«Λέγομαι Ισαάκ Μιζάν, με αριθμό βραχίονα 182-642»
Μέλος της ελληνικής εβραϊκής κοινότητας της Άρτας, ο Ισαάκ Μιζάν σε ηλικία 16 ετών γνώρισε τη φρίκη του ναζισμού και των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Η ιστορία ενός Έλληνα επιζήσαντα του Άουσβιτς, σε μια συγκυρία κατά την οποία τα σύννεφα της μισαλλοδοξίας και του ρατσισμού συγκεντρώνονται απειλητικά στον ουρανό της Ελλάδας.
Της Έλλης Κριθαράκη,
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Εποχή".
«Εκείνο το βράδυ ήρθε ένας Γερμανός με ένα χωροφύλακα. Νομίζαμε ότι είχαν έρθει για έναν λοχαγό από το αντάρτικο που φιλοξενούσαμε. Τον κρύψαμε σε ένα πατάρι στο δεύτερο όροφο αλλά δυστυχώς είχαν έρθει για εμάς. Μας είπαν να ετοιμάσουμε λίγα πράματα και μας πήγαν άρον-άρον σε μια αίθουσα κινηματογράφου. Το πρωί ήρθαν κάποιοι συμμαθητές και διάφοροι περίεργοι για να δουν τι συνέβη. Κάποια στιγμή έφυγα με τα παιδιά και βγήκα έξω, αλλά ξαναγύρισα γιατί νόμιζα ότι έπρεπε να είμαι μαζί με τους γονείς μου, για να τους βοηθήσω. Ήμουν ο μόνος άντρας. Έχω περιέργεια, όταν μας 'πιάσαν εκείνο το βράδυ, άραγε, αν το ευχαριστήθηκαν. Αν και εγώ με τους χριστιανούς συμμαθητές μου δεν είχα κανένα πρόβλημα. Μαζί παίζαμε».
Έλληνες εβραίοι σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
«Νομίζω ότι πήραμε αψήφιστα όσα συνέβησαν το ’43 στην Θεσσαλονίκη. Εδώ που τα λέμε, τα πήραν αψήφιστα οι ίδιοι οι Θεσσαλονικείς(1).
Το καλοκαίρι του 1943 έδιωξαν τον Μουσολίνι και έγινε η συνθηκολόγηση των Ιταλών (2). Οι Γερμανοί ήρθαν το Σεπτέμβριο. Θυμάμαι ότι μας έβαλαν το άστρο του Δαυΐδ, να, εδώ. Αυτό θα έπρεπε να μας προβληματίσει αλλά, δυστυχώς, είχαμε μαγαζιά και δεν είχαμε που να τα αφήσουμε. Στο μεταξύ είχαμε μάθει ότι οι Αγγλοαμερικάνοι θα κάνουν απόβαση στην Κρήτη. Πιστεύαμε ότι θα ελευθερωθούμε πάρα πολύ γρήγορα -δεν τα ξέρετε, βέβαια, εσείς αυτά.
Τους Κερκυραίους τους πιάσανε τον Ιούνιο του 1944 και τον Οκτώβριο απελευθερώθηκε η Ελλάδα. Μάλιστα υπήρχε και μια περίεργη ιστορία, [στη Ζάκυνθο], όταν ο Γερμανός διοικητής ζήτησε να μαζέψουν τους εκεί Εβραίους. Τότε, ο δήμαρχος και ο δεσπότης είπαν ότι "οι Εβραίοι είμαστε εμείς". Έτσι, δεν πείραξαν κανέναν από εκεί (3). Θα μπορούσε να έχει γίνει και στην Άρτα αυτό».
Για το Άουσβιτς...
«Στις 2 Απριλίου, στην Αθήνα, μας φόρτωσαν εμένα, τους γονείς μου, τις τέσσερις αδελφές μου, τους δύο άντρες τους και τα παιδιά τους σε φορτηγά-βαγόνια των 35-40 ατόμων και φύγαμε για το Άουσβιτς.
Μόλις φτάσαμε ανοίξανε οι πόρτες. Ένας διερμηνέας μας είπε να αφήσουμε εκεί τα λίγα μας πράματα –κάτι κουβέρτες, εσώρουχα και διάφορα άλλα. Κατεβήκαμε και χωριστήκαμε σε δύο ομάδες: οι άντρες και οι γυναίκες.
Ένας Γερμανός γιατρός μας κοιτούσε όπως στεκόμασταν στη σειρά και έκανε την κίνηση: "αριστερά – δεξιά". Από τη μία πλευρά πήγαιναν οι ικανοί προς εργασία και από την άλλη οι μη ικανοί, τους οποίους έβαζαν σε φορτηγά. Το ίδιο συνέβη και με τις γυναίκες.
Όταν είδα ότι έβαζαν και τον πατέρα μου στα φορτηγά –ήταν 58 χρονών, για να καταλάβετε πως εννοούσαν το μη ικανός για εργασία– πήγα σε ένα Γερμανό και του είπα ότι θέλω να πάω με τον πατέρα μου. Αυτούς που έβαλαν στα φορτηγά, από εκείνη τη στιγμή δεν τους ξαναείδαμε. Πήγαν κατευθείαν στους θαλάμους αερίων και από εκεί στα κρεματόρια.
Πολλά κοριτσάκια στην ηλικία σας και την ηλικία της κόρης μου και πιο μικρά, έπαιρναν στην αγκαλιά τους παιδάκια και παρίσταναν τις μανάδες. Αφενός για να γλιτώσουν τον ποδαρόδρομο με τα φορτηγά και αφετέρου επειδή πίστευαν ότι θα τους εγκαθιστούσαν σε στρατόπεδα όπου οι δουλειές δεν θα ήταν τόσο βαριές. Την πατήσαν και πήγαν όλες στα κρεματόρια, κορίτσια σαν τα κρύα τα νερά, 18, 20 και 25 χρονών».
Η ζωή στο στρατόπεδο...
«Έμαθα για τους γονείς μου μετά από μια εβδομάδα. Όπως περνούσαν οι αδελφές μου, τις ρώτησα και μου απάντησαν ότι "είναι καλά, μια χαρά, θα τους δεις σε λίγες μέρες". Μας κορόιδευαν όλους και μας έλεγαν ότι κάθε 15 μέρες θα πηγαίναμε στα κομάντο φαμίλιας, στα στρατόπεδα φαμίλιας για να δούμε τους δικούς μας.
Μετά άρχισε η επιβίωση η δική μας. Δεν υπήρχε το να αντιδράσεις.
Τα είχαμε μάθει όλα μέσα σε μια βδομάδα από τους Θεσσαλονικείς που είχαν έρθει ένα χρόνο νωρίτερα από εμάς. Βλέπαμε και την καμινάδα. Τόσοι πολλοί έκαναν τόσο φρικτά εγκλήματα...
Μετά την πρώτη διαλογή, φύγαμε από το Άουσβιτς και πήγαμε στο Μπιρκενάου. Το επόμενο πρωί, αφού κάναμε μπάνιο, μας κουρέψανε, μας ξυρίσανε και μας έβαλαν το νούμερο. Το 123456 ήταν το δικό μου.
Όταν μου έκαναν το τατουάζ, πονούσα αλλά δεν τραβήχτηκα. Όταν ήμουν μικρός διάβαζα κάτι βιβλία με ήρωες και είπα ότι θα δείξω θάρρος. Μάλιστα κοιτούσα.
Δεν ένιωσα τίποτα. Δεν υπήρχε πια ούτε ο Ισαάκ Μιζάν, δεν υπήρχε κανένας, απλώς το νούμερο. Μετά μας δώσανε από μια φανέλα, ένα σώβρακο, ένα πουκάμισο και τη στολή τη ριγέ.
Σηκωνόμαστε 6 η ώρα το πρωί, μας έδιναν ένα υποτυπώδες ρόφημα –τσάι, οι πρώτοι 20 προλάβαιναν, εμείς πίναμε νεράκι σκέτο– και πηγαίναμε σε διάφορες δουλειές. Στην είσοδο του στρατοπέδου, υπήρχε μία επιγραφή που έλεγε "Arbeit macht frei", δηλαδή "H δουλειά ελευθερώνει". Υπήρχε και μια ορχήστρα και μπαίναμε και βγαίναμε με βήμα.
Δεν σκέφτηκα ποτέ να δραπετεύσω. Όταν γυρίζαμε το απόγεμα στο Μπιρκενάου, υπήρχαν κρεμάλες. Τα πτώματα αυτών που είχαν αποπειραθεί να δραπετεύσουν ήταν σε τρίποδα για παραδειγματισμό.
Εγώ ήμουν παρέα με τέσσερα ξαδέρφια μου με τα οποία μεγαλώσαμε μαζί, μέναμε στο ίδιο σπίτι. Δυστυχώς και τα τέσσερα τα στείλανε στα Ζoντερκομάντο. Οι Ζoντερκομάντο ήταν οι κομάντο που βγάζανε τους νεκρούς από τους θαλάμους αερίων και τους βάζανε στους φούρνους, τα λεγόμενα κρεματόρια».
Ζοντερκομάντο...
«Τον Ιούνιο, όταν έφεραν τους Κερκυραίους, ένας αδελφός έκαψε την αδελφή του. Την είχαν βάλει στους θάλαμους αερίων. Αυτό το παιδί ήταν φίλος μου...
Όταν άνοιγαν οι πόρτες, τα παιδιά του Ζοντερκομάντο αντίκριζαν τοίχους και πόρτες όλο αίματα... Και έπεφταν σωροί από πτώματα ανθρώπων που ήταν σκαρφαλωμένοι μπροστά από την πόρτα. Οι νέοι ποδοπατούσαν τους πιο μεγάλους, προσπαθώντας να ανέβουν μήπως βρουν κάποια σανίδα σωτηρίας, μήπως αναπνεύσουν.
Είχα ακούσει ότι έβαζαν στους μεγάλους φούρνους δύο άντρες και μια γυναίκα μαζί. Διότι, λέει, ότι έτσι καιγόντουσαν πιο γρήγορα. Εν τω μεταξύ τα μωρά, πέντε-έξι μωρά μαζί, τα πετάγανε μέσα στο φούρνο.
Τον Αύγουστο μήνα, όταν έφεραν τους Ούγγρους, άνοιξαν μεγάλους λάκκους και άλλους τους σκοτώνανε και άλλους τους έριχναν μέσα ζωντανούς. Ήταν πάρα πολλοί και δεν προλάβαιναν τα κρεματόρια. Η φλόγα, μάλιστα, ήταν τόσο μεγάλη, που έφτανε στον ουρανό κατά κάποια έννοια.
Έτυχε κάποτε να ανεβάσω 40 πυρετό και φοβόμουν ότι θα βγω στην αναφορά. Eπειδή εξαρτιόταν από το κέφι και τη διάθεση του καθενός, μπορεί να πήγαινα κατευθείαν για το κρεματόριο. Δεν βγήκα στην αναφορά –και δεν ξέρω πως τα κατάφερα– άλλα μπήκα στο μπλοκ 13 (4). Όταν ήρθε ο Γερμανός να κάνει έλεγχο, κρύφτηκα κάτω από το κρεβάτι. Αν με έβρισκαν εκεί, οπωσδήποτε θα με σκοτώνανε την ίδια στιγμή: δεν μας επέτρεπαν ούτε καν να μιλάμε με τους Ζοντερκομάντο γιατί αυτοί ξέραν πολλά.
Στο τέλος, δυστυχώς, είναι ζήτημα αν σώθηκαν καμιά δεκαριά από αυτούς. Σκότωσαν πάρα πολλούς. Βεβαίως, για να μην υπάρχουν μαρτυρίες».
Αναχώρηση από Πολωνία...
«Φεύγοντας από το Μπιρκενάου πήγαμε στο Ορανίενμπουργκ, ένα στρατόπεδο διακομιδής και την επόμενη στο Ζαξενχάουζεν.
Από εκεί έφυγα για το Αμβούργο και μετά στο Όρντουρφ. Εκεί η δουλειά δεν ήταν πολύ σκληρή. Φεύγοντας απο εκεί, εκεί άρχισε η κατρακύλα. Μας πήγαν στο Μπέργκεν – Μπέλσεν. Δεν είχαν θαλάμους αερίων εκεί. Όσοι πέθαιναν, τους καίγανε στα κρεματόρια. Όταν ήμασταν πολύ κουρασμένοι και δεν μπορούσαμε πουθενά να ξαπλώσουμε, ξαπλώναμε δίπλα στα πτώματα ή τα βάζαμε για μαξιλάρι.
Όταν πήγαμε στο δίπλα στρατόπεδο, δυστυχώς είχα πέσει πάρα πολύ. Εάν οι Άγγλοι καθυστερούσαν δύο μέρες να έρθουν, δεν θα ήταν κανείς από εμάς στο στρατόπεδο. Εγώ ελευθερώθηκα 35 κιλά. Ήρθαν ασθενοφόρα και μας πήγαν κατευθείαν στα νοσοκομεία.
Τσακώθηκα με έναν Άγγλο συνταγματάρχη–αρχίατρο γιατί μας δίναν ένα φλιτζανάκι τοσοδά φαγητό. Άρχισα τα κλάματα. Τί ήμουν;... Παιδάκι 17 χρονών που ελευθερώθηκα. Παραπονιόμουν ότι οι Γερμανοί μας δίναν περισσότερο φαγητό. Ο άνθρωπος μου εξήγησε με λίγα αγγλικά, λίγα γαλλικά, λίγα ελληνικά, λίγα τούρκικα, ότι το στομάχι μας ήταν τόσο μικρό που αν τρώγαμε περισσότερο θα πεθαίναμε. Απόδειξη ήταν ότι άλλοι ελευθερωμένοι, που ήταν πιο δυνατοί και δεν χρειαζόντουσαν ιατρική περίθαλψη, πέθαναν. Οι Αγγλοαμερικάνοι τους έδιναν σοκολάτες, ψωμιά, το ένα, το άλλο και από το πολύ φαγητό δεν άντεξε ο οργανισμός τους.
Κάθισα στο νοσοκομείο δύο μήνες. Η μία αδελφή μου ελευθερώθηκε και η άλλη πέθανε στο δρόμο της επιστροφής. Εγώ γύρισα τον Αύγουστο του ’45 και η αδελφή μου το Δεκέμβριο του ’45 με αρχές Γενάρη του ’46.
Φύγαμε με γονείς, με τέσσερις αδελφές, με παιδιά και με γαμπρούς και γύρισα εγώ με μια αδελφή μόνο. Αυτή είναι η ιστορία μου σε γενικές γραμμές».
Σημειώσεις:
1. Μόνο στη Θεσσαλονίκη ζούσαν 55.000 Εβραίοι. Σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς, υπολογίζεται ότι πέθαναν περίπου 47.000 σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
2. Τον Ιούλιο 1943 κατέρρευσε το καθεστώς Μουσολίνι και ο στρατάρχης Μπαντόλιο, ο οποίος τον διαδέχθηκε, συνθηκολόγησε στις 8 Σεπτεμβρίου 1943 με τις συμμαχικές δυνάμεις.
3. Οι 275 Εβραίοι της Ζακύνθου επέζησαν από το Ολοκαύτωμα, χάρη στο δήμαρχο Λουκά Carrer και τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο. Όταν οι δύο άντρες διατάχθηκαν να παραδώσουν γραπτώς τον κατάλογο των Εβραίων του νησιού, επέστρεψαν τη διαταγή με δύο μόνο ονόματα, τα δικά τους.
4. Το Μπλοκ 13 στο στρατόπεδο του Μπιρκενάου, ήταν γνωστό και ως το μπλοκ των Ζοντερκομάντο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου