28/3/12

Η σφαγή στα Ορεινά Λιβάδια!

Η σφαγή στα Mountain Meadows (Ορεινά Λιβάδια) στην κομητεία Iron County της Γιούτα στις 11 Σεπτεμβρίου 1857 αποτελεί την επιτομή της ανθρώπινης βαρβαρότητας. Ένα καραβάνι αποίκων στο δρόμο του για την Καλιφόρνια στην κυριολεξία σφαγιάστηκε από μέλη της αίρεσης των Μορμόνων. 

Οι Μορμόνοι.
Η «Εκκλησία του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών» ή αλλιώς «Μορμόνοι» είναι μια χριστιανική αίρεση, με περί τα 13 εκατ. μέλη παγκοσμίως, τα μισά από τα οποία ζουν στις ΗΠΑ, όπου εξάλλου και ιδρύθηκε η «εκκλησία» το έτος 1830 από τον Τζόζεφ Σμιθ (Joseph Smith). Ο Σμιθ ισχυριζόταν ότι στις 21 Σεπτεμβρίου 1823 είδε ένα όραμα στο οποίο κάποιος άγγελος αποκαλούμενος Μορονί, του μετέφερε την θεϊκή εντολή να ανασυστήσει την πρώτη Χριστιανική Εκκλησία. Ο Μορόνι είπε στον Τζόζεφ για ένα "χρονικό" των πρώτων κατοίκων της Αμερικής, το οποίο ήταν θαμμένο σε έναν κοντινό λόφο και περιλάμβανε την πληρότητα του ευαγγελίου του Ιησού Χριστού. Του έδωσε μάλιστα και οδηγίες για να το βρεί και να το μεταφράσει καθώς ήταν γραμμένο με αιγυπτιακά ιερογλυφικά. Τον Σεπτέμβριο του 1827, υποτίθεται πως ο Σμιθ ξέθαψε το χρονικό, το οποίο ήταν γραμμένο επάνω σε λεπτές χρυσές πλάκες. Το περιεχόμενο αυτών των «χρυσών πλακών» αποτέλεσε κατόπιν το περιβόητο «Βιβλίο του Μόρμον», που δημοσιεύθηκε και κυκλοφόρησε το 1830 και το οποίο αποτελεί την ύψιστη ιερή γραφή για τους Μορμόνους, ανώτερη ακόμα και της Αγίας Γραφής! Το περιεχόμενο αυτού του «ιερού» βιβλίου, είναι καθαρά μυθιστορηματικό, χωρίς το παραμικρό ίχνος ιστορικών και πραγματικών γεγονότων. Σε παλαιοδιαθηκικό ύφος αναφέρεται η υποτιθέμενη μετανάστευση κατά τον 1ο μ. Χ. αιώνα στην Αμερικάνικη ήπειρο των δέκα φυλών του Ισραήλ, οι οποίες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, τους "Νεφίτες" και τους "Λαμανίτες". Οι δεύτεροι λόγω της ασέβειάς τους, έγιναν… ερυθρόδερμοι, σε αντίθεση με τους πρώτους οι οποίοι δέχτηκαν το Χριστό και έγιναν Χριστιανοί. Ανάμεσα στους Νεφίτες διακρίθηκε τον 4ο μ. Χ. αιώνα ο προφήτης Μόρμον, ο οποίος πιστεύεται ότι έγραψε το ομώνυμο βιβλίο στις «χρυσές πλάκες», που αποκαλύφτηκαν μετά από 14 αιώνες στον Σμιθ και από τον οποίο πήρε το όνομά της η αίρεση. Ο Σμιθ ονόμασε την «εκκλησία» του «Latter Day Saints» και με τα φλογερά του κηρύγματα απέκτησε αρκετούς και αφοσιωμένους οπαδούς, αρχικά στην περιοχή της Ν. Υόρκης και αργότερα στο Κίρλαντ, στο Μισσούρι, στο Ναουβόου (Ιλλινόις) αλλά και αλλού. Ταυτόχρονα όμως απέκτησε και πολλούς φανατικούς εχθρούς, οπαδούς άλλων δογμάτων από τα οποία αντλούσε τους οπαδούς του. Οι αντίπαλοί του τον κατηγόρησαν για διάφορα εγκλήματα, και τελικά κατόρθωσαν να τον καταδικάσουν και να τον φυλακίσουν. Τον Ιούνιο του 1844, ο Τζόζεφ Σμιθ και ο αδελφός του λιντσαρίστηκαν μέσα στην φυλακή στο Κάρθατζ του Ιλινόις από άλλους φανατικούς χριστιανούς και ορκισμένους αντιαιρετικούς. Έτσι ο Σμιθ, εκτός από «προφήτης» θεωρείται και «μάρτυρας» για τους Μορμόνους! Τον Σμιθ διαδέχτηκε στην ηγεσία της «εκκλησίας» του ο φίλος του Μπρίγκαμ Γιαγκ (Brigham Young:1801-1877), πρώην μαραγκός και υαλουργός. 
Αυτός προκειμένου να γλιτώσει τους οπαδούς της αίρεσης από το διωγμό των φανατικών χριστιανών, τους οδήγησε στη Δύση, όπου ίδρυσε αρχικά το 1847 το Σολτ Λέικ Σίτι και κατόπιν ολόκληρη την πολιτεία  Γιούτα, την οποία χαρακτήρισε ως τη «Γη της Επαγγελίας» και τη «Νέα Ιερουσαλήμ». Εκεί θεμελίωσε ένα ιδιότυπο θεοκρατικό καθεστώς, το «Διζερέτ», με πρόεδρο τον εαυτό του, και με απεριόριστη εξουσία. Κάτω από τις εντολές του οι Μορμόνοι και βέβαια με  πολύ σκληρή εργασία, μετέβαλλαν τον αφιλόξενο εκείνο τόπο πραγματικά σε επίγειο παράδεισο! Ο Μπρίγκαμ Γιανγκ οργάνωσε τον αποικισμό της Πολιτείας του με πάνω από 70.000 ανθρώπους από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη και ίδρυσε πάνω από 350 οικισμούς. Το επίσημο κράτος των ΗΠΑ, αρχικά αναγνώρισε την απολυταρχική-θεοκρατική εξουσία του Γιανγκ, όταν όμως άρχισαν να υπάρχουν πολλές και σοβαρές καταγγελίες για την διακυβέρνησή του και κυρίως με τον φόβο της απόσχισης της Γιούτα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζέιμς  Μπιουκάναν (James Buchanan) διέταξε την καθαίρεση του Γιανγκ από την θέση του Κυβερνήτη και αποφάσισε την αντικατάστασή του από έναν  μη-Μορμόνο τον Alfred Cumming. Για τον σκοπό αυτό δυνάμεις του στρατού των ΗΠΑ, βάδισαν προς την Γιούτα στις αρχές του καλοκαιριού του 1857, σε μια εκστρατεία που έμεινε γνωστή στην Ιστορία ως "ο Πόλεμος της Γιούτα", ή "η εξέγερση των Μορμόνων", ή και ως "η Γκάφα του Μπιουκάναν"! Η αντιπαράθεση διήρκεσε από τον Μάιο του 1857 έως τον Ιούλιο του 1858. Ενώ υπήρξαν πολλά θύματα, ως επί το πλείστον από αθώους πολίτες- ανάμεσά τους και τα θύματα της σφαγή στα Ορεινά Λιβάδια, ο "πόλεμος" στην πραγματικότητα δεν είχε καθόλου μάχες, και η αντιπαράθεση Μορμόνων και Κυβέρνησης επιλύθηκε τελικά μέσω διαπραγματεύσεων. 
Η σφαγή στα Ορεινά Λιβάδια!
Brigham Young.
Το Καλοκαίρι του 1857 οι Μορμόνοι της Γιούτα ήταν σε πολεμικό αναβρασμό, περιμένοντας την επίθεση του Ομοσπονδιακού Στρατού των ΗΠΑ! Ο αρχηγός τους Μπρίγκαμ Γιαγκ  διέταξε όλοι οι κάτοικοι σε ολόκληρη την επικράτεια της Γιούτα να προετοιμαστούν ακόμη και για πιθανή  εκκένωση της πολιτείας, να έχουν σχέδια για να κάψουν τα σπίτια και τις περιουσίες τους αν χρειαστεί και να αποθηκεύσουν τρόφιμα, ζωοτροφές και πολεμικό υλικό. Όπλα είχαν κατασκευαστεί μαζικά σε χυτήρια σε όλη την Γιούτα και τόνοι πυρομαχικών είχαν οργανωμένα αποθηκευτεί σε κρύπτες. Η Λεγεώνα Nauvoo-η πολιτοφυλακή των Μορμόνων, επανδρώθηκε και εξοπλίσθηκε πλήρως, αν και οι οδηγίες που είχε δώσει ο αρχηγός της, στρατηγός Daniel Hanmer Wells, ήταν περισσότερο οδηγίες για ανταρτοπόλεμο παρά για κατά μέτωπο αντιπαράθεση: "Με τη διαπίστωση της κίνησης των εχθρικών στρατευμάτων, να προχωρήσετε αμέσως σε ενέργειες παρενόχλησής τους, με κάθε δυνατό μέσο και τρόπο. Χρησιμοποιήστε κάθε τρόπο για να τρέψετε σε φυγή τα ζώα τους, και κλάψτε τα κάρα και τις άμαξες τους! Μην τους αφήνετε να κοιμηθούν τα βράδια! Αιφνιδιάστε τους όπως και όπου μπορείτε! Αποκλείστε τους δρόμους με δέντρα και καταστρέψετε τις διαβάσεις των ποταμών! Κάψετε όλη τη χώρα πριν από αυτούς! Μην αφήστε κανένα χόρτο πριν από αυτούς που μπορεί να καεί, χωρίς να καεί. Όπου μπορείτε και σας βοηθάει ο άνεμος βάλτε φωτιά στο χορτάρι έτσι ώστε, αν είναι δυνατόν, να καούν και οι ίδιοι. Κρατήστε τους άνδρες σας σε απόκρυψη όσο το δυνατόν περισσότερο, και αποφύγετε την άμεση αντιπαράθεση." Ταυτόχρονα ο Γιαγκ επεδίωξε και πέτυχε μια συμμαχία με τους Ιθαγενείς Αμερικάνους Ute. Αν και οι σχέσεις μεταξύ των Μορμόνων και των Ινδιάνων της Γιούτα ήταν εχθρικές από την πρώτη στιγμή της άφιξης των πρώτων εποίκων το 1847, ο Γιαγκ υιοθετώντας μια πολιτική στενών εμπορικών σχέσεων και προσηλυτισμού προς τις ιθαγενείς φυλές κατάφερε όχι μόνο να επιτύχει ειρήνη μαζί τους αλλά και πολλούς να τους προσηλυτίσει.  Οι ηγέτες των Μορμόνων ενθαρρύνονταν  στα πλαίσια της πολυγαμίας που χαρακτηρίζει την αίρεση να παντρεύονται και με Ινδιάνες, πράγμα βέβαια που δεν ίσχυε και για τους Ινδιάνους που τελικά προσηλυτίζονταν. Είναι χαρακτηριστικό πως ενώ ο αρχηγός των Ute,  Walkara έγινε μέλος της Εκκλησίας των Μορμόνων, όταν δεν του επιτράπηκε να παντρευτεί μια γυναίκα Μορμόνων, ξέσπασε ένας σύντομος αλλά βίαιος πόλεμος μεταξύ Ινδιάνων και Μορμόνων (Πόλεμος Walker 1853-1854). 
Στις 30 Αυγούστου και 1 Σεπτεμβρίου του 1857, ο Γιαγκ συναντήθηκε με αντιπροσωπεία των Ινδιάνων και τους "έδωσε" την άδεια ως Κυβερνήτης της Πολιτείας, να κλέψουν όλα τα ζώα από τα καραβάνια των μη-Μορμόνων εποίκων που διέσχιζαν την Γιούτα στον δρόμο προς την Καλιφόρνια. Αυτή η προτροπή του Γιαγκ είχε ως στόχο να κάνει τους Ιθαγενείς Αμερικανούς να συμμαχήσουν με τους Μορμόνους κατά των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά και να σιγουρέψει πως θα απέχουν από τις επιδρομές εναντίον των δικών τους οικισμών. (πράγμα που βέβαια δεν θα επιτευχθεί, καθώς οι Ινδιάνοι επιτέθηκαν και κατά αρκετών οικισμών Μορμόνων καθόλη τη διάρκεια του Πολέμου της Γιούτα, αναγνωρίζοντας πως στην πραγματικότητα εχθροί τους ήταν όλοι οι Άποικοι ανεξάρτητα από το θρήσκευμά τους). Παρόλα αυτά στα τέλη του Καλοκαιριού του 1857, μπροστά στον φόβο της επιδρομής των Ομοσπονδιακών Δυνάμεων επιτεύχθηκε μια προσωρινή συμμαχία μεταξύ των Ινδιάνων και των Μορμόνων.
Την ίδια περίοδο με κηρύγματα από άμβωνος αλλά και με ανακοινώσεις από το Διοικητήριο του Σολτ Λέικ Σίτι, ο  Γιαγκ  ζήτησε δημοσίως από τα καραβάνια των μη μορμόνων-εποίκων να μείνουν μακριά από την Επικράτεια των Μορμόνων. Εκείνη την εποχή τρεις μεγάλοι μεταναστευτικοί δρόμοι διέσχιζαν την Γιούτα με κατεύθυνση την Καλιφόρνια: το Νότιο μονοπάτι ή αλλιώς Παλαιό Ισπανικό Μονοπάτι-Old Spanish Trail, το Βορινό ή Καλιφορνέζικο Μονοπάτι και το Κεντρικό ή Μονοπάτι Egan. Και τα τρία μονοπάτια ήταν οι μόνοι από ξηράς δρόμοι για χιλιάδες μετανάστες  που παρασυρμένοι από τον Πυρετό του Χρυσού αναζητούσαν την τύχη τους στις όχθες του Ειρηνικού και στα Βουνά της Σιέρα Νεβάδα. Κλείνοντας  τους δρόμους αυτούς η πίεση προς την Αμερικανική Κυβέρνηση ήταν τρομακτική. Ταυτόχρονα ο Γιαγκ ζήτησε για όσα καραβάνια ήταν ήδη στην Γιούτα- καθώς τα ταξίδια ήταν πολύμηνα και πολλοί ήταν οι μετανάστες που βρίσκονταν στον δρόμο για την Καλιφόρνια πριν ξεσπάσει η αντιπαράθεση Μορμόνων και Κυβέρνησης- να μην τους παρασχεθεί καμία βοήθεια και οι Μορμόνοι να αποφύγουν οποιαδήποτε εμπορική συναλλαγή μαζί τους! Ανάμεσα στους άτυχους μετανάστες που εκείνη ακριβώς την περίοδο διέσχιζαν την Γιούτα με κατεύθυνση την Καλιφόρνια ήταν και το καραβάνι των Fancher-Baker.
Το καραβάνι των Fancher-Baker είχε ξεκινήσει από το Αρκάνσας στις αρχές Απριλίου του 1857 με κατεύθυνση την Καλιφόρνια  και στις 3 ή 4 Αυγούστου  του 1857 είχαν φτάσει στο Σολτ Λέικ Σίτι. Το καραβάνι αποτελούταν από σχεδόν 140 άτομα, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, με αρκετές άμαξες και κάρα και πολλά γελάδια και άλογα. Επικεφαλής τους ήταν ο John T. Baker μαζί με τον έμπειρο εξερευνητή Alexander Fancher- και από τα επίθετα των δύο ονομάστηκε και έτσι έμεινε και στην ιστορία η ομάδα αυτή των πιονέρων. Κατά την περίοδο που βρίσκονταν στην πρωτεύουσα της Γιούτα, ένα κλίμα καχυποψίας είχε αρχίσει να δημιουργείται εναντίον τους με αποτέλεσμα να μην μπορούν να συναλλάσσονται με τους ντόπιους και να μην μπορούν να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα εφόδια για την συνέχιση του ταξιδιού τους. Αυτό τους εξανάγκασε να εγκαταλείψουν γρήγορα το Σολτ Λέικ Σίτι και να κατευθυνθούν προς τα ανοιχτά λιβάδια όπου τα ζώα τους μπορούσαν να βρουν τροφή και νερό. Σε όλη την πορεία τους πλέον η εχθρότητα των απομονωμένων οικισμών των Μορμόνων τους συντρόφευε. Αλλού τους κατηγορούσαν ότι έκλεβαν  κοτέτσια, αλλού ότι δηλητηρίαζαν πηγές, και αλλού ότι στην πραγματικότητα είναι πράκτορες του Αμερικανικού Στρατού. Τα παιδιά των Μορμόνων κρύβονταν όταν έβλεπαν από μακρυά τις άμαξες των πιονέρων να προσπερνούν τις απομακρυσμένες αγροικίες, τρομαγμένα από τα όσα τρομερά άκουγαν από τους γονείς τους για αυτά τα "ανθρωπόμορφα τέρατα", οι γυναίκες κλειδώνονταν στα υπόγεια και οι άντρες οπλισμένοι έδειχναν έτοιμοι για τα χειρότερα.
Το καραβάνι των Fancher-Baker ακολουθώντας το Παλαιό Ισπανικό Μονοπάτι στράφηκε προς τον Νότο, προς την πόλη Cedar (Σένταρ Σίτι- Πόλη των Κέδρωνόπου και εκεί το κλίμα που συνάντησαν ήταν πολύ εχθρικό. Η τοπική επιτροπή των Μορμόνων αρνήθηκε να τους πουλήσει σιτάρι και προμήθειες, και στις έντονες διαμαρτυρίες των πιονέρων του καραβανιού ο σερίφης της πόλης με την σύμφωνη γνώμη του τοπικού συμβουλίου των Μορμόνων προσπάθησε να συλλάβει κάποιους από αυτούς. Το καραβάνι δεν έμεινε στην κυριολεξία ούτε μια ώρα στην πόλη και φοβούμενοι τα χειρότερα οι πιονέροι κατευθύνθηκαν προς την ασφάλεια των δασωμένων βουνών. Τελικά αναγκάστηκαν να σταματήσουν για να ξεκουραστούν σε μια ορεινή κοιλάδα 35 μίλια νοτιοδυτικά της Σένταρ Σίτι, στα Mountain Meadows (Ορεινά Λιβάδια), όπου μπορούσαν να βρουν άφθονο γρασίδι για τα ζωντανά τους και φρέσκο νερό. 
Ενώ οι μετανάστες είχαν στρατοπεδεύσει στο λιβάδι, οι ηγέτες της τοπικής πολιτοφυλακής των Μορμόνων Isaac C. HaightJohn H. Higbee, Philip Klingensmith και John D. Lee κατάστρωσαν ένα ύπουλο σχέδιο για να επιτεθούν στο καραβάνι. Σχεδίαζαν την επίθεση για  να γίνει σε μια στενή λωρίδα γης στο φαράγγι του ποταμού Σάντα Κλάρα αρκετά μίλια νότια από τα Ορεινά Λιβάδια. Η περιοχή αυτή υπάγονταν στη δικαιοδοσία του οχυρού της πολιτοφυλακής Fort Harmony στο οποίο ηγείτο ο John D. Lee. Ο Lee ήταν επίσης και πράκτορας Ινδιάνικων Υποθέσεων, υπεύθυνος για τις σχέσεις με τις τοπικές κοινότητες των Paiutes. Ο Lee και ο Haight είχαν μια μακρά, αργά το βράδυ συζήτηση για τους μετανάστες στην οποία ο Lee εξέφρασε την άποψη στον Haight πως οι Paiute "θα σκοτώσουν τους πάντες στο καραβάνι, ακόμη και τα μικρά παιδιά", εάν τους εξωθούσαν να επιτεθούν. Ο Haight φέρεται να συμφώνησε, και οι δύο μαζί τελικά προσπάθησαν να καταστρώσουν ένα σχέδιο ώστε να ρίξουν την ευθύνη για την δολοφονία στους Ινδιάνους και η συμμετοχή η δικιά τους να παραμείνει κρυφή.
Isaac C. Haight.
Οι γενικά φιλειρηνικοί Paiutes ήταν διστακτικοί, όταν οι Μορμόνοι τους μίλησαν πρώτη φορά για πιθανή επίθεση εναντίον του καραβανιού των εποίκων. Αν και περιστασιακά οι Paiutes έκαναν επιθέσεις σε καραβάνια αυτές οι επιθέσεις είχαν κυρίως χαρακτήρα μικροκλοπών ζώων και τροφίμων, δεν είχαν καμία παράδοση σε μεγάλης κλίμακας επιθέσεις. Ωστόσο, οι ηγέτες Σένταρ Σίτι του υποσχέθηκαν πως θα μπορέσουν να λεηλατήσουν τις άμαξες και να κλέψουν τα ζώα των εποίκων και τους έπεισαν ότι οι μετανάστες είχαν ευθυγραμμιστεί με τα στρατεύματα του "εχθρού" που σκόπευε να σκοτώσει  και τους Ινδιάνους μαζί με τους Μορμόνους.
Την Κυριακή, 6 Σεπτεμβρίου, ο Haight παρουσίασε το σχέδιο επίθεσης στο συμβούλιο των τοπικών θρησκευτικών, πολιτικών και στρατιωτικών αρχών του Σένταρ Σίτι. Το σχέδιο όμως συνάντησε σκεπτικισμό και αντιδράσεις από όσους δεν είχαν ήδη λάβει γνώση και τουλάχιστον έκπληκτοι το άκουσαν για πρώτη φορά, πυροδοτώντας έντονες συζητήσεις. Τέλος, το Συμβούλιο ζήτησε από τον Haight να έχει διαβουλεύσεις με τον Πρόεδρο Young για το θέμα. Ο Haight συμφώνησε να στείλουν ένα αναβάτη προς το Σολτ Λέικ Σίτι με μια επιστολή που θα εξηγεί την κατάσταση και ζητώντας ταυτόχρονα οδηγίες για  το τι πρέπει να γίνει.
Ο John D. Lee.
Αλλά την επόμενη μέρα 7 Σεπτεμβρίου, ο John D. Lee με κάμποσους Μορμόνους μεταμφιεσμένους σε ινδιάνους και λίγοι μόνο πραγματικοί Ινδιάνοι που δελεάστηκαν από τα πολλά ζώα του καραβανιού, έκαναν μια πρόωρη και βεβιασμένη επίθεση στο στρατόπεδο των μεταναστών στα Ορεινά Λιβάδια, παρά τον αρχικό σχεδιασμό  για επίθεση στο φαράγγι του ποταμού Σάντα Κλάρα. Επτά από τους μετανάστες σκοτώθηκαν, αλλά οι υπόλοιποι πάλεψαν σκληρά και όχι μόνο απόκρουσαν τους εισβολείς, αλλά τους οδήγησαν  σε υποχώρηση. Οι μετανάστες τράβηξαν γρήγορα τις άμαξες και τα κάρα τους σχηματίζοντας ένα στενό κύκλο, μέσα στον οποίο βρήκαν καταφύγιο και οργάνωσαν καλύτερα την άμυνά τους. Μια πολιορκία 5 ημερών θα ξεκινήσει με τραγική κατάληξη. Δύο άλλες επιθέσεις ακολούθησαν κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο ημερών χωρίς αποτέλεσμα.
Μετά την αρχική επίθεση, δύο πολιτοφύλακες από το Cedar City, πυροβόλησαν δύο ιππείς πιονέρους που τυχαία έπεσαν πάνω τους μερικά μίλια έξω από τα Ορεινά Λιβάδια όπου η πολιορκία συνεχιζόταν. Σκότωσαν τον έναν από τους δύο, αλλά ο άλλος διέφυγε και κατέφυγε στο στρατόπεδο των μεταναστών, φέρνοντας μαζί του και την αποκάλυψη ​​ότι οι δολοφόνοι του συντρόφου του ήταν λευκοί, και όχι Ινδιάνοι. Τελικά ο φόβος εξαπλώθηκε μεταξύ των ηγετών της πολιτοφυλακής των Μορμόνων ότι οι μετανάστες είχαν ανακαλύψει ποιοι στην πραγματικότητα τους είχαν επιτεθεί! Αν οι επιζώντες μετανάστες κατάφερναν να γλιτώσουν ελεύθεροι και συνέχισαν για την Καλιφόρνια, η είδηση ότι οι Μορμόνοι είχαν συμμετάσχει στην επίθεση εναντίον τους θα μπορούσε να εξαπλωθεί γρήγορα. Και καθώς ο Ομοσπονδιακός στρατός πλησίαζε ήδη στο έδαφος της Γιούτα, μια τέτοια είδηση, θα  μπορούσε να οδηγήσει σε βαριά αντίποινα  που θα απειλούσε τις ζωές όλων των κατοίκων του Cedar City.
Στις 9 Σεπτεμβρίου ο Haight ταξίδεψε στην πόλη Parowan και ζήτησε την άδεια του William H. Dame, διοικητή της κομητείας Iron County στην οποία υπαγόταν διοικητικά το Cedar City για να δράσει η πολιτοφυλακή και να λυθεί το θέμα άμεσα. Αμέσως μετά την ενημέρωση που ο Dame είχε από τον Haight για τα γεγονότα στα Ορεινά Λιβάδια, έδωσε την έγκριση για δράση. Ο Haight επέστρεψε άμεσα στο Σένταρ Σίτι, και αμέσως φώναξε περίπου δύο δωδεκάδες πολιτοφύλακες, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν αξιωματικοί, και τους οδήγησε στα Ορεινά Λιβάδια όπου και ενώθηκαν με τους υπόλοιπους που συνέχιζαν να πολιορκούν τους πιονέρους του καραβανιού Fancher-Baker. Αυτοί που λίγα μόνο χρόνια πριν είχαν ζήσει στο Μισούρι και στο Ιλινόις την βια στο πετσί τους και είχαν αναγκαστεί να μεταναστεύσουν μακριά στην αφιλόξενη Γιούτα για να γλιτώσουν από την βία, ήταν πλέον έτοιμοι να ακολουθήσουν ουσιαστικά το ίδιο μοτίβο της βίας σε βάρος άλλων, αλλά σε μια κλίμακα πολύ πιο θανατηφόρα.
Την Παρασκευή 11 Σεπτέμβρη 1857, ο John D. Lee κρατώντας μια λευκή σημαία κατευθύνθηκε στους πολιορκημένους πιονέρους. 
Οι πολιορκημένοι καθώς έβλεπαν να εξαντλούνται τα αποθέματά τους σε νερό, τρόφιμα και πολεμοφόδια δέχτηκαν να τον ακούσουν. Ο Lee τους είπε ότι είχε διαπραγματευθεί μια εκεχειρία με τους Paiutes. Τους διαβεβαίωσε ότι με απόλυτη ασφάλειά η πολιτοφυλακή θα τους συνοδεύσει ανάμεσα από τους Ινδιάνους πίσω στο Cedar City. Ως αντάλλαγμα έπρεπε να αφήσουν πίσω όλα τα υπάρχοντά τους και να εγκαταλείψουν τα όπλα τους, σηματοδοτώντας έτσι τις ειρηνικές τους προθέσεις προς τους Ινδιάνους. Οι υποψιασμένοι μετανάστες συζήτησαν αρκετή ώρα για το τι πρέπει να κάνουν, αλλά στο τέλος αποδέχθηκαν  τους όρους του Lee,  βλέποντας ότι δεν υπήρχε καμία καλύτερη εναλλακτική λύση. Και αποφάσισαν να παραδοθούν στην πολιτοφυλακή των Μορμόνων.
Σύμφωνα με τις οδηγίες του Lee, τα μικρότερα παιδιά και οι τραυματίες εγκατέλειψα πρώτοι τον καταυλισμό μέσα σε δύο άμαξες, και πίσω τους ακολούθησαν οι γυναίκες και τα μεγαλύτερα παιδιά με τα πόδια. Οι άνδρες και τα μεγαλύτερα αγόρια εγκατέλειψαν τελευταίοι τον καταυλισμό, συνοδευόμενοι από  έναν πολιτοφύλακα ο καθένας τους. Βάδισαν κάπως έτσι για ένα περίπου μίλι, έως ότου, με ένα προσχεδιασμένο σήμα, κάθε εθνοφρουρός γύρισε και πυροβόλησε τον μετανάστη που πορευόταν δίπλα του, ενώ οι Ινδιάνοι όρμησαν από την κρυψώνα τους και επιτέθηκαν στα τρομοκρατημένα γυναικόπαιδα. Άλλοι πολιτοφύλακες έσπευσαν στα δύο προπορευόμενα κάρα και δολοφόνησαν τους τραυματίες. 120 τουλάχιστον άτομα, άνδρες, και γυναικόπαιδα σφαγιάστηκαν σε λίγα δευτερόλεπτα. Μόνο δεκαεπτά από τα παιδιά κάτω των επτά ετών γλύτωσαν την σφαγή, καθώς θεωρήθηκαν πολύ μικρά για να κατανοήσουν το τι συνέβηκε πραγματικά και έτσι δεν θα μπορούσαν και να μιλήσουν. 
Μετά τη σφαγή οι δράστες έθαψαν βιαστικά τα θύματα, αφήνοντας τα σώματά τους ουσιαστικά εκτεθειμένα στα άγρια ​​ζώα και τα στοιχεία της φύσης. Τα περισσότερα γελάδια τα πήραν οι Ινδιάνοι και πολλά από τα υπάρχοντά των θυμάτων πουλήθηκαν σε δημοπρασίες.Τα δεκαεφτά παιδιά που γλύτωσαν της σφαγής δόθηκαν σε τοπικές οικογένειες Μορμόνων για να τα μεγαλώσουν. Και τα δεκαεφτά θα καταφέρουν να τα ανακαλύψουν οι Αξιωματούχοι του Αμερικανικού Στρατού δύο χρόνια αργότερα και θα  τα παραδώσουν στους πλησιέστερους συγγενείς τους στο Αρκάνσας.
Ο Brigham Young έλαβε τα νέα για την σφαγή στα Ορεινά Λιβάδια μέσα σε λίγες ημέρες. Διέταξε άμεσα μια έρευνα για την υπόθεση και πήρε ο ίδιος συνέντευξη από τον John D. Lee στις 29 Σεπτεμβρίου 1857. Το 1858, ο Young απέστειλε έκθεση προς τον Επίτροπο των Ινδιάνικων Υποθέσεων στην οποία ανάφερε ότι για την σφαγή υπεύθυνοι ήταν οι Ιθαγενείς Αμερικανοί Paiute. Ο "Πόλεμος της Γιούτα"  καθυστέρησε τις  έρευνες από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ μέχρι την άνοιξη του 1859, όταν ο Jacob Forney και ο James Henry Carleton  έλαβαν εντολή για την διεξαγωγή ερευνών. Τον Ιούλιο του 1858 ο πόλεμος των Μορμόνων τέλειωσε και τυπικά, όπως άρχισε: χωρίς καμία εχθροπραξία ανάμεσα στους στρατούς των αντιπαρατεθόμενων δυνάμεων. Ένας ρεπόρτερ, νεοαφιχθέντας στο Σολτ Λέικ Σίτι τον Ιούνιο του 1858 για λογαριασμό της εφημερίδας New York Herald έγραψε χαρακτηριστικά: "Έτσι έγινε ειρήνη - έτσι τελείωσε ο «πόλεμος των Μορμόνων», o οποίoς μπορεί να θεωρηθεί πλέον ιστορικός: Νεκροί: κανένας! Τραυματίες:κανένας! Κορόιδα και ξεγελασμένοι:όλοι!". Για αυτό εξάλλου και ο πόλεμος της Γιούτα ονομάστηκε και "Γκάφα του Μπιουκάναν"! 
Κι όμως τα θύματα της σφαγής στα Ορεινά Λιβάδια δεν ήταν αποτέλεσμα ουδεμίας γκάφας! Μέχρι και  το Μάιο του 1859 όλοι πιστεύουν πως η σφαγή του καραβανιού Fancher-Baker ήταν έργο των "απολίτιστων" Ινδιάνων. Ποιος μπορούσε να πιστέψει ότι φανατικοί Χριστιανοί θα μπορούσαν να έχουν διαπράξει ένα τόσο στυγερό έγκλημα; Τον Μάη του 1859 ο αξιωματικός του Αμερικανικού Στρατού James Henry Carleton αναλαμβάνει να διερευνήσει την σφαγή στα Ορεινά Λιβάδια και να κυνηγήσει τους υπεύθυνους! Όλοι ακόμη και ο ίδιος ο Carleton πιστεύουν ότι άλλη μια εκστρατεία κατά των Ινδιάνων ξεκινάει. Στην έρευνα του ο Carleton, στα Ορεινά Λιβάδια, βρήκε τα μαλλιά των γυναικών μπλεγμένα στους θάμνους αν και είχαν περάσει σχεδόν δύο χρόνια από την σφαγή και ανακάλυψε οστά παιδιών στην αγκαλιά των μανάδων τους-ή καλύτερα σε ότι είχε απομείνει από αυτές. Κομμάτια από παιδικά ρούχα και γυναικεία φορέματα κρεμόντουσαν από τους κέδρους, και παντού άσπριζαν κομμάτια οστών. Ο Carleton αργότερα θα καταθέσει ότι η εικόνα που αντίκρισε στα Ορεινά Λιβάδια ήταν "ένα θέαμα που δεν μπόρεσε ποτέ να ξεχάσει." Και ο Carleton ήταν ένας έμπειρος στρατιωτικός στον πόλεμο κατά των Ινδιάνων, και τα μάτια του είχαν δει πολλά και ο ίδιος είχε πράξει πολλά! Μετά τη περισυλλογή των κρανίων και των οστών που βρέθηκαν διασκορπισμένα τριγύρω οι άνδρες Carleton υπολόγισαν πως επρόκειτο για τουλάχιστον 34 νεκρούς, τους οποίους και τελικά έθαψαν σε έναν ομαδικό τάφο πάνω στο οποίο ανεγέρθηκε ένα μνημείο από πέτρες. 

Ανακαλύφθηκαν όμως και τρεις ομαδικοί τάφοι που περιείχαν τουλάχιστον άλλα 39 λείψανα.  Ο γιατρός Charles Brewer στην αναφορά του, που περιλαμβάνεται στην τελική έκθεση του Carleton, περιγράφει πως όλα τα κρανία των νεκρών που εξέτασε έφεραν οπές από σφαίρες! Και ο Carleton σχολιάζει πως όλοι οι Ινδιάνοι της περιοχής είχαν στην κατοχή τους μόνον τρία όπλα όλα κι όλα! Ο Carleton πήρε συνεντεύξεις τόσο από Μορμόνους όσο και από Ινδιάνους Paiute και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε σαφής συμμετοχή Μορμόνων στη σφαγή. Εξέδωσε μια έκθεση στις αρχές του καλοκαιριού του 1859, προς την στρατιωτική διοίκηση και το Κογκρέσο, εκθέτοντας τα ευρήματά του. Η έκθεση του Carleton χαρακτήρισε τις μαζικές δολοφονίες στα Ορεινά Λιβάδια ως «ειδεχθές έγκλημα», και κατηγόρησε ευθέως τόσο τις τοπικές όσο και τις ανώτερες εκκλησιαστικές  αρχές των Μορμόνων για τη σφαγή. Ο Jacob Forney, Επιθεωρητής των Ινδιάνικων υποθέσεων για την Γιούτα, προέβη επίσης σε έρευνα που περιλάμβανε επίσκεψη στην περιοχή το καλοκαίρι του 1859 και άντλησε πολλά στοιχεία από τα παιδιά που επέζησαν της σφαγής και που είχαν υιοθετηθεί από οικογένειες Μορμόνων. Συγκέντρωσε τα παιδιά αυτά στο πλαίσιο της προετοιμασίας για τη μεταφορά τους στους συγγενείς τους στο Αρκάνσας και προσπάθησε να αντλήσει και να εκμαιεύσει όσες πληροφορίες μπορούσε από αυτά. Κανένα από τα παιδιά αυτά δεν είχε έρθει σε επαφή με Ινδιάνους. Ο Forney κατέληξε κι αυτός στο συμπέρασμα ότι οι Paiutes δεν είχαν ενεργήσει μόνοι τους και η σφαγή δεν θα είχε συμβεί χωρίς την συμμετοχή των Μορμόνων. Ο ομοσπονδιακός δικαστής John Cradlebaugh συγκάλεσε μια δικαστική επιτροπή στο Provo της Γιούτα, σχετικά με τη σφαγή, αλλά οι υπόλοιποι ένορκοι αρνήθηκαν οποιαδήποτε άσκηση διώξεων. Ωστόσο, ο Cradlebaugh πραγματοποίησε περιοδεία στα Ορεινά Λιβάδια με στρατιωτική συνοδεία. Ο Cradlebaugh και η ομάδα του επιχείρησαν να συλλάβουν τους John D. Lee, Isaac Haight, και John Higbee, αλλά αυτοί διέφυγαν πολύ εύκολα χωρίς να αφήσουν ίχνη πίσω τους. Οι έρευνες για την σφαγή σταμάτησαν καθώς το 1861 ξέσπασε ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος. Μόνο πολλά χρόνια αργότερα το 1871, οι έρευνες ξανάρχισαν καθώς ένα μέλος της Πολιτοφυλακής του Cedar City, ο επίσκοπος Philip Klingensmith, που είχε παίξει ηγετικό ρόλο στην σφαγή, αλλά από το 1870 είχε αποκηρύξει την αίρεση και είχε καταφύγει στην Νεβάδα, έδωσε ένορκη κατάθεση για τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στα Ορεινά Λιβάδια! Τελικά όμως από όλους τους υπεύθυνους σε δίκη θα καταλήξει μόνο ο  Lee, και ο οποίος μετά από δύο δίκες ( 23 Ιουλίου 1875 και 13 Σεπτεμβρίου 1876) θα καταδικαστεί σε θάνατο. Σύμφωνα με την νομοθεσία της Γιούτα θα του δοθεί το δικαίωμα να επιλέξει τον τρόπο εκτέλεσης του (αποκεφαλισμός, τουφεκισμός ή κρεμάλα) και ο ίδιος θα επιλέξει να τουφεκιστεί. 
Ο  John Doyle Lee λίγο πριν την εκτέλεση του κάθεται δίπλα στο φέρετρό του.
Στις 23 του Μάρτη του 1877 ο John Doyle Lee θα οδηγηθεί στα Ορεινά Λιβάδια, ακριβώς στον χώρο της σφαγής του 1857, και θα εκτελεστεί από απόσπασμα του Αμερικανικού Στρατού. Από τις 19 γυναίκες του πρόλαβε και απέκτησε 56 παιδιά, και πλέον στην σημερινή εποχή οι απόγονοι του είναι εκατοντάδες συμπεριλαμβανομένων γερουσιαστών και ανώτατων δικαστικών. Κανένας άλλος δεν θα διωχθεί για την σφαγή στα Ορεινά Λιβάδια. Το θέμα θα κλείσει τουλάχιστον δικαστικά με την εκτέλεση του Lee, και μόνον κάποιοι ιστορικοί μελετητές ασχολούνται πλέον μαζί του. Ανάμεσα στους κέδρους των Ορεινών Λιβαδιών ακόμη και σήμερα στέκει το μνημείο των θυμάτων να θυμίζει την σφαγή του 1857. 
Πόσοι όμως αντικρίζοντας αυτό το μνημείο ή διαβάζοντας την ιστορία της σφαγής, μπορούν να δουν πίσω από τα γεγονότα αυτά καθ΄αυτά και να αναρωτηθούν για το τι πραγματικά συμβολίζουν τα Ορεινά Λιβάδια; Πόσοι μπορούν να αναρωτηθούν για το τι οπλίζει το χέρι απλών ανθρώπων και τους οδηγεί σε τέτοια αποτρόπαια εγκλήματα; Πόσοι μπορούν να φανταστούν τον εαυτό τους ως έναν απλό κάτοικο της πόλης των Κέδρων (Cedar City) εκείνη την χρονική στιγμή και να αναρωτηθούν για το τι στάση θα κράταγαν οι ίδιοι; Πόσοι άνθρωποι ακόμη και σήμερα μπορούν να συνειδητοποιήσουν ότι όσο υπάρχει Μισαλλοδοξία στην Γη, πάντα θα μας κυνηγούν τα φαντάσματα των Ορεινών Λιβαδιών και ότι ο άνεμος στους Κέδρους των Βουνών δεν θα ψιθυρίζει τα ονόματα  των νεκρών του παρελθόντος αλλά των νεκρών του Μέλλοντος;

Δεν υπάρχουν σχόλια: