13/5/12

Το εφηβικό χαμόγελο που νίκησε τον ναζισμό...

 Άννα Φρανκ!

Η Άννα Φρανκ γεννήθηκε στις 12 Ιουνίου του 1929 στη Φραγκφούρτη της Γερμανίας. Ήταν η δεύτερη κόρη του Otto Frank και της Edith Hollander. Η αδελφή της Margot είχε γεννηθεί στις 16 Φεβρουαρίου του 1926. Γόνος εύπορης οικογενείας ο πατέρας της, Otto Frank, υπηρέτησε με ευλάβεια τη χώρα του στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ως αξιωματικός, ενώ μερικά χρόνια αργότερα έχασε σχεδόν όλη του την περιουσία μαζί με εκατοντάδες χιλιάδες άλλους Γερμανούς, στην μεγάλη οικονομική ύφεση του 1920. 
 Η νεογέννητη Άννα στην μητρική αγκαλιά...

Τον Ιανουάριο του 1933 οι ναζιστές του Χίτλερ ανήλθαν στην εξουσία. Ο διορατικός Otto μετέφερε την τετραμελή του οικογένεια στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας, όπου και ξεκίνησε μια εταιρεία τροφίμων στην περιοχή του Πρίσενγκρατς. Η οικογένεια Frank ήταν μεταξύ των 300.000 Εβραίων που διέφυγαν από τη Γερμανία μεταξύ του 1933 και 1939. Η ναζιστική Γερμανία όμως δεν άργησε να κατακτήσει την Ολλανδία τον Μάιο του 1940.  Η ζωή της οικογένειας Frank άλλαξε και πάλι ριζικά λόγω των ναζιστικών νόμων! Ο Otto αναγκάστηκε με βάση τους νόμους του φυλετικού διαχωρισμού να μεταβιβάσει  την επιχείρησή του σε μη-Εβραίους, και τα δύο κορίτσια να αλλάξουν σχολείο.

Τόσο το 1938 όσο και το 1941, ο Otto επιχείρησε να αποκτήσει βίζα για την οικογένειά του ώστε να μεταναστεύσουν στις Ηνωμένες Πολιτείες ή την Κούβα. Τελικά τους χορηγήθηκε οικογενειακή βίζα για την Κούβα την 1η Δεκεμβρίου 1941, αλλά κανείς δεν γνωρίζει αν τελικά έφτασε ποτέ στα χέρια τους. Δέκα ημέρες αργότερα, όταν η ναζιστική Γερμανία και η φασιστική Ιταλία κήρυξαν τον πόλεμο στις Ηνωμένες Πολιτείες, η βίζα ακυρώθηκε. Στις 12 Ιουνίου του 1942, η Άννας Φρανκ έλαβε ένα δώρο για τα 13α γενέθλιά της: ένα ημερολόγιο που η ίδια είχε δείξει τον πατέρα της σε μια βιτρίνα λίγες μέρες νωρίτερα. Στο ημερολόγιο αυτό η Άννα ξεκίνησε να γράφει την ίδια κιόλας μέρα και να περιγράφει τα γεγονότα της ζωής της από τις 12 Ιουνίου 1942 μέχρι την τελευταία μέρα που έγραψε σ' αυτό, την 1η Αυγούστου 1944. 

Λίγο προτού ξεκινήσει η μαζική εκτόπιση των εβραίων στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης, ο Otto αποφάσισε να κρύψει την οικογένειά του. Γι' αυτόν τον σκοπό δημιούργησε έναν κρυφό χώρο στην επιχείρησή του στο Πρίσενγκρατς, ο οποίος αποτελούνταν από δύο διαμερίσματα εξοπλισμένα με τα κατάλληλα μέσα για να φιλοξενήσουν δύο οικογένειες, των Frank και των Van Pels- την τριμελή οικογένεια του συνεργάτη του Otto. Το πρωί της Δευτέρας 6 Ιουλίου 1942, η οικογένεια της Άννας Φρανκ μετακόμισε στην κρυψώνα τους. Στις 13 Ιουλίου 1942, στο κρησφύγετο των Frank εγκαταστάθηκε και η οικογένεια Van Pels: ο Hermann, η Auguste, και ο 16χρόνος γιος τους Peter. Τις δύο οικογένειες ακολούθησε στο καταφύγιό τους και ο Fritz Pfeffer , ένας ηλικιωμένος εβραίος οδοντίατρος.

Η ζωή στο καταφύγιο ξεκινούσε αργά το απόγευμα. Φίλοι των Φρανκ προμήθευαν τους φυγάδες με εφόδια και φαγητό από τη μαύρη αγορά. Τις νυχτερινές ώρες ο Otto και ο συνεργάτης του διατελούσαν τις συνηθισμένες τους εργασίες στο κάτω μέρος της αποθήκης.
Η Αννα Φρανκ βρήκε στη φυλακή αυτή μια ιδιάζουσα ελευθερία. «Αγαπητή Κίτυ», γράφει στις πρώτες σελίδες του ημερολογίου της, «ελπίζω ότι θα είσαι η παρηγοριά μου και το στήριγμά μου. ...Θέλω να είμαι χρήσιμη και να προσφέρω χαρά σε όλους τους ανθρώπους, ακόμη και σε εκείνους που ποτέ δεν θα γνώρισω. Θέλω να συνεχίσω να ζω, ακόμη και μετά το θάνατό μου! Και γι 'αυτό είμαι τόσο ευγνώμων στο Θεό που μου πρόσφερε αυτό το δώρο, το οποίο μπορώ να χρησιμοποιήσω για να βοηθήσω τον εαυτό μου να αναπτυχθεί και  ταυτόχρονα να εκφράσω όλα αυτά που έχω μέσα μου! Όταν γράφω μπορώ να αποτινάξω όλες τις έγνοιες μου. Η Θλίψη μου εξαφανίζεται, και αναβιώνουν όλα τα όνειρά μου! Αλλά, και αυτό είναι ένα μεγάλο ερώτημα, θα είμαι ποτέ σε θέση να γράψω κάτι μεγάλο, θα μπορέσω ποτέ να γίνω μια δημοσιογράφος ή συγγραφέας;» Η Άννα τελικά θα τα καταφέρει και χάρη στο ημερολόγιο που έγραψε θα γίνει μια από τις πιο πολυδιαβασμένες συγγραφείς της ανθρωπότητας...αλλά μετά θάνατον. Το ημερολόγιο της εκφράζει εκτός από τις εφηβικές ανησυχίες και τα αισθήματα ενός κοριτσιού, την ωμότητα ενός πολέμου μέσα από τα μάτια ενός παιδιού το οποίο σταδιακά έχανε συνειδητά την αθωότητά του. «Δεν θα μπορέσω ποτέ να ξαναγράψω με αυτόν τον τρόπο. Γνωρίζω βαθιά μέσα μου πως δεν θα είμαι ποτέ πια αθώα» αναγράφει το ημερολόγιο στις 2 Νοεμβρίου του 1942.

Η φωνή της Αννας είναι η κραυγή ενός εβραίου στο κρησφύγετό του αλλά και η κραυγή του ανθρώπου του 20ού αιώνα, ο οποίος καταδιώχθηκε από την πιο αλλοπρόσαλλη δολοφονική μανία της Ιστορίας. Η νεαρή συγγραφέας ωστόσο αποκαλύπτει στις σελίδες του ημερολογίου ένα φυσικό ταλέντο στην τέχνη του γραπτού λόγου και μια λογική που ξεπερνά τα όρια της ηλικίας της. Σε μια από τις σελίδες της θέτει το εξής ερώτημα στον εαυτό της: «Είναι άραγε σωστό να ακολουθώ ολοκληρωτικά αυτά που μου υποβάλλει η συνείδησή μου;». Η Αννα προβληματίστηκε για τη ζωή, την αγάπη, το μίσος, την αρχή και το μέλλον μιας σχέσης με αφορμή την επαφή της με τον δεκαεξάχρονο Peter van Pelses, για τον οποίο έτρεφε συναισθήματα, καθώς και για το μέλλον της ανθρωπότητας αλλά και την εσωτερική ανάγκη του ανθρώπου να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του.

Το πρωί της 4ης Αυγούστου του 1944, οι ναζιστές ανακάλυψαν το κρησφύγετο των Φρανκ μετά τη συμπτωματική καταδίωξη ενός ληστή στην αποθήκη τροφίμων. Οι δύο οικογένειες καθώς και ο ηλικιωμένος οδοντίατρος μεταφέρθηκαν στο Αουσβιτς. Με το που φτάνουν στο στρατόπεδο η οικογένεια χωρίζεται. Ο Otto οδηγείται σε διαφορετικό τμήμα. Είναι ο μόνος που τελικά θα κατορθώσει να επιβιώσει! Η Edith θα αφήσει την τελευταία της πνοή στο κολαστήριο του Αουσβιτς. Η Άννα και η αδερφή της άφησαν την τελευταία τους πνοή στο Μπέργκεν-Μπέλσεν, το στρατόπεδο στο οποίο μεταφέρθηκαν όταν το Αουσβιτς δέχθηκε επίθεση από τους Ρώσους. Είχαν πληγεί από τύφο. Θάφτηκαν σε μαζικό τάφο! Μόλις λίγες εβδομάδες πριν το στρατόπεδο απελευθερωθεί από τα βρετανικά στρατεύματα στις 15 του Απρίλη του 1945... 
Στο κολαστήριο  του Άουσβιτς.


Μοναδικός επιζών ο Otto παρέλαβε το ημερολόγιο της Άννας μαζί με άλλα προσωπικά αντικείμενα της οικογένειάς του, από τα χέρια των γειτόνων Ελι Βόσεν και Μίεν Βαν Σάντεν, οι οποίοι τα περισυνέλεξαν αμέσως μετά τη σύλληψη των Φρανκ. Σε αυτόν οφείλεται η αρχική έκδοση του ημερολογίου, άλλωστε σε αυτόν οφειλόταν και η ύπαρξή του. Το ημερολόγιο έχει μεταφραστεί σε 30 γλώσσες και ως σήμερα έχει πουλήσει εκατομμύρια αντίτυπα σε όλον τον κόσμο. Το καταφύγιο της οικογένειας στο Πρίσενγκρατς λειτουργεί σήμερα ως κέντρο νεότητας με την ονομασία «Το σπίτι της Αννα Φρανκ».

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι το καταφύγιο κάλυπτε μια μεγάλη βιβλιοθήκη η οποία οδηγούσε στην κρυφή πόρτα των δωματίων. Οταν οι ναζιστές ανακάλυψαν το κρησφύγετο αναγκάστηκαν να παραμερίσουν δεκάδες βιβλία για να μπουν στα διαμερίσματα και να φτάσουν στην Αννα και την οικογένειά της. Αυτό που δεν γνώριζαν όταν συνέλαβαν την Αννα ήταν ότι το κορίτσι είχε ήδη δραπετεύσει. Μέσα από ένα ημερολόγιο...
Η Άννα και η αδερφή της.
Σάββατο, 7 Νοεμβρίου 1942.
Αγαπητή Κίτυ,
         Η μητέρα είναι τρομερά εκνευρισμένη, πράγμα που με εκθέτει σε κίνδυνο. Είναι τάχα τυχαίο που πάντα εγώ τα πληρώνω και ποτέ η Μαργκότ; Χθες βράδυ, για παράδειγμα, η Μαργκότ διάβαζε ένα βιβλίο εικονογραφημένο με υπέροχα σκίτσα· κάποια στιγμή σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο, αφήνοντας το βιβλίο της ανοιχτό, για να συνεχίσει το διάβασμα μόλις θα ξαναγύριζε. Δεν είχα τίποτα το ιδιαίτερο να κάνω εκείνη την ώρα και το πήρα για να χαζέψω τις εικόνες. Μόλις γύρισε η Μαργκότ, με είδε με το βιβλίο στα χέρια, ζάρωσε τα φρύδια της και με παρακάλεσε να της το δώσω. Θέλησα να το κρατήσω ακόμα μια στιγμή. Η Μαργκότ θύμωσε για τα καλά και τότε μπήκε στη μέση η μητέρα λέγοντας: 
- Η Μαργκότ είχε και διάβαζε αυτό το βιβλίο· πρέπει λοιπόν να της το δώσεις.
Μπαίνοντας στο δωμάτιο και αγνοώντας όμως για τι πράγμα επρόκειτο, ο πατέρας είδε το μισοκακόμοιρο ύφος της Μαργκότ και ξέσπασε:
- Θα ήθελα πολύ να δω τι θα έκανες αν η Μαργκότ άρχιζε να ξεφυλλίζει ένα από τα βιβλία σου!
Υποχώρησα στη στιγμή και, αφού άφησα το βιβλίο, βγήκα από το δωμάτιο - πειραγμένη, κατά τα λεγόμενα του πατέρα. Δεν ήμουν ούτε πειραγμένη ούτε στενοχωρημένη. Απλώς, ήμουν λυπημένη.
Η δικαιοσύνη επέβαλλε να μη με μαλώσει ο πατέρας δίχως να ρωτήσει την αιτία της φιλονικίας μας. Θα έδινα μόνη μου το βιβλίο στη Μαργκότ, και μάλιστα πολύ πιο γρήγορα, αν ο πατέρας και η μητέρα δεν είχαν ανακατευτεί· αντί γι' αυτό, πήραν άπρεπα το μέρος της αδερφής μου, σαν να την είχα αδικήσει.
Η μητέρα προστατεύει τη Μαργκότ, αυτό είναι ολοφάνερο· προστατεύουν πάντα η μια την άλλη. Έχω τόσο πολύ συνηθίσει αυτή την κατάσταση, ώστε έχω γίνει εντελώς αδιάφορη στις μομφές  της μητέρας και στην γκρινιάρικη διάθεση της Μαργκότ.
Δεν τις αγαπώ, παρά μόνο γιατί είναι μητέρα μου και αδερφή μου. Για τον πατέρα, το πράγμα είναι διαφορετικό. Πληγώνομαι κάθε φορά που δείχνει την προτίμησή του για τη Μαργκότ, που επιδοκιμάζει τις πράξεις της, που τη γεμίζει μ' επαίνους και χάδια, γιατί αγαπώ τρελά τον Πιμ. Είναι το μεγάλο μου ιδεώδες. Δεν αγαπώ κανέναν στον κόσμο όσο τον πατέρα.
Δεν καταλαβαίνει ότι στη Μαργκότ δε φέρεται με τον ίδιο τρόπο που φέρεται σε μένα. Η Μαργκότ είναι αναμφισβήτητα η πιο έξυπνη, η πιο ευγενική, η πιο όμορφη και η πιο καλή! Παρ' όλ' αυτά έχω κι εγώ λίγο δικαίωμα να με παίρνουν στα σοβαρά. Υπήρξα πάντα ο κλόουν της οικογένειας, πάντα με χαρακτηρίζουν ανυπόφορη και πάντα είμαι ο αποδιοπομπαίος τράγος· εγώ πάντα πληρώνω τα σπασμένα, πότε εισπράττοντας επιπλήξεις και πότε πνίγοντας μέσα μου την απελπισία μου. Τα φαινομενικά κανακέματα δε μ' ευχαριστούν πια, ούτε και οι λεγόμενες σοβαρές συζητήσεις. Περιμένω από τον πατέρα κάτι που δεν είναι ικανός να μου δώσει.
Δε ζηλεύω τη Μαργκότ, δεν τη ζήλεψα ποτέ, δε φθόνησα ουδέποτε, ούτε την ομορφιά της ούτε την εξυπνάδα της· το μόνο που ζητώ είναι την αγάπη του πατέρα, την αληθινή στοργή του, όχι μόνο για το παιδί του, αλλά για την Άννα, αυτή που είναι.
Γαντζώνομαι στον πατέρα, γιατί είναι ο μόνος που διατηρεί σε μένα τα τελευταία υπολείμματα του οικογενειακού αισθήματος. Ο πατέρας δε θέλει να καταλάβει ότι μερικές φορές έχω μια ακατανίκητη ανάγκη να ανακουφιστώ, να του μιλήσω για τη μητέρα· αρνείται να με ακούσει και αποφεύγει καθετί που έχει σχέση με τα ελαττώματά της.
Περισσότερο απ' όλους τους άλλους, η μητέρα, με το χαρακτήρα της και τα ελαττώματά της, μου πλακώνει την καρδιά. Δεν ξέρω πια τι στάση να κρατήσω· δε θέλω να της πω βάναυσα πως είναι παράλογη, σαρκαστική και σκληρή· από την άλλη, όμως, δεν μπορώ να είμαι πάντα κατηγορούμενη.
Όπως και να το κάνεις, είμαστε τα δυο άκρα αντίθετα και, μοιραία, συγκρουόμαστε. Δεν κρίνω το χαρακτήρα της μητέρας, γιατί δεν είμαι αρμόδια να τον κρίνω· τη συγκρίνω μόνο με την εικόνα της μητέρας που είχα πλάσει με τη σκέψη μου. Για μένα, η μητέρα μου δεν είναι πάντα «η μητέρα»· κι έτσι αναγκάζομαι να εκπληρώσω αυτόν το ρόλο μόνη μου. Είμαι ξεκομμένη από τους γονείς μου, έχω χάσει λίγο τα νερά μου και δεν ξέρω σε ποιο λιμάνι ν' αράξω. Όλ' αυτά γιατί έχω στο νου μου ένα ιδεώδες παράδειγμα: το ιδεώδες της γυναίκας που είναι μητέρα, και το οποίο δε βρίσκω καθόλου σ'εκείνη που είμαι υποχρεωμένη να ονομάζω μητέρα μου.
Έχω πάντα την πρόθεση να παραβλέπω τα ελαττώματα της μαμάς, να μη δω παρά μόνο τις αρετές της, και να προσπαθήσω να βρω στον εαυτό μου αυτό που μάταια αναζητώ σ'εκείνη. Αλλά δεν τα καταφέρνω, και το απελπιστικό είναι πως ούτε ο πατέρας ούτε η μητέρα υποπτεύονται ότι μου λείπουν στη ζωή κι ότι τους αποδοκιμάζω γι' αυτόν το λόγο. Υπάρχουν τάχα γονείς ικανοί να δώσουν πλήρη ικανοποίηση στα παιδιά τους; Μερικές φορές μού περνά η σκέψη ότι ο Θεός θέλει να με δοκιμάσει, όχι μόνο τώρα αλλά και αργότερα· το κυριότερο είναι να γίνω συνετή, χωρίς παραδείγματα και ανώφελα λόγια, για να είμαι αργότερα πιο δυνατή. Ποιος άλλος θα διαβάσει ποτέ αυτές τις επιστολές, εκτός από μένα;
Ποιος άλλος θα με παρηγορήσει, γιατί συχνά έχω ανάγκη παρηγοριάς· πολύ συχνά μου λείπει η δύναμη, ό,τι κάνω δεν είναι αρκετό και δεν αποτελειώνω τίποτε. Δεν το αγνοώ· προσπαθώ να διορθωθώ, και κάθε μέρα χρειάζεται να ξαναρχίσω από την αρχή. Με μεταχειρίζονται με τον πιο αναπάντεχο τρόπο. Τη μια μέρα, η Άννα είναι πανέξυπνη και μπορεί κανείς να μιλά μπροστά της για οποιοδήποτε θέμα· την επομένη, η Άννα είναι μια χαζούλα που δεν καταλαβαίνει τίποτ' απολύτως και φαντάζεται πως έχει αντλήσει από τα βιβλία σπουδαία πράγματα.
Ωστόσο, δεν είμαι πια μωρό και η χαϊδεμένη μικρούλα που γελάνε καλοσυνάτα μαζί της σε κάθε περίπτωση. Έχω το ιδανικό μου, έχω μάλιστα πολλά ιδανικά· έχω τις ιδέες μου και τα σχέδιά μου, μόλο που δεν μπορώ ακόμη να τα εκφράσω.
Α, πόσα πράγματα δεν παρουσιάζονται στο μυαλό μου το βράδυ, όταν είμαι μόνη, ακόμη και την ημέρα, όταν είμαι αναγκασμένη να υπομένω εκείνους που μ' ενοχλούν κι εκείνους που παρεξηγούν ό,τι θέλω να πω!
Τελικά ξαναγυρίζω πάντα αυτόματα στο Ημερολόγιό μου, που είναι για μένα η αρχή και το τέλος, γιατί από την Κίτυ δε λείπει ποτέ η υπομονή· της υπόσχομαι πως σε πείσμα όλων θ' αντέξω το χτύπημα, θα τραβήξω το δρόμο μου και θα καταπιώ τα δάκρυά μου. Μόνο που θα 'θελα πολύ να δω ένα αποτέλεσμα, θα 'θελα πολύ να έχω μια ενθάρρυνση, έστω για μία φορά, από κάποιον που μ' αγαπά.
Μη με κρίνεις αυστηρά, μα φρόντισε να με βλέπεις απλώς και μόνο σαν ένα πλάσμα που μερικές φορές αισθάνεται ότι το ποτήρι ξεχειλίζει.
Δική σου, Άννα.

1 σχόλιο:

PHOTO ΤΙΤΛΟΙ είπε...

εξαιρετικό αφιέρωμα