπλό- φαρδο τροχόσπιτο που δεν έχει τίποτα στην αχόρταρη αυλή του εκτός από έναν δορυφορικό δίσκο μεγάλο σαν το φεγγάρι, αν λά­βουμε υπόψη μας ότι η πλειοψηφία είναι έτοιμη να πάρει δρόμο από κει τη στιγμή που θα πλουτίσει και, τέλος, αν λάβουμε υπό­ψη μας ότι έχει απαγορευτεί σε μόνιμη βάση η είσοδος επιτυχιών του ροκ γκρουπ "Άντρες Χωρίς Καπέλα" στο Τοπ 40 της Νεβάδα, είναι αναμφίβολα ευλογία που δεν υπάρχουν περισσότεροι πολί­τες εκεί για να λεηλατήσουν ακόμη χειρότερα το ύπαιθρο και να εξοντώσουν τα μικρά του πλάσματα.
Το πρόβλημα με τη Νεβάδα είναι ότι νομίζει πως είναι η Αλά­σκα. Νομίζει ακόμη ότι είναι τα τελευταία σύνορα, σε μια εποχή που τα τελευταία σύνορα έχουν μετακινηθεί από το Άνκορατζ στην άλλη μεριά του Δία. Παρ’ όλα αυτά, η Νεβάδα είναι δια­ποτισμένη από τη νοοτροπία των συνόρων, με την αγάπη της για τα όπλα και το ποτό και τη λαχτάρα της για τις πλούσιες φλέβες χρυσού. Ένα μεγάλο μέρος από αυτήν τη συμπεριφορά είναι ψιλοπαλαβή και άξεστη (ο πολιτειακός ύμνος της Νεβάδα είναι το τραβηχτό ρέψιμο), αλλά η Αλίξα, ο Τζον κι εγώ συμφωνήσαμε ότι ακόμη και αυτοί οι υποκατάστατοι Κιτ-Καρσονισμοί ακτινοβολούν γνησιότητα αν συγκριθούν με τον εξευγενισμό που ζαχαρώνει τα άντερα της αστικής Αμερικής.
Για παράδειγμα, ήταν απρόσμενα αναζωογονητικό να διαβά­ζεις σε μια εφημερίδα που ονομάζεται "Τάιμς της Τονόπα-Νέα των Χρυσωρυχείων" όχι για έναν αλλά για δυο πρόσφατους φόνους με τσεκούρι. Στις πιο σικ πόλεις μας, οι δολοφόνοι δεν απευθύνονται πλέον στα θύματα τους με τσεκούρια. Χρησιμοποιούν μαχαίρια σούσι. Ή τους χώνουν μικρά μποκ τσόι στη μύτη.
Βασικά, πριν τελειώσει το προσκύνημά μου, έφτασα σε σημείο όπου δεν θα έλεγα όχι για ένα-δυο φύλλα μποκ τσόι. Εκτός από το μαρούλι άισμπεργκ που στέλνουν ταχυδρομικά από την Καλι­φόρνια, δεν υπάρχει ούτε ένα φρέσκο λαχανικό σε όλη τη δυτική- κεντρική Νεβάδα. Το πολιτειακό πτηνό της Νεβάδα είναι το τη­γανητό κοτόπουλο -και το βαρύ φτεροκόπημα από τις περιχυμέ­νες με σάλτσα φτερούγες του (που είναι ομολογουμένως νοστι­μότατες) απλώς φουντώνει τις φλόγες της συνοριακής νοοτρο­πίας. Ένας οργανισμός που καίει λαχανάκια Βρυξελλών, κατά πά­σα πιθανότητα δεν έχει τόσο μεγάλη διάθεση να κάνει κόσκινο τις πινακίδες των δρόμων ή να μοιράζεται τους βιότοπούς του με πε­δία βομβαρδισμών και χωματερές πλουτωνίου όσο ένας οργανι­σμός που καίει σφυροκοπημένο βοδινό.
Όπως και να ‘χει το πράγμα, η θεά της Καταστροφής χορεύ­ει στη Νεβάδα, με τα σκυλόδοντά της να στάζουν ζουμί από μπρι­ζόλες και τον ήλιο της ερήμου να αστράφτει πάνω στο περιδέραιο από κρανία στο λαιμό της. Στην τάντρα δεν την αγαπούν ούτε ένα φιλί λιγότερο από την καλοκάγαθη δίδυμη αδελφή της. Ο υπο­γράφων προσκυνητής μαθαίνει σιγά σιγά να αγαπά και τη Σκο­τεινή Χορεύτρια. Όμως, το φλιπ-σάιντ της, η Καλή Μάγισσα, ή­ταν εκείνη που τον δελέασε να πάει στη Νεβάδα, όπου η φυσική ομορφιά παλεύει να αντισταθεί στην ύπουλη ομοιομορφία την ο­ποία γεννοβολά η απληστία και ο φόβος των ανθρώπων. Σίγου­ρα, στο Φαράγγι των Αιδοίων θα επικρατούσε η Μητέρα της Δη­μιουργίας.
Αλίμονο, εκείνο το μαγιάτικο απόγευμα που πλησιάσαμε επι­τέλους στο φαράγγι, η θεά της Καταστροφής σκηνοθετούσε την παράσταση. Ο άνεμος πηλαλούσε με ριπές εκατό χιλιομέτρων την ώρα, και με κάθε φτυαριά άμμο και χιόνι που εκτόξευε στο παρ­μπρίζ, η χειροπρακτική Μερσεντές βογκούσε σαν να την πονούσε η μέση της. Η ορατότητα ήταν τόσο περιορισμένη, που ζητήσαμε από την Αλίξα να οδηγήσει. Όντας είκοσι πέντε χρονών, είχε πο­λύ μικρότερη πείρα στο τιμόνι από τον Τζον κι εμένα, αλλά συμ­βαίνει να είναι, πρώτον, γυναίκα και, δεύτερον, προικισμένο μέ­ντιουμ. Σκεφτήκαμε ότι μια απλή ανοιξιάτικη θύελλα δεν θα εμπό­διζε το ραντάρ της να πιάσει αυτά τα ιερά γιόνι.
Η Αλίξα αντάμειψε την εμπιστοσύνη μας στρίβοντας από τον κύριο ασφαλτοστρωμένο δρόμο και μπαίνοντας σ’ ένα ακόμη πιο μοναχικό δρομάκι, ένα στενό χωματόδρομο που απλωνόταν στον επίπεδο θαμνοσκεπασμένο κάμπο σαν γραμμή με κιμωλία στο γή­πεδο τένις των βουβάλων. Επί τριάντα χιλιόμετρα ακολουθούσα­με αυτόν το χωματόδρομο, πηγαίνοντας φαινομενικά ίσια προς το Μεγάλο Κενό. Η Μερσεντές, με τα χαλίκια να κροταλίζουν στην κοιλιά της και τα κλαδιά να γρατζουνούν την πολύτιμη πρωσική βαφή της, έκλαιγε με λυγμούς ζητώντας τις οτομπάν και φωνάζο­ντας, «Die Stadt! Wo ist die Stadt?». Θα μπορούσε να πει κά­ποιος ότι ήμαστε στη μέση του πουθενά, ιδιαίτερα αν ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που πιστεύει ότι το Μανχάταν είναι το κέντρο του παντού.
Μέσα από σχισμές στην κουρτίνα της χιονισμένης σκόνης, βλέπαμε ότι μπαίνουμε στους πρόποδες μιας χαμηλής οροσειράς. «Σύμφωνα με το χάρτη, απέχουμε μόνο μια εφηβαιότριχα», είπα εγώ, και στιγμές αργότερα η Αλίξα σταμάτησε το αμάξι. Ε, λοιπόν, αν υπήρχαν ιερά αγροτεμάχια στην περιοχή, δεν τα διαφήμιζαν. Τίποτα δεν έγινε αντιληπτό από την όρασή μας πέρα από την απε­ραντοσύνη του χώρου. Η σιωπή ήταν τόσο βαθιά, που ακόμη και η θύελλα έμοιαζε να φοράει μοκασίνια. Και όταν ανοίξαμε τις πόρτες, όρμησε μέσα στο αμάξι μια τέτοια ριπή από το άρωμα των θάμνων, που νόμιζες ότι όλες οι γιαγιάδες των Ηνωμένων Πο­λιτειών έπιασαν να παραγεμίσουν γαλοπούλα.
Αρχίσαμε να τριγυρίζουμε απαισιόδοξα σ’ αυτό το Γαλοπουλοτοπίο για λίγο. Και ξαφνικά, να το! Δεν υπήρχε περίπτωση λά­θους. Δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε λεπτομέρειες, αλλά το μέ­ρος ήταν τόσο φορτισμένο, που έβλεπες σχεδόν την αύρα γύρω του. Κοιταχτήκαμε και οι τρεις με νόημα, και μετά, προχωρώντας κόντρα στον άνεμο, ξεκινήσαμε με γρήγορο βήμα. Και δεν κόψα­με ταχύτητα μέχρι που βρεθήκαμε περιτριγυρισμένοι από πληθώ­ρα αιδοίων.
Κοίταξα ένα από τα δείγματα κατάματα. «Ο Δόκτωρ Αιδοίος, υποθέτω;»

Δεν υπάρχουν σχόλια: