3/11/12

Ο άνθρωπος "182-642"...

«Λέ­γο­μαι Ισαάκ Μι­ζάν, με α­ριθ­μό βρα­χίο­να 182-642»

Μέλος της ελληνικής εβραϊκής κοινότητας της Άρτας, ο Ισαάκ Μιζάν σε ηλικία 16 ετών γνώρισε τη φρίκη του ναζισμού και των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Η ιστορία ενός Έλληνα επιζήσαντα του Άουσβιτς, σε μια συγκυρία κατά την οποία τα σύννεφα της μισαλλοδοξίας και του ρατσισμού συγκεντρώνονται απειλητικά στον ουρανό της Ελλάδας.
Της Έλλης Κρι­θα­ρά­κη,
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Εποχή".

«Εκεί­νο το βρά­δυ ήρ­θε έ­νας Γερ­μα­νός με έ­να χω­ρο­φύ­λα­κα. Νο­μί­ζα­με ό­τι εί­χαν έρ­θει για έ­ναν λο­χα­γό α­πό το α­ντάρ­τι­κο που φι­λο­ξε­νού­σα­με. Τον κρύ­ψα­με σε έ­να πα­τά­ρι στο δεύ­τε­ρο ό­ρο­φο αλ­λά δυ­στυ­χώς εί­χαν έρ­θει για ε­μάς. Μας εί­παν να ε­τοι­μά­σου­με λί­γα πρά­μα­τα και μας πή­γαν ά­ρο­ν-ά­ρον σε μια αί­θου­σα κι­νη­μα­το­γρά­φου. Το πρωί ήρ­θαν κά­ποιοι συμ­μα­θη­τές και διά­φο­ροι πε­ρίερ­γοι για να δουν τι συ­νέ­βη. Κά­ποια στιγ­μή έ­φυ­γα με τα παι­διά και βγή­κα έ­ξω, αλ­λά ξα­να­γύ­ρι­σα για­τί νό­μι­ζα ό­τι έ­πρε­πε να εί­μαι μα­ζί με τους γο­νείς μου, για να τους βο­η­θή­σω. Ήμουν ο μό­νος ά­ντρας. Έχω πε­ριέρ­γεια, ό­ταν μας 'πιά­σαν ε­κεί­νο το βρά­δυ, ά­ρα­γε, αν το ευ­χα­ρι­στή­θη­καν. Αν και ε­γώ με τους χρι­στια­νούς συμ­μα­θη­τές μου δεν εί­χα κα­νέ­να πρό­βλη­μα. Μα­ζί παί­ζα­με».
Έλλη­νες ε­βραίοι σε στρα­τό­πε­δα συ­γκέ­ντρω­σης.

«Νο­μί­ζω ό­τι πή­ρα­με α­ψή­φι­στα ό­σα συ­νέ­βη­σαν το ’43 στην Θεσ­σα­λο­νί­κη. Εδώ που τα λέ­με, τα πή­ραν α­ψή­φι­στα οι ί­διοι οι Θεσ­σα­λο­νι­κείς(1).
Το κα­λο­καί­ρι του 1943 έ­διω­ξαν τον Μου­σο­λί­νι και έ­γι­νε η συν­θη­κο­λό­γη­ση των Ιτα­λώ­ν (2). Οι Γερ­μα­νοί ήρ­θαν το Σε­πτέμ­βριο. Θυ­μά­μαι ό­τι μας έ­βα­λαν το ά­στρο του Δαυΐδ, να, ε­δώ. Αυ­τό θα έ­πρε­πε να μας προ­βλη­μα­τί­σει αλ­λά, δυ­στυ­χώς, εί­χα­με μα­γα­ζιά και δεν εί­χα­με που να τα α­φή­σου­με. Στο με­τα­ξύ εί­χα­με μά­θει ό­τι οι Αγγλο­α­με­ρι­κά­νοι θα κά­νουν α­πό­βα­ση στην Κρή­τη. Πι­στεύα­με ό­τι θα ε­λευ­θε­ρω­θού­με πά­ρα πο­λύ γρή­γο­ρα -δεν τα ξέ­ρε­τε, βέ­βαια, ε­σείς αυ­τά.
Τους Κερ­κυ­ραίους τους πιά­σα­νε τον Ιού­νιο του 1944 και τον Οκτώ­βριο α­πε­λευ­θε­ρώ­θη­κε η Ελλά­δα. Μά­λι­στα υ­πήρ­χε και μια πε­ρίερ­γη ι­στο­ρία, [στη Ζά­κυν­θο], ό­ταν ο Γερ­μα­νός διοι­κη­τής ζή­τη­σε να μα­ζέ­ψουν τους ε­κεί Εβραίους. Τό­τε, ο δή­μαρ­χος και ο δε­σπό­της εί­παν ό­τι "οι Εβραίοι εί­μα­στε ε­μείς". Έτσι, δεν πεί­ρα­ξαν κα­νέ­ναν α­πό ε­κεί (3). Θα μπο­ρού­σε να έ­χει γί­νει και στην Άρτα αυ­τό».
Για το Άου­σβι­τς...
«Στις 2 Απρι­λίου, στην Αθή­να, μας φόρ­τω­σαν ε­μέ­να, τους γο­νείς μου, τις τέσ­σε­ρις α­δελ­φές μου, τους δύο ά­ντρες τους και τα παι­διά τους σε φορ­τη­γά-βα­γό­νια των 35-40 α­τό­μων και φύ­γα­με για το Άου­σβι­τς.
Μό­λις φτά­σα­με α­νοί­ξα­νε οι πόρ­τες. Ένας διερ­μη­νέ­ας μας εί­πε να α­φή­σου­με ε­κεί τα λί­γα μας πρά­μα­τα –κά­τι κου­βέρ­τες, ε­σώ­ρου­χα και διά­φο­ρα άλ­λα. Κα­τε­βή­κα­με και χω­ρι­στή­κα­με σε δύο ο­μά­δες: οι ά­ντρες και οι γυ­ναί­κες.
Ένας Γερ­μα­νός για­τρός μας κοι­τού­σε ό­πως στε­κό­μα­σταν στη σει­ρά και έ­κα­νε την κί­νη­ση: "α­ρι­στε­ρά – δε­ξιά". Από τη μία πλευ­ρά πή­γαι­ναν οι ι­κα­νοί προς ερ­γα­σία και α­πό την άλ­λη οι μη ι­κα­νοί, τους ο­ποίους έ­βα­ζαν σε φορ­τη­γά. Το ί­διο συ­νέ­βη και με τις γυ­ναί­κες.
Όταν εί­δα ό­τι έ­βα­ζαν και τον πα­τέ­ρα μου στα φορ­τη­γά –ή­ταν 58 χρο­νών, για να κα­τα­λά­βε­τε πως εν­νοού­σαν το μη ι­κα­νός για ερ­γα­σία– πή­γα σε έ­να Γερ­μα­νό και του εί­πα ό­τι θέ­λω να πάω με τον πα­τέ­ρα μου. Αυ­τούς που έ­βα­λαν στα φορ­τη­γά, α­πό ε­κεί­νη τη στιγ­μή δεν τους ξα­να­εί­δα­με. Πή­γαν κα­τευ­θείαν στους θα­λά­μους α­ε­ρίων και α­πό ε­κεί στα κρε­μα­τό­ρια.
Πολ­λά κο­ρι­τσά­κια στην η­λι­κία σας και την η­λι­κία της κό­ρης μου και πιο μι­κρά, έ­παιρ­ναν στην α­γκα­λιά τους παι­δά­κια και πα­ρί­στα­ναν τις μα­νά­δες. Αφε­νός για να γλι­τώ­σουν τον πο­δα­ρό­δρο­μο με τα φορ­τη­γά και α­φε­τέ­ρου ε­πει­δή πί­στευαν ό­τι θα τους ε­γκα­θι­στού­σαν σε στρα­τό­πε­δα ό­που οι δου­λειές δεν θα ή­ταν τό­σο βα­ριές. Την πα­τή­σαν και πή­γαν ό­λες στα κρε­μα­τό­ρια, κο­ρί­τσια σαν τα κρύα τα νε­ρά, 18, 20 και 25 χρο­νών».
Η ζωή στο στρα­τό­πε­δο...
«Έμα­θα για τους γο­νείς μου με­τά α­πό μια ε­βδο­μά­δα. Όπως περ­νού­σαν οι α­δελ­φές μου, τις ρώ­τη­σα και μου α­πά­ντη­σαν ό­τι "εί­ναι κα­λά, μια χα­ρά, θα τους δεις σε λί­γες μέ­ρες". Μας κο­ρόι­δευαν ό­λους και μας έ­λε­γαν ό­τι κά­θε 15 μέ­ρες θα πη­γαί­να­με στα κο­μά­ντο φα­μί­λιας, στα στρα­τό­πε­δα φα­μί­λιας για να δού­με τους δι­κούς μας.
Με­τά άρ­χι­σε η ε­πι­βίω­ση η δι­κή μας. Δεν υ­πήρ­χε το να α­ντι­δρά­σεις.
Τα εί­χα­με μά­θει ό­λα μέ­σα σε μια βδο­μά­δα α­πό τους Θεσ­σα­λο­νι­κείς που εί­χαν έρ­θει έ­να χρό­νο νω­ρί­τε­ρα α­πό ε­μάς. Βλέ­πα­με και την κα­μι­νά­δα. Τό­σοι πολ­λοί έ­κα­ναν τό­σο φρι­κτά ε­γκλή­μα­τα...
Με­τά την πρώ­τη δια­λο­γή, φύ­γα­με α­πό το Άου­σβι­τς και πή­γα­με στο Μπιρ­κε­νά­ου. Το ε­πό­με­νο πρωί, α­φού κά­να­με μπά­νιο, μας κου­ρέ­ψα­νε, μας ξυ­ρί­σα­νε και μας έ­βα­λαν το νού­με­ρο. Το 123456 ή­ταν το δι­κό μου.
Όταν μου έ­κα­ναν το τα­τουά­ζ, πο­νού­σα αλ­λά δεν τρα­βή­χτη­κα. Όταν ή­μουν μι­κρός διά­βα­ζα κά­τι βι­βλία με ή­ρωες και εί­πα ό­τι θα δεί­ξω θάρ­ρος. Μά­λι­στα κοι­τού­σα.
Δεν έ­νιω­σα τί­πο­τα. Δεν υ­πήρ­χε πια ού­τε ο Ισαάκ Μι­ζάν, δεν υ­πήρ­χε κα­νέ­νας, α­πλώς το νού­με­ρο. Με­τά μας δώ­σα­νε α­πό μια φα­νέ­λα, έ­να σώ­βρα­κο, έ­να που­κά­μι­σο και τη στο­λή τη ρι­γέ.
Ση­κω­νό­μα­στε 6 η ώ­ρα το πρωί, μας έ­δι­ναν έ­να υ­πο­τυ­πώ­δες ρό­φη­μα –τσάι, οι πρώ­τοι 20 προ­λά­βαι­ναν, ε­μείς πί­να­με νε­ρά­κι σκέ­το– και πη­γαί­να­με σε διά­φο­ρες δου­λειές. Στην εί­σο­δο του στρα­το­πέ­δου, υ­πήρ­χε μία ε­πι­γρα­φή που έ­λε­γε "Arbeit macht frei", δη­λα­δή "H δου­λειά ε­λευ­θε­ρώ­νει". Υπήρ­χε και μια ορ­χή­στρα και μπαί­να­με και βγαί­να­με με βή­μα.
Δεν σκέ­φτη­κα πο­τέ να δρα­πε­τεύ­σω. Όταν γυ­ρί­ζα­με το α­πό­γε­μα στο Μπιρ­κε­νά­ου, υ­πήρ­χαν κρε­μά­λες. Τα πτώ­μα­τα αυ­τών που εί­χαν α­πο­πει­ρα­θεί να δρα­πε­τεύ­σουν ή­ταν σε τρί­πο­δα για πα­ρα­δειγ­μα­τι­σμό.
Εγώ ή­μουν πα­ρέα με τέσ­σε­ρα ξα­δέρ­φια μου με τα ο­ποία με­γα­λώ­σα­με μα­ζί, μέ­να­με στο ί­διο σπί­τι. Δυ­στυ­χώς και τα τέσ­σε­ρα τα στεί­λα­νε στα Ζoντερ­κο­μά­ντο. Οι Ζoντερ­κο­μά­ντο ή­ταν οι κο­μά­ντο που βγά­ζα­νε τους νε­κρούς α­πό τους θα­λά­μους α­ε­ρίων και τους βά­ζα­νε στους φούρ­νους, τα λε­γό­με­να κρε­μα­τό­ρια».
Ζο­ντερ­κο­μά­ντο...
«Τον Ιού­νιο, ό­ταν έ­φε­ραν τους Κερ­κυ­ραίους, έ­νας α­δελ­φός έ­κα­ψε την α­δελ­φή του. Την εί­χαν βά­λει στους θά­λα­μους α­ε­ρίων. Αυ­τό το παι­δί ή­ταν φί­λος μου...
Όταν ά­νοι­γαν οι πόρ­τες, τα παι­διά του Ζο­ντερ­κο­μά­ντο α­ντί­κρι­ζαν τοί­χους και πόρ­τες ό­λο αί­μα­τα... Και έ­πε­φταν σω­ροί α­πό πτώ­μα­τα αν­θρώ­πων που ή­ταν σκαρ­φα­λω­μέ­νοι μπρο­στά α­πό την πόρ­τα. Οι νέ­οι πο­δο­πα­τού­σαν τους πιο με­γά­λους, προ­σπα­θώ­ντας να α­νέ­βουν μή­πως βρουν κά­ποια σα­νί­δα σω­τη­ρίας, μή­πως α­να­πνεύ­σουν.
Εί­χα α­κού­σει ό­τι έ­βα­ζαν στους με­γά­λους φούρ­νους δύο ά­ντρες και μια γυ­ναί­κα μα­ζί. Διό­τι, λέει, ό­τι έ­τσι και­γό­ντου­σαν πιο γρή­γο­ρα. Εν τω με­τα­ξύ τα μω­ρά, πέ­ντε-έ­ξι μω­ρά μα­ζί, τα πε­τά­γα­νε μέ­σα στο φούρ­νο.
Τον Αύ­γου­στο μή­να, ό­ταν έ­φε­ραν τους Ούγ­γρους, ά­νοι­ξαν με­γά­λους λάκ­κους και άλ­λους τους σκο­τώ­να­νε και άλ­λους τους έ­ρι­χναν μέ­σα ζω­ντα­νούς. Ήταν πά­ρα πολ­λοί και δεν προ­λά­βαι­ναν τα κρε­μα­τό­ρια. Η φλό­γα, μά­λι­στα, ή­ταν τό­σο με­γά­λη, που έ­φτα­νε στον ου­ρα­νό κα­τά κά­ποια έν­νοια.
Έτυ­χε κά­πο­τε να α­νε­βά­σω 40 πυ­ρε­τό και φο­βό­μουν ό­τι θα βγω στην α­να­φο­ρά. Eπει­δή ε­ξαρ­τιό­ταν α­πό το κέ­φι και τη διά­θε­ση του κα­θε­νός, μπο­ρεί να πή­γαι­να κα­τευ­θείαν για το κρε­μα­τό­ριο. Δεν βγή­κα στην α­να­φο­ρά –και δεν ξέ­ρω πως τα κα­τά­φε­ρα– άλ­λα μπή­κα στο μπλοκ 13 (4). Όταν ήρ­θε ο Γερ­μα­νός να κά­νει έ­λεγ­χο, κρύ­φτη­κα κά­τω α­πό το κρε­βά­τι. Αν με έ­βρι­σκαν ε­κεί, ο­πωσ­δή­πο­τε θα με σκο­τώ­να­νε την ί­δια στιγ­μή: δεν μας ε­πέ­τρε­παν ού­τε καν να μι­λά­με με τους Ζο­ντερ­κο­μά­ντο για­τί αυ­τοί ξέ­ραν πολ­λά.
Στο τέ­λος, δυ­στυ­χώς, εί­ναι ζή­τη­μα αν σώ­θη­καν κα­μιά δε­κα­ριά α­πό αυ­τούς. Σκό­τω­σαν πά­ρα πολ­λούς. Βε­βαίως, για να μην υ­πάρ­χουν μαρ­τυ­ρίες».
Ανα­χώ­ρη­ση α­πό Πο­λω­νία...
«Φεύ­γο­ντας α­πό το Μπιρ­κε­νά­ου πή­γα­με στο Ορα­νίεν­μπουρ­γκ, έ­να στρα­τό­πε­δο δια­κο­μι­δής και την ε­πό­με­νη στο Ζα­ξεν­χά­ου­ζεν.
Από ε­κεί έ­φυ­γα για το Αμβούρ­γο και με­τά στο Όρντουρφ. Εκεί η δου­λειά δεν ή­ταν πο­λύ σκλη­ρή. Φεύ­γο­ντας α­πο ε­κεί, ε­κεί άρ­χι­σε η κα­τρα­κύ­λα. Μας πή­γαν στο Μπέρ­γκεν – Μπέλ­σεν. Δεν εί­χαν θα­λά­μους α­ε­ρίων ε­κεί. Όσοι πέ­θαι­ναν, τους καί­γα­νε στα κρε­μα­τό­ρια. Όταν ή­μα­σταν πο­λύ κου­ρα­σμέ­νοι και δεν μπο­ρού­σα­με που­θε­νά να ξα­πλώ­σου­με, ξα­πλώ­να­με δί­πλα στα πτώ­μα­τα ή τα βά­ζα­με για μα­ξι­λά­ρι.
Όταν πή­γα­με στο δί­πλα στρα­τό­πε­δο, δυ­στυ­χώς εί­χα πέ­σει πά­ρα πο­λύ. Εάν οι Άγγλοι κα­θυ­στε­ρού­σαν δύο μέ­ρες να έρ­θουν, δεν θα ή­ταν κα­νείς α­πό ε­μάς στο στρα­τό­πε­δο. Εγώ ε­λευ­θε­ρώ­θη­κα 35 κι­λά. Ήρθαν α­σθε­νο­φό­ρα και μας πή­γαν κα­τευ­θείαν στα νο­σο­κο­μεία.
Τσα­κώ­θη­κα με έ­ναν Άγγλο συ­νταγ­μα­τάρ­χη–αρ­χία­τρο για­τί μας δί­ναν έ­να φλιτ­ζα­νά­κι το­σο­δά φα­γη­τό. Άρχι­σα τα κλά­μα­τα. Τί ή­μου­ν;... Παι­δά­κι 17 χρο­νών που ε­λευ­θε­ρώ­θη­κα. Πα­ρα­πο­νιό­μουν ό­τι οι Γερ­μα­νοί μας δί­ναν πε­ρισ­σό­τε­ρο φα­γη­τό. Ο άν­θρω­πος μου ε­ξή­γη­σε με λί­γα αγ­γλι­κά, λί­γα γαλ­λι­κά, λί­γα ελ­λη­νι­κά, λί­γα τούρ­κι­κα, ό­τι το στο­μά­χι μας ή­ταν τό­σο μι­κρό που αν τρώ­γα­με πε­ρισ­σό­τε­ρο θα πε­θαί­να­με. Από­δει­ξη ή­ταν ό­τι άλ­λοι ε­λευ­θε­ρω­μέ­νοι, που ή­ταν πιο δυ­να­τοί και δεν χρεια­ζό­ντου­σαν ια­τρι­κή πε­ρί­θαλ­ψη, πέ­θα­ναν. Οι Αγγλο­α­με­ρι­κά­νοι τους έ­δι­ναν σο­κο­λά­τες, ψω­μιά, το έ­να, το άλ­λο και α­πό το πο­λύ φα­γη­τό δεν ά­ντε­ξε ο ορ­γα­νι­σμός τους.
Κά­θι­σα στο νο­σο­κο­μείο δύο μή­νες. Η μία α­δελ­φή μου ε­λευ­θε­ρώ­θη­κε και η άλ­λη πέ­θα­νε στο δρό­μο της ε­πι­στρο­φής. Εγώ γύ­ρι­σα τον Αύ­γου­στο του ’45 και η α­δελ­φή μου το Δε­κέμ­βριο του ’45 με αρ­χές Γε­νά­ρη του ’46.
Φύ­γα­με με γο­νείς, με τέσ­σε­ρις α­δελ­φές, με παι­διά και με γα­μπρούς και γύ­ρι­σα ε­γώ με μια α­δελ­φή μό­νο. Αυ­τή εί­ναι η ι­στο­ρία μου σε γε­νι­κές γραμ­μές».

Ση­μειώ­σεις:
1. Μό­νο στη Θεσ­σα­λο­νί­κη ζού­σαν 55.000 Εβραίοι. Σύμ­φω­να με ο­ρι­σμέ­νους ι­στο­ρι­κούς, υ­πο­λο­γί­ζε­ται ό­τι πέ­θα­ναν πε­ρί­που 47.000 σε στρα­τό­πε­δα συ­γκέ­ντρω­σης.
2. Τον Ιού­λιο 1943 κα­τέρ­ρευ­σε το κα­θε­στώς Μου­σο­λί­νι και ο στρα­τάρ­χης Μπα­ντό­λιο, ο ο­ποίος τον δια­δέχ­θη­κε, συν­θη­κο­λό­γη­σε στις 8 Σε­πτεμ­βρίου 1943 με τις συμ­μα­χι­κές δυ­νά­μεις.
3. Οι 275 Εβραίοι της Ζα­κύν­θου ε­πέ­ζη­σαν α­πό το Ολο­καύ­τω­μα, χά­ρη στο δή­μαρ­χο Λου­κά Carrer και τον Μη­τρο­πο­λί­τη Χρυ­σό­στο­μο. Όταν οι δύο ά­ντρες δια­τάχ­θη­καν να πα­ρα­δώ­σουν γρα­πτώς τον κα­τά­λο­γο των Εβραίων του νη­σιού, ε­πέ­στρε­ψαν τη δια­τα­γή με δύο μό­νο ο­νό­μα­τα, τα δι­κά τους.
4. Το Μπλοκ 13 στο στρα­τό­πε­δο του Μπιρ­κε­νά­ου, ή­ταν γνω­στό και ως το μπλοκ των Ζο­ντερ­κο­μά­ντο.


Δεν υπάρχουν σχόλια: