17/11/11

Από την Μικρασιατική Καταστροφή στην Χρεοκοπία και στον Φασισμό.

Οι οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής: η ανάπτυξη του Ελληνικού Καπιταλισμού και του Ελληνικού Χρέους.
Εμπρός 3-9-1922.

Η Μικρασιατική καταστροφή οδήγησε στην  απώλεια εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπινων ζωών και την προσφυγοποίηση 1,5 εκατομμυρίου άλλων. Στα συντρίμμια της Σμύρνης τερματίσθηκε η Ελληνική παρουσία 2.500 ετών στη Μικρά Ασία και ενταφιάστηκε η ιδεολογία της «Μεγάλης Ιδέας», η οποία είχε αποτελέσει επί σχεδόν έναν αιώνα τον κεντρικό άξονα της ελληνικής  πολιτικής σκηνής και τη βασική πηγή τροφοδότησης της νεοελληνικής αυτοσυνειδησίας. Το 1922 δεν αποτελεί όμως μόνο το τέλος της Μεγάλης Ιδέας. Αποτελεί την αφετηρία για μια ριζική αναδιάρθρωση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και των διεθνών του αρθρώσεων, ανοίγει μια νέα εποχή στην ελληνική ιστορία. Είναι η εποχή της εθνικής ομογενοποίησης και ενοποίησης, εποχή ακόμα που ξεκινάει η ταχύρυθμη βιομηχανικής ανάπτυξης και η «εκ των υστέρων κάλυψης του αναπτυξιακού χάσματος» με τη βιομηχανική Δύση. Ποτέ στο παρελθόν ο ελληνικός καπιταλισμός δεν είχε γνωρίσει μια τόσο γρήγορη καπιταλιστική ανάπτυξη και μια αντίστοιχη κοινωνική αναδιάρθρωση, όπως αυτή που συντελέστηκε κατά την περίοδο που ακολούθησε τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το 1923 ήταν ένας χρόνος δοκιμασίας για την οικονομική ζωή της χώρας, καθώς η παραγωγή (γεωργική και βιομηχανική) ελαττώθηκε, οι εισαγωγές αυξήθηκαν και μαζί και το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο, η ναυτιλία περνούσε κρίση και το κόστος της ζωής ανέβαινε, οι καταβολές ωστόσο για τη μελλοντική βιομηχανική ανάπτυξη είχαν αρχίσει να αποδίδουν. Το φτηνό εργατικό δυναμικό, που προσέφερε ο ερχομός των προσφύγων, αλλά και η αποκοπή της μεταναστευτικής διεξόδου, η συγκέντρωση αποδημικού κεφαλαίου ( τάση που είχε αρχίσει να σημειώνεται από την προπολεμική περίοδο ) και ο ρόλος του κράτους, ευνόησαν μια βιομηχανία που είχε ωφεληθεί ήδη από τις συνθήκες που δημιούργησε ο μεγάλος πόλεμος.
Μετά το 1923 η αύξηση των ονομαστικών ημερομισθίων δεν παρακολουθούσε πια την αύξηση του τιμαρίθμου. Ο Ζολώτας έγραφε το 1925. " Σήμερον ο εργάτης αμείβεται ολιγώτερον ή προ του πολέμου " ( Ξ. Ζολώτας, Η Ελλάς εις το στάδιον της εκβιομηχανίσεως, Αθήνα 1926).
Κατά την περίοδο 1922-32 η Ελλάδα συνήψε εξωτερικά δάνεια που το συνολικό ύψος τους έφθανε στο 150% του ετήσιου Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος της χώρας (1.022 εκατ. χρυσά φράγκα). Τα δάνεια χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για τη χρηματοδότηση έργων υποδομής και για την αποκατάσταση των προσφύγων.
Στο ευνοϊκό λοιπόν έδαφος για τη συσσώρευση του κεφαλαίου, που δημιούργησε η «εθνική αναδίπλωση» του 1922 και τα μέτρα του κρατικού παρεμβατισμού και μεταρρυθμισμού, οι ρυθμοί καπιταλιστικής ανάπτυξης θα ξεπεράσουν κάθε προηγούμενο: Η βιομηχανική παραγωγή αυξάνεται στο διάστημα 1921-1931 κατά 80%. (Παφυλάς 1934 σ. 129-146).
Από τον Αύγουστο του 1922 ως την υπογραφή της συμφωνίας για την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, τον Ιανουάριο του 1923, είχαν ήδη φθάσει στην Ελλάδα 900.000 περίπου πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη. Η περίθαλψη των προσφύγων στην αρχή αντιμετωπίστηκε με πόρους του ελληνικού κράτους, την γενναιόδωρη προσφορά ιδιωτικών οργανώσεων και τη σημαντική βοήθεια του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού. Βέβαια οι ανάγκες των προσφύγων ήταν αυξημένες και γι' αυτό χρειάστηκε η επέμβαση της Κοινωνίας των Εθνών, προκειμένου να εξασφαλιστεί εξωτερική πίστωση για τη χρηματοδότηση του τιτάνιου έργου της αποκατάστασης των προσφύγων και της ομαλής ενσωμάτωσης τους στην ελληνική κοινωνία. Η σύναψη δανείου το 1924 για το σκοπό αυτό έδωσε νέα τροπή στο προσφυγικό ζήτημα ανακουφίζοντας χιλιάδες οικογένειες που είχαν υποστεί ολοκληρωτική καταστροφή. Η διαχείριση του δανείου ανατέθηκε στην Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (Ε.Α.Π), αυτόνομο οργανισμό που ιδρύθηκε βάσει του Πρωτοκόλλου της 28ης Σεπτεμβρίου της Γενεύης. Τη διοίκηση της Ε.Α.Π ανέλαβαν δύο Ελληνες, διορισμένοι από την ελληνική κυβέρνηση και δύο ξένοι διορισμένοι από την Κοινωνία των Εθνών (Κ.Τ.Ε) από τους οποίους ο ένας  ήταν υποχρεωτικά Αμερικανός .


Από τους 1.220.000 πρόσφυγες που ήρθαν στην Ελλάδα μέχρι το 1924 το 53% είχε αστική προέλευση και το 47% αγροτική. Απ' αυτούς 579.000 εγκαταστάθηκαν στην ύπαιθρο και 653.000 σε αστικά κέντρα. Σύμφωνα με στοιχεία της στατιστικής υπηρεσίας  638.253  πρόσφυγες  εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία. Απ' αυτούς 446.094 πήγαν σε αγροτικές περιοχές. Στη δυτική Θράκη συνολικά 107.607 και απ' αυτούς 72.000 σε αγροτικές περιοχές. Στα νησιά του Αιγαίου 56.613, στην Κρήτη 33.900, στην Ήπειρο 8.179 και στην παλαιά Ελλάδα 377.297,  από  τους  οποίους  343.721  σε αστικά κέντρα.
Για την ενίσχυση των προσφυγικών οικογενειών της υπαίθρου, η επιτροπή και η Κυβέρνηση διένειμαν πάνω από 245.000 ζώα και μεγάλες ποσότητες γεωργικών εργαλείων. Τα 2/3 των εξόδων της επιτροπής δαπανήθηκαν στη Μακεδονία με αποτέλεσμα να αλλάξει μορφή το τμήμα αυτό της ελληνικής επικράτειας σε τέτοιο βαθμό, ώστε σύμφωνα με τις εντυπώσεις του John Campel το 1930, δυσκολευόταν κανείς ν' αναγνωρίσει τον έρημο τόπο του 1923.
Η έλλειψη στέγης, που υπήρχε στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη ακόμη και πριν από την καταστροφή, επιδεινώθηκε τρομερά μετά το 1922, όπως σημειώνει ο Δ. Πεντζόπουλος στο πολύτιμο βιβλίο του " The Balkan Exchange of Minorities and its Impact upon Greece" (Hague 1962 ) . Το 1924 η πρωτεύουσα, με πληθυσμό σχεδόν διπλάσιο από ότι είχε το 1918, χρειάζονταν 15.000 πρόσθετες κατοικίες, παρά το γεγονός ότι το κράτος είχε κατασκευάσει 9.000 κατοικίες ειδικά για τους πρόσφυγες. Στη Θεσσαλονίκη το στεγαστικό πρόβλημα ήταν ακόμη οξύτερο, καθώς η πόλη είχε πληγεί το 1917 από την καταστροφική πυρκαγιά.
Η Ε.Α.Π πλήρωσε για την εγκατάσταση προσφύγων στα αστικά κέντρα το 1/5 από ότι της στοίχισαν οι αγροτικές εγκαταστάσεις. Μέχρι το τέλος του 1929 η Επιτροπή είχε χτίσει περίπου 27.000 κατοικίες σε 125 συνοικισμούς και το κράτος 25.000 κατοικίες, χωρίς βεβαίως να έχει λυθεί το πρόβλημα της άθλιας διαβίωσης των προσφύγων, καθώς εξακολουθούσαν περίπου 30.000 προσφυγικές οικογένειες να ζουν κάτω από άθλιες συνθήκες σε προσφυγικές τσίγκινες παράγκες.
Το  κράτος έπαιξε  ακόμη  καθοριστικό  ρόλο  στην  ανάπτυξη της βιομηχανίας τόσο με τη δημιουργία κινήτρων όσο  και την  πιστωτική και φορολογική  πολιτική  του.  Έτσι,  ενώ  οι δημόσιες δαπάνες το 1914 δεν ξεπερνούσαν τις 624.793 δρχ., το 1924 έφθαναν τα 5.500.000.
Ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων, εξάλλου, διπλασιάστηκε μέσα σε διάστημα 10 ετών. Επίσης οι φόροι διπλασιάστηκαν μέσα στο διάστημα αυτό. Τεράστια αύξηση σημείωσε και το εθνικό χρέος. Στα παλαιά χρέη θα προστεθούν τα δάνεια για την εγκατάσταση των προσφύγων, η μερίδα του Τουρκικού χρέους που αναλογούσε στις νέες επαρχίες (το χρέος ανέλαβε η Ελλάδα σύμφωνα με τη συνθήκη της Λωζάννης) και το ποσό που προέκυψε από τις εκκαθαρίσεις των συμμαχικών προκαταβολών. Ο Ανδρεάδης σημειώνει το 1927. " Η Ελλάς εξ αιτίας του πολέμου κινδυνεύει να ίδη την υπηρεσία του χρέους της απορροφούσαν το 40% και πλέον των εσόδων της " 
Την περίοδο 1924-1931 συνομολογήθηκαν εννιά εξωτερικά δάνεια, συνολικά 992.000.000 χρυσά φράγκα ή 14.900.000.000 δραχμές. Τα δάνεια αυτά προήλθαν από την Μεγάλη Βρετανία κατά 48%, τις ΗΠΑ κατά 31% και τα υπόλοιπα σε μικρότερα ποσοστά από το Βέλγιο, τη Σουηδία, τη Γαλλία, την Ολλανδία, την Ελβετία, την Αίγυπτο και την Ιταλία. Τα δάνεια χρησιμοποιήθηκαν για την αποκατάσταση των προσφύγων, την εξυπηρέτηση του εξωτερικού δανεισμού, και τη σταθεροποίηση της δραχμής. Την ίδια περίοδο η εξυπηρέτηση του εξωτερικού δανεισμού απορροφούσε τουλάχιστον το 29% των τακτικών εσόδων.
Ως αποτέλεσμα λοιπόν της Μικρασιατικής Καταστροφής στην Ελλάδα: 
α) Διευρύνεται η εσωτερική αγορά, ενώ ταυτόχρονα η αγορά εργασίας εμπλουτίζεται με ένα πολυάριθμο (άρα φτηνό) ειδικευμένο εργατικό δυναμικό: «Η σημασία των προσφύγων τούτων εργατών είναι τοσούτο μεγαλυτέρα καθ όσον κατέχουσι γνώσεις και δεξιοτεχνίας εις κλάδους ελάχιστα διαδομένους μέχρι προ ολίγου εν Ελλάδι. ιδιαιτέρως δυνάμεθα ως τοιούτον να αναφέρομε την ταπητουργίαν» (Zολώτας 1926, σ. 67). 
β) Εισάγεται στην Ελλάδα ένα σημαντικό μέρος από τα κεφάλαια των Ελλήνων καπιταλιστών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. 
γ) Αυξάνονται ιλιγγιωδώς οι κρατικές δαπάνες, κυρίως αυτές που σχετίζονται με την αποκατάσταση των προσφύγων. Καθοριστικό ρόλο παίζουν εδώ οι δαπάνες σε έργα στέγασης και υποδομής.
δ) Αυξάνει κατά πολύ το εξωτερικό χρέος της Χώρας.
ε) Εκβιομηχανίζεται  σε σημαντικό ποσοστό η  Παραγωγή, και συνεπώς αλλάζει πλέον και η κοινωνική διαστρωμάτωση της Χώρας με την ανάπτυξη για πρώτη φορά στην ιστορία της  βιομηχανικού προλεταριάτου.
δ) Αναπτύσσεται η τάση φιλελευθεροποίησης της πολιτικής ζωής στην προσπάθεια να τιθασευθεί  η όξυνση της ταξικής πάλης.     
Οι πολιτικές εξελίξεις μετά την Μικρασιατική Καταστροφή: η εκδίωξη των Γλύξμπουργκ και η εγκαθίδρυση της Αβασίλευτης Δημοκρατίας!
Πλαστήρας.
Η στρατιωτική ήττα και η καταστροφή του ελληνικού στοιχείου στην Μικρά Ασία, είχαν συγκλονίσει το πανελλήνιο και είχαν προκαλέσει τη γενική κατακραυγή εναντίον των υπευθύνων.  Στα στρατιωτικά τμήματα που είχαν διασωθεί και είχαν περάσει στη Χίο και τη Λέσβο, καθώς και στις μονάδες του Ναυτικού της περιοχής, η αγανάκτηση είχε κορυφωθεί. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1922, ξέσπασε Κίνημα του Στρατού και του Ναυτικού στη Χίο και τη Λέσβο και σχηματίστηκε Επαναστατική Επιτροπή με πρωτεργάτες τους Συνταγματάρχες Νικόλαο Πλαστήρα, ως εκπρόσωπο του στρατού της Χίου,  Στυλιανό Γονατά, ως εκπρόσωπο του στρατού της Λέσβου, και τον Αντιπλοίαρχο Δημήτριο Φωκά, ως εκπρόσωπο του Ναυτικού. Την επόμενη μέρα, τα επαναστατημένα στρατεύματα επιβιβάστηκαν σε εμπορικά πλοία και με τη συνοδεία πολεμικών έπλευσαν στην Αθήνα. Πριν ακόμη το αποβατικό σώμα φτάσει στην Αττική, στρατιωτικό αεροπλάνο έριξε στην πρωτεύουσα προκηρύξεις της Επαναστατικής Επιτροπής με τις οποίες οι Κινηματίες ζητούσαν την παραίτηση του Βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄ υπέρ του Διαδόχου, τη διάλυση της Γ' Εθνοσυνέλευσης, το σχηματισμό πολιτικά αχρωμάτιστης κυβέρνησης, που θα είχε την εμπιστοσύνη των συμμάχων της Αντάντ και την άμεση ενίσχυση του Θρακικού Μετώπου. Στις 13 Σεπτεμβρίου τα πλοία με το στρατό έφτασαν στο Λαύριο και την επομένη ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ παραιτήθηκε και έφυγε για την Ιταλία. Βασιλιάς ανακηρύχτηκε ο γιος του και Διάδοχος Γεώργιος Β΄. Στις 15 Σεπτεμβρίου τα επαναστατικά στρατεύματα μπήκαν στην Αθήνα, όπου ματαίωσαν την προσπάθεια του αποστρατευμένου υποστράτηγου Θεόδωρου Πάγκαλου να επωφεληθεί από την επανάσταση και να πάρει την κατάσταση στα χέρια του, και σύντομα σχηματίστηκε πολιτική κυβέρνηση με πρόεδρο το Σ. Κροκιδά. Την εξουσία όμως είχε ουσιαστικά η Επαναστατική Επιτροπή (Αρχηγός της οποίας ήταν ο Νικόλαος Πλαστήρας), και η οποία ανέθεσε τη διεθνή εκπροσώπηση της Χώρας στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Την ίδια ακριβώς στιγμή τα περισσότερα στελέχη της κυβέρνησης Γούναρη και ο ίδιος ο τέως πρωθυπουργός Γούναρης συνελήφθησαν. Τελικά με την ολοκλήρωση των σύντομων  προανακριτικών διαδικασιών που η Επαναστατική Επιτροπή χάραξε, παραπέμφθηκαν  σε δίκη με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας οι:
-Δημήτριος Γούναρης, αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος και πρωθυπουργός την περίοδο 1921 - 1922,
-Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, υπουργός οικονομικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και πρωθυπουργός το 1922,
-Νικόλαος Στράτος, πρωθυπουργός το 1922 (για μερικές ημέρες μόνον) και υπουργός Εσωτερικών το 1922,
-Γεώργιος Μπαλτατζής, υπουργός εξωτερικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη,
-Νικόλαος Θεοτόκης, υπουργός στρατιωτικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη,
-Γεώργιος Χατζανέστης, διοικητής της στρατιάς της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης
-Μιχαήλ Γούδας, υποναύαρχος ε.α. και υπουργός στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη,
-Ξενοφών Στρατηγός, υποστράτηγος ε.α. και υπουργός στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη.
Και οι έξι κρίθηκαν ένοχοι και στις  15 Νοεμβρίου στις 10.30 π.μ. οδηγήθηκαν στο Γουδί και εκτελέστηκαν.
Καθώς ο Κροκιδάς διαφώνησε με την "εκτέλεση των έξι" και τελικά πρόλαβε και παραιτήθηκε λίγες ώρες πριν από αυτήν, στις 14 Νοεμβρίου 1922 την πρωθυπουργία ανέλαβε ο συνταγματάρχης Στυλιανός Γονατάς. Ο Γονατάς θα προκηρύξει εκλογές στις 16 Δεκεμβρίου 1923 για την ανάδειξη της Δ΄ Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης η οποία και θα αποφασίσει για το πολίτευμα της Ελλάδας. Οι εκλογές αυτές ήταν οι τελευταίες που έγιναν με σφαιρίδιο. Τρείς μέρες αργότερα, στις 19 Δεκεμβρίου 1923, με υπόδειξη της κυβέρνησης Γονατά, ο Βασιλιάς Γεώργιος Β΄ έφυγε προσωρινά από τη Ελλάδα, ώσπου να αποφασιστεί η τύχη του πολιτεύματος, και ορίστηκε Αντιβασιλιάς ο Παύλος Κουντουριώτης. Όλα τα μέλη της βασιλικής οικογένειας άρχισαν να αναχωρούν από την Ελλάδα. Ο ίδιος με τη σύζυγό του εγκαταστάθηκαν στη Ρουμανία. Λίγο αργότερα αυτός αναχώρησε για τη Μεγάλη Βρετανία, όπου και εγκαταστάθηκε μόνιμα κάτω από την προστασία του εκεί Βασιλιά Γεωργίου Ε΄.
Η Συντακτική Συνέλευση συνέρχεται στις 2 Ιανουαρίου 1924 και στις 4 Ιανουαρίου ο Ελευθέριος Βενιζέλος σχηματίζει κυβέρνηση. Στις 6 Φεβρουαρίου ο Βενιζέλος παραιτείται καθώς διέβλεπε πως δεν θα μπορούσε να συγκρατήσει το ρεύμα υπέρ της αλλαγής του πολιτεύματος και εγκατέλειψε τη χώρα για το Παρίσι αφού πρώτα υπέδειξε ως διάδοχό του τον Γ.Καφαντάρη. Τη πρωθυπουργία παίρνει ο Γεώργιος Καφαντάρης μέχρι τις 12 Μαρτίου 1924,  όταν τελικά 33 ημέρες μετά την ανάληψη της εξουσίας, παραιτείται και αυτή κλονιζόμενη από περιπτώσεις απειθαρχίας στον στρατό σχετικά με το πολιτειακό ζήτημα  και αντικαταστάθηκε από την Κυβέρνηση Αλεξάνδρου Παπαναστασίου. 
Κουντουριώτης.
Στις 24 Μαρτίου, ο πρόεδρος της Βουλής Κωνσταντίνος Ρακτιβάν ανήγγειλε στο πλήθος που είχε συγκεντρωθεί έξω από τη βουλή ότι η δυναστεία των Γλύξμπουργκ κηρύσσεται έκπτωτη και ανακήρυξε αβασίλευτη δημοκρατία. Την επόμενη ημέρα 25 Μαρτίου, η Μοναρχία καταργήθηκε και επισήμως με νόμο της Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης και ταυτόχρονα προκηρύχθηκε δημοψήφισμα για την επικύρωση της απόφασης αυτής. Στις 13 Απριλίου 1924 το Δημοψήφισμα έγινε και ο λαός ψήφισε σε ποσοστό 70% περίπου υπέρ της ανακήρυξης Αβασίλευτης Δημοκρατίας. Μία μερίδα των βασιλοφρόνων, με επικεφαλής τον Π. Τσαλδάρη, αρνήθηκε την εγκυρότητα του αποτελέσματος και δεν αναγνώρισε το νέο πολίτευμα, γιατί, όπως ισχυριζόταν, είχαν γίνει νοθείες. Το αναγνώρισε, όμως, ο Ιωάννης Μεταξάς και δήλωσε ότι θα πολιτευθεί μέσα στα πλαίσια του νέου πολιτεύματος με το κόμμα του, των Ελευθεροφρόνων, γεγονός που επέτεινε τη διάσπαση της φιλομοναρχικής μερίδας.Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος το δέχτηκε και ο Ελευθέριος Βενιζέλος από το εξωτερικό.  Την 1η Μαΐου ορκίστηκε πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Παύλος Κουντουριώτης. Η πρώτη αβασίλευτη δημοκρατική περίοδος για την χώρα μας ήταν γεγονός. 
Στις 24 Ιουλίου 1924 πέφτει η Κυβέρνηση Αλεξάνδρου Παπαναστασίου και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Παύλος Κουντουριώτης, αναθέτει την πρωθυπουργία στον Θεμιστοκλή Σοφούλη. Η κυβέρνηση Σοφούλη είχε προσωρινό χαρακτήρα και σε αυτήν πήραν μέρος βουλευτές από όλα τα κόμματα. Η κυβέρνηση τελικά παραιτήθηκε την 1η Οκτωβρίου και στις 7 Οκτωβρίου 1924 ανέλαβε η Κυβέρνηση Ανδρέα Μιχαλακόπουλου η οποία όμως ανατράπηκε οκτώ μήνες μετά, στις 26 Ιουνίου 1925, από το στρατιωτικό πραξικόπημα του Θεόδωρου Πάγκαλου.
Στην κυβέρνηση που σχημάτισε ο Πάγκαλος, κράτησε ο ίδιος το υπουργείο στρατιωτικών. Στη βουλή παρουσιάστηκε ως πρωθυπουργός και πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από όλους τους βουλευτές, πλην δεκατεσσάρων. Οι άλλοι πολιτικοί αρχηγοί, πιστεύοντας στις δεσμεύσεις Πάγκαλου, του επέτρεψαν ουσιαστικά να αναλάβει αναίμακτα τα ηνία της χώρας.Με το διάταγμα της 30ης Σεπτεμβρίου του 1925 ο Πάγκαλος κατήργησε τη βουλή με το αιτολογικό ότι "είχε χάσει την εμπιστοσύνη του Έθνους".
Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου πραγματοποιήθηκαν δημοτικές εκλογές. Στη Θεσσαλονίκη εξελέγη δήμαρχος ο Μηνάς Πατρίκιος, ο οποίος όμως καθαιρέθηκε με ειδικό νόμο, επειδή είχε υποστηριχθεί από την αριστερά και το Εργατικό Κέντρο της πόλης. Τον Δεκέμβριο οι εκλογές επαναλήφθηκαν, ο Πατρίκιος επανεξελέγη και ο Πάγκαλος, μη μπορώντας να (ξανά)διώξει τον δήμαρχο, εξόρισε τους φίλα προσκείμενους αριστερούς δημοτικούς συμβούλους, αντικαθιστώντας τους με δικούς του υποστηρικτές.
Στις 15 Μαρτίου παραιτήθηκε και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Παύλος Κουντουριώτης, διαμαρτυρόμενος για τις αυθαιρεσίες της δικτατορίας Πάγκαλου. Η είδηση της παραίτησής του κυκλοφόρησε τρεις μέρες αργότερα, καθώς δεν δημοσιεύθηκε αμέσως για λόγους σκοπιμότητας. Ο Πάγκαλος αμέσως προκήρυξε εκλογές για την ανάδειξη νέου προέδρου, προερχόμενου αυτή τη φορά από το λαό. Τα δημοκρατικά κόμματα όμως δεν κατάφεραν να εκμεταλευθούν αυτή την ευκαιρία. Ο Κωνσταντίνος Δεμερτζής, τον οποίο πρότειναν για την προεδρία, δεν είχε μεγάλη απήχηση στο λαό, ενώ η αποχή που ζήτησαν δεν είχε αποτέλεσμα. Ο Πάγκαλος εξελέγη άνετα πρόεδρος της Δημοκρατίας, λαμβάνοντας 782.589 ψήφους έναντι 56.126 του Δεμερτζή. Έτσι στις 18 Απριλίου ορκίστηκε πρόεδρος της Δημοκρατίας, διατηρώντας παράλληλα το αξίωμα του πρωθυπουργού.
Πάγκαλος.
Η δικτατορία Πάγκαλου έμεινε στην ιστορία όσον αφορά την εσωτερική πολιτική, κυρίως για δύο πράγματα: για την αστυνομική διάταξη που απαγόρευε στις γυναίκες να φοράνε φούστες που απέχουν πάνω από 30 πόντους από το έδαφος, και για τα σκάνδαλα, στα οποία αναμείχθηκαν μέλη της κυβέρνησης. Και βέβαια η δικτατορία Πάγκαλου σαν γνήσια δικτατορία που σέβεται τον εαυτό της, επιδόθηκε σε άγριες διώξεις πολιτικών προσώπων και δημοσιογράφων, και κυρίως  κομμουνιστών. 
Στον οικονομικό τομέα, η δικτατορία Πάγκαλου αναγκάστηκε να συνάψει εσωτερικό δάνειο, διχοτομώντας το χαρτονόμισμα. Έτσι εξοικονομήθηκαν δύο δισεκατομμύρια δραχμές, ποσό πολύ σημαντικό, αν σκεφτούμε πόσοι πρόσφυγες βρίσκονταν εκείνη την εποχή στην Ελλάδα. Αυξημένο είναι και το ποσοστό ιδιωτικών επενδύσεων στην Ελλάδα, καθώς και η είσοδος στην ελληνική αγορά πολλών ξένων εταιρειών, όπως η αγγλική εταιρεία ηλεκτροφωτισμού Πάουερ.
Στις 19 Ιουλίου του 1926 ο Πάγκαλος διορίζει πρωθυπουργό τον Αθανάσιο Ευταξία, σε μια προσπάθεια να «πολιτικοποιήσει» το δικτατορικό καθεστώς του. Στις 22 Αυγούστου 1926  όμως εκδηλώνεται  νέο στρατιωτικό κίνημα υπό τον  Γεώργιο Κονδύλη, ο οποίος κατορθώνει και συλλαμβάνει στις Σπέτσες τον Πάγκαλο και πολλούς οπαδούς του.  Αμέσως πρώτο του έργο ήταν ν΄ αποκαταστήσει στη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας τον ναύαρχο Π. Κουντουριώτη και να προκηρύξει εκλογές για τις 7 Νοεμβρίου του 1926. Στις εκλογές αυτές από τις οποίες απείχε ο ίδιος  ο Κονδύλης και το κόμμα του, χαρακτηρίστηκαν ως άψογες και αδιάβλητες. Όταν στις 4 Δεκεμβρίου σχηματίσθηκε υπό τον Αλέξανδρου Ζαΐμη Οικουμενική κυβέρνηση, ο Γ. Κονδύλης, παρέδωσε την εξουσία. 
Μετά από δύο μεγάλους ανασχηματισμούς το 1927 και το 1928, η κυβέρνηση Ζαΐμη τελικά παραιτήθηκε στις 4 Ιουλίου 1828 και για μια ακόμη φορά η Κυβέρνηση  δόθηκε στον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανέλαβε την κυβέρνηση με εντολή του προέδρου της Δημοκρατίας Π. Κουντουριώτη, χωρίς να είναι εκλεγμένος βουλευτής και δέχτηκε την πρωθυπουργία υπό τον όρο η  Βουλή  να διαλυθεί και να διενεργηθούν  εκλογές άμεσα με το πλειοψηφικό σύστημα. Οι εκλογές έγιναν τελικά στις 19 Αυγούστου 1928 και ο Βενιζέλος κέρδισε μεγάλη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Το 1929 δημιουργήθηκε η Γερουσία που είχε θεσπιστεί με το σύνταγμα του 1927 με πρόεδρο τον πρώην πρωθυπουργό Αλ. Ζαΐμη. Η Βουλή και η Γερουσία εξέλεξαν οριστικό πρόεδρο τον Π. Κουντουριώτη.
Η πιο πολυσυζητημένη  πράξη  της νέας διακυβέρνησης  Βενιζέλου ήταν η υπογραφή της ελληνοτουρκικής σύμβασης στην Άγκυρα, στις 10 Ιουνίου 1930. Με αυτή τη συμφωνία έκλεισαν οι περισσότερες εκκρεμότητες μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η Ελλάδα συμφώνησε να πληρώσει 425.000 λίρες Αγγλίας ως αποζημίωση για τους Τούρκους που έφυγαν από τη χώρα και σε αντάλλαγμα η Τουρκία δεχόταν να αναγνωρίσει τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης ως μόνιμους κατοίκους. Εν συνεχεία, στις 30 Οκτωβρίου υπογράφτηκε στην Άγκυρα το σύμφωνο ελληνοτουρκικής φιλίας, ουδετερότητας και διαιτησίας. Η διπλωματική αυτή προσέγγιση άλλαξε άρδην το κλίμα στις δύο χώρες με αποτέλεσμα τόσο ο Βενιζέλος στην Άγκυρα όσο ο Ισμέτ Ινονού στην Αθήνα να τύχουν θερμής υποδοχής από τους κατοίκους.
Από το  κραχ της Γουόλ Στριτ το 1929  στην ελληνική χρεοκοπία το 1932!

Περί τα μέσα Οκτωβρίου του 1929 η Γουόλ Στριτ στη Νέα Υόρκη άρχισε να κλονίζεται για τα καλά. Οι αξίες των μετοχών υπέστησαν κάθετη πτώση στο χρηματιστήριο. Η παγκόσμια οικονομική κρίση άρχισε να απλώνεται και οι συνέπειές της δεν άργησαν να φανούν και στην Ευρώπη. Την άνοιξη του 1931, η κατάσταση είχε χειροτερέψει για τις οικονομίες των ευρωπαϊκών κρατών, τα περισσότερα από τα οποία αδυνατούσαν να εξοφλήσουν τα χρέη τους προς την Αμερική. Επίσης, υπήρχε πρόβλημα και στις διευρωπαϊκές πληρωμές δανείων, πράγμα που επιδείνωνε περισσότερο το οικονομικό κλίμα. Το μεγαλύτερο, όμως, πρόβλημα το παρουσίαζε η οικονομία της ηττημένης κατά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο Γερμανίας, η οποία, εκτός των άλλων χρεών της οικονομίας της, είχε και τις μεγαλύτερες πολεμικές οφειλές προς τις νικήτριες δυνάμεις. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες στις 20 Ιουνίου 1931, ο Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, Χούβερ, πρότεινε την ετήσια αναστολή των πληρωμών των επανορθώσεων από τη Γερμανία προς τους Συμμάχους σε συνδυασμό με την ετήσια αναστολή της πληρωμής των πολεμικών χρεών των Συμμάχων προς την Αμερική. Η Γερμανία είχε τόσο επηρεαστεί από την οικονομική κρίση, ώστε αδυνατούσε να συνεχίσει τις πληρωμές προς το εξωτερικό. Αν η γερμανική οικονομία κατέρρεε, θα έπαυε να υφίσταται για τα αμερικάνικα εξαγώγιμα προϊόντα και η γερμανική αγορά, αφού θα είχε πτωχεύσει. Άμεσο αποτέλεσμα θα ήταν να χαθούν τα αμερικανικά κεφάλαια, που είχαν επενδυθεί εκεί τα τελευταία χρόνια, πράγμα που θα επιδείνωνε περισσότερο την κατάσταση στην ίδια την Αμερική. Τελικά, οι σύμμαχοι συμφώνησαν στο “χρεοστάσιο Χούβερ”.
Βενιζέλος.
Πρωθυπουργός εκείνης της περιόδου ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που είχε επανέλθει στην εξουσία το 1928. Το 1927 ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε επιστρέψει στην Ελλάδα  ως μεσσίας για τον Ελληνικό λαό. Μετά από πολλή σκέψη και πιέσεις από το περιβάλλον του ανακαλεί την προ τετραετίας απόφαση του για παραίτηση από την πολιτική και επανέρχεται σε αυτή ως αρχηγός του κόμματος των Φιλελευθέρων στις 23 Μαΐου 1928. Το μέγεθος του εκλογικού θριάμβου των Βενιζελικών στις εκλογές της 19ης Αυγούστου ήταν απρόσμενο ακόμη και για τον αρχηγό του: οι βενιζελικοί εξέλεξαν 223 βουλευτές έχοντας μια συντριπτική πλειοψηφία στην βουλή.
Η Ελληνική οικονομία είχε κάνει βήματα σταθεροποίησης την διετία 1926-1928. Η δραχμή σταθεροποιήθηκε μετά από δεκαπέντε χρόνια συνεχούς υποτίμησης. Έτσι, το 1928 η δραχμή εντάχθηκε στον περίφημο "κανόνα του χρυσού". Ο "κανόνας του χρυσού" ήταν ένας μηχανισμός μετατροπής των νομισμάτων μέσω μιας ισοτιμίας σε σχέση με τις τιμή του χρυσού. 
Όταν ανέλαβε την διακυβέρνηση της Χώρας ο Ελευθέριος Βενιζέλος, παρουσίασε ένα ιδιαίτερα αισιόδοξο και φιλόδοξο πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων που χρειάζονταν για να μπει η Ελλάδα σε αναπτυξιακή τροχιά και να αποκαταστήσει τους πρόσφυγες από την Μικρασιατική Καταστροφή. Ο εκτεταμένος αυτός δανεισμός θα καλυπτόταν κυρίως από Άγγλους κεφαλαιούχους που ήδη μετά το 1922 είχαν επενδύσει μικρά κεφάλαια, αλλά τώρα ήταν πρόθυμοι να μεγαλώσουν την παρουσία τους στην Ελλάδα. Ο έλεγχος της νομισματικής πολιτικής και των συναλλαγματικών ισοτιμιών αποδόθηκαν στην Τράπεζα της Ελλάδος που ιδρύθηκε τότε ακριβώς για τον σκοπό αυτό με πρώτο πρόεδρο τον Αλέξανδρο Διομήδη. 
Ως το 1931 τίποτα δεν προμήνυε την χιονοστιβάδα αρνητικών γεγονότων που θα ακολουθούσε. Η Ελλάδα είχε τρεις συνεχόμενους πλεονασματικούς προϋπολογισμούς, όμως το εξωτερικό της χρέος είχε διογκωθεί από δάνεια που είχε συνάψει η κυβέρνηση Βενιζέλου κυρίως στο Σίτυ της Αγγλίας. Συγκεκριμένα το εξωτερικό χρέος την τετραετία 1928-1932 αυξήθηκε από 27,8 δισεκατομμύρια δραχμές στα 32,7 δισεκατομμύρια. Αν και η κατάσταση είχε αρχίσει να επιδεινώνεται η Δημοσιονομική Επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών, που με βάση το πρωτόκολλο του 1927 επέβλεπε τις ελληνικές οικονομικές εξελίξεις, σε έκθεσή της του Μαΐου του 1930 έγραφε σχετικά: «Η επιτροπή υπήρξεν ευτυχής διαπιστούσα ότι η οικονομική καχεξία ήτις εγένετο αισθητή και εν Ελλάδι όπως εις πάσαν άλλην χώραν, δεν επηρέασε την ισχυράν θέσιν της Εκδοτικής Τραπέζης της Ελλάδος. Αντιθέτως, διαγράφεται σαφής βελτίωσις από του δευτέρου ημίσεως του Φεβρουαρίου 1930». 
Η διεθνής οικονομική κρίση μειώνοντας το εισόδημα των αμερικανών και ευρωπαίων πολιτών είχε αρνητικές συνέπειες στις ελληνικές εξαγωγές, που ήταν κατά κύριο λόγο ο καπνός, το ελαιόλαδο και η σταφίδα. Λόγω της κρίσης μειώθηκε η ναυτιλιακή δραστηριότητα και, κατά συνέπεια, μειώθηκε το συνάλλαγμα που έστελναν οι έλληνες ναυτικοί στις οικογένειές τους. Το ίδιο συνέβη και με το μεταναστευτικό συνάλλαγμα που έφτανε στην Ελλάδα από τους μετανάστες στις Ηνωμένες Πολιτείες, που πρώτες είχαν πληγεί από την κρίση. Σε μια εποχή όπου το μεταναστευτικό και το ναυτιλιακό συνάλλαγμα εξισορροπούσαν το έλλειμμα του ελληνικού ισοζυγίου πληρωμών. Ταυτόχρονα η κήρυξη του "χρεοστασίου Χούβερ" οδήγησε την Ελλάδα να χάσει -οριστικά όπως αποδείχτηκε αργότερα- αρκετά ποσά που της είχαν επιδικαστεί τα προηγούμενα χρόνια από τις γερμανικές επανορθώσεις, ποσά που θα χρησιμοποιούνταν στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας και στη χρηματοδότηση των δημοσίων έργων που είχε θέσει σε κίνηση ο Βενιζέλος.
Παρόλα αυτά όλα έδειχναν ότι η Ελλάδα θα είχε τις λιγότερες συνέπειες από την Διεθνή Κρίση και δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα θα περνούσε την κρίση με μικρές απώλειες αν η Μεγάλη Βρετανία δεν εγκατέλειπε τελικά το χρυσό κανόνα. Η εγκατάλειψη από τη Βρετανία του κανόνα χρυσού συναλλάγματος δημιούργησε ένα κύμα πανικού στην Ελλάδα λόγω της στενής σύνδεσης της δραχμής με τη στερλίνα (χρυσή λίρα). Η κατάσταση στην Ευρώπη επιδεινώθηκε το δεύτερο εξάμηνο του 1931. Στις 14 και 15 Ιουλίου, η Γερμανία επέβαλε έλεγχο του συναλλάγματος κι έκλεισε τα χρηματιστηριακά ιδρύματα. Αυτή η κίνηση είχε αλυσιδωτές αντιδράσεις στο εξωτερικό. Η δέσμευση των αγγλικών χρημάτων επέφερε την ταχεία πτώση της τιμής της αγγλικής λίρας. Στην Αγγλία σχηματίστηκε εθνική κυβέρνηση στις 24 Αυγούστου και στις 21 Σεπτεμβρίου η λίρα Αγγλίας εγκατέλειψε τη χρυσή βάση (πράγμα που έκανε και η Αμερική πολύ αργότερα, στις 19-4-1933), δηλαδή έπαψε να μετατρέπεται σε χρυσό. Αυτό επέφερε την άμεση και κατά 30% υποτίμησή της μέσα σ’ ένα τρίμηνο.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν καθησυχαστικός και σε μήνυμά του προς τους Ελληνες, στις 27 Σεπτεμβρίου 1931, δήλωσε: «Δίδω προς τον ελληνικόν λαόν την προσωπικήν διαβεβαίωσιν ότι έχω απόλυτον την πεποίθησιν ότι ημπορούμεν να διατηρήσωμεν την ακεραιότητα του εθνικού μας νομίσματος και να αποφύγωμεν επομένως τας συμφοράς που θα επηκολούθουν την ανατροπήν της σταθεροποιήσεως». 
Όμως εντός ολίγων ημερών πριν το διάγγελμα Βενιζέλου είχε αποσυρθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος συνάλλαγμα ύψους 3.419.301 χρυσών δολαρίων. 
Στις 28 Σεπτεμβρίου η κυβέρνηση δημοσίευσε τον Α. Νόμο «Περί προστασίας του εθνικού νομίσματος» που έδειχνε ότι προσπαθούσε να σταθεροποιήσει την κατάσταση. Έτσι με τον νόμο αυτό ανακλήθηκε  η σύνδεση της δραχμής με την αγγλική λίρα και την ισοτιμία του 1928 (1 λίρα=375 δραχμές) και το νόμισμα συνδέθηκε με το δολάριο (1 δολάριο=77,05 δραχμές) που ακόμα διατηρούσε τη σχέση του με το χρυσό. Η αποσύνδεση της δραχμής από την αγγλική λίρα είχε άμεση συνέπεια την υποτίμηση της δραχμής σε σχέση με τη λίρα κατά 31,2%, ενώ η αύξηση των τιμών στην αγορά δεν ήταν πάνω από 6,8%. Επίσης, έκλεισε το χρηματιστήριο, ώστε να περιοριστεί η ζήτηση του χρυσού και του ξένου συναλλάγματος. Ο ίδιος νόμος ανέφερε μεταξύ άλλων ότι η αγορά και η πώληση χρυσού, χρυσών νομισμάτων, εξωτερικού συναλλάγματος και ξένων τραπεζογραμματίων θα ασκείτο μονοπωλιακά από την Τράπεζα της Ελλάδος και ότι οι καταθέσεις σε συνάλλαγμα ή ξένα νομίσματα δεν θα αποδίδονταν παρά μόνο μετατρεπόμενα σε δραχμές. 
Μερικές μέρες αργότερα δημοσιεύθηκε και νέος νόμος που απαγόρευε την εξαγωγή τόσο χρηματογράφων, τοκομεριδίων, τραπεζογραμματίων όσο και δραχμών, χωρίς άδεια της Τραπέζης της Ελλάδος. Γενικότερα ελήφθησαν σοβαρά μέτρα για τη διατήρηση των συναλλαγματικών αποθεμάτων της χώρας. 
Στην όλη υπόθεση επέδρασε αρνητικά στον ψυχολογικό τομέα και η παραίτηση του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Αλέξανδρου Διομήδη. 
Τον Δεκέμβριο του 1931 ένας άλλος τραπεζίτης, ο παλιός διοικητής της Εθνικής Τραπέζης Δημήτριος Μάξιμος, υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Π. Τσαλδάρη που διαδέχθηκε αργότερα τον Βενιζέλο, πρότεινε την άμεση αντιμετώπιση των κινδύνων της οικονομικής κρίσης που οδηγούσαν στην εξάντληση των συναλλαγματικών αποθεμάτων της Τραπέζης της Ελλάδος, με την αναστολή πληρωμών των τοκοχρεολυσίων των σε χρυσό δανείων. Ο Μάξιμος πρότεινε την εξόφληση των ελλήνων κατόχων ομολόγων σε χρυσό του Δημοσίου με δραχμές, ενώ στους αντίστοιχους ξένους κατόχους να δοθούν νέα τοκοφόρα ομόλογα πληρωτέα στο απώτερο μέλλον. 
Ο έλληνας πρωθυπουργός αντιμετώπιζε ως επιβεβλημένη την αναστολή πληρωμών των τοκοχρεολυσίων των δανείων σε χρυσό. 
Το ελληνικό χρέος σε χρυσό επιβάρυνε το ισοζύγιο πληρωμών με ποσό που έφτανε περί τα 9 εκατομμύρια χρυσές λίρες και ισοδυναμούσε στο 43% των εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού του έτους 1931-1932. 
 Η Βενιζελική πολιτική της διατήρησης των υφιστάμενων νομισματικών ισορροπιών ανάγκαζαν την Τράπεζα της Ελλάδος να χρησιμοποιεί τα αποθέματα της σε χρυσό και συνάλλαγμα για να στηρίζει την δραχμή. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να εξανεμιστούν πολύ σύντομα τα μικρά αποθεματικά της, φέρνοντας το οικονομικό επιτελείο της Ελλάδας στις αρχές του 1932 σε πολύ δύσκολη θέση. Παράλληλα το κράτος φορολογούσε τις εισαγωγές και μείωνε τις δραχμές στην Αγορά, προσπαθώντας να ελέγξει τις συνεχείς κερδοσκοπικές πιέσεις που δεχόταν η Ελλάδα. Η μόνη πιθανή λύση από το διαφαινόμενο αδιέξοδο, ήταν ο εξωτερικός δανεισμός, όχι πια για χρηματοδότηση έργων, αλλά για την στήριξη της δραχμής με ξένο συνάλλαγμα.
Γελοιογραφία με τους πολιτικούς αρχηγούς της δεκαετίας του 1930 να διαπληκτίζονται υπό το βλέμμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, Ζαΐμη.


Στις αρχές του 1932 ο Βενιζέλος επισκέφτηκε τη Ρώμη όπου συναντήθηκε με το Μουσολίνι, όπως και το Λονδίνο και το Παρίσι όπου συναντήθηκε με την αγγλική και γαλλική ηγεσία αντίστοιχα. Ο Βενιζέλος εξέθεσε στους ξένους συνομιλητές του τις οικονομικές δυσκολίες της Ελλάδας προτείνοντας πενταετή αναστολή πληρωμής των τοκοχρεολυσίων των εξωτερικών δανείων της χώρας και παράλληλα τη χορήγηση ενός δανείου ύψους 50 εκατομμυρίων δολαρίων. Ο τρόπος παρουσίασης των Ελληνικών προβλημάτων και αναγκών από τον ίδιο τον Ελευθέριο Βενιζέλο δεν έπεισε τους συνομιλητές του, που θεωρούσουν ότι η Ελλάδα δεν έκανε καμία θυσία, αντιθέτως ήθελε να μεταβιβάσει τα προβλήματα της στους πιστωτές της. Οι κυβερνήσεις της Αγγλίας, της Ιταλίας και της Γαλλίας πίστευαν  ότι η αναστολή  πληρωμών των Ελληνικών Χρεών δεν αφορούσε τα Κράτη, αλλά τους ομολογιούχους και ότι αν η Ελλάδα οδηγούταν τελικά σε κάτι τέτοιο  θα έβγαινε ζημιωμένη η ίδια καθώς θα καταρρακωνόταν  η "πίστη" και η φερεγγυότητά της  στο εξωτερικό. Όσο για το δάνειο που απελπισμένα ζητούσε ο Βενιζέλος η απάντηση ήταν ότι λόγω της κρίσης μόνο η χρηματαγορά θα μπορούσε να το εκδώσει. Οι κυβερνήσεις Αγγλίας, Γαλλίας και Ιταλίας πρότειναν τελικά την ανάθεση του ελληνικού ζητήματος στη Διεθνή Οικονομική Επιτροπή  προς εξέτασή του. 
Η Δημοσιονομική Επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών (ΚΤΕ) ανακοίνωσε ότι κατόπιν υποβολής του ελληνικού αιτήματος αποφάσισε να στείλει στην Αθήνα τον άγγλο τραπεζίτη σερ Οτο Νιμάγερ να μελετήσει την κατάσταση. Το Φεβρουάριο ο Νιμάγερ έφτασε στην Αθήνα όπου έμεινε για δύο εβδομάδες συντάσσοντας σχετική έκθεση για την οικονομική κατάσταση της Ελλάδας. Πριν φύγει προειδοποίησε το Βενιζέλο ότι, αν προχωρούσε σε χρεοστάσιο, θα δημιουργούνταν σοβαρά προβλήματα με την πίστη της Ελλάδας στο εξωτερικό. Το ίδιο επίσης θα γινόταν, αν υλοποιούσαν τη σκέψη της συγχώνευσης της Τ.τ.Ε. με την Εθνική Τράπεζα.
Την τελική απόφαση για τα αιτήματα της Ελλάδας θα έπαιρνε το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών που θα συνερχόταν τον Απρίλιο στην Γενεύη . Στο μεταξύ, στην Αθήνα οργίαζε η φημολογία ανάμεσα σε επίσημους και ανεπίσημους οικονομικούς κύκλους. Άλλοι έλεγαν ότι ο Βενιζέλος είχε εξασφαλίσει το δάνειο και δημιουργούσε το θόρυβο για δικό του όφελος. Η αντίθετη εκδοχή, η οποία ήταν και η σωστή, ανέφερε ότι ο Βενιζέλος δεν είχε πετύχει τίποτα και το μόνο που έμενε να κάνει ήταν ν’ αυξήσει τους φόρους, για να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό. Αν τελικά, συνέβαινε το δεύτερο, τότε η εντεινόμενη λαϊκή αγανάκτηση και η αναμενόμενη αποτυχία στο δάνειο θα οδηγούσαν το Βενιζέλο σε παραίτησηΟ ίδιος ο Βενιζέλος έκανε προσπάθεια σχηματισμού οικουμενικής κυβέρνησης, που όμως απορρίφθηκε από τον αρχηγό του Λαϊκού Κόμματος Π. Τσαλδάρη. 
Η Δημοσιονομική Επιτροπή της Κ.Τ.Ε. άρχισε τις εργασίες της στις 10 Μαρτίου στο Παρίσι, για ν’ αποφασίσει για τα θέματα της οικονομικής βοήθειας προς την Ελλάδα, την Βουλγαρία, την Αυστρία και την Ουγγαρία. Ο σερ Νιμάγερ είχε υποβάλλει τις προτάσεις του στην Επιτροπή σχετικά με την ελληνική οικονομία. Ο Νιμάγερ ανέφερε στην Επιτροπή ότι ο προϋπολογισμός της Ελλάδας για το 1931/1932, ήταν ελλειμματικός και ότι τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της Τ.τ.Ε. είχαν φτάσει στο 32%, ενώ στο τέλος του Μαρτίου υπολογίζονταν στο 27%. Η Ελλάδα όφειλε να προχωρήσει σε μεγάλη περικοπή δαπανών με σκοπό να εξοικονομηθούν χρήματα για τα δημόσια έργα, που ούτως ή άλλως χρειάζονταν και τα χρήματα από το εξωτερικό, για να συνεχιστούν.Τέλος, πρότεινε την ετήσια αναστολή πληρωμών και τη συνέχιση της σύνδεσης της δραχμής με το χρυσό κανόνα συναλλάγματος, ώστε να διατηρηθεί η πίστη της Ελλάδας στο εξωτερικόΣτις 23 Μαρτίου, η Επιτροπή ολοκλήρωσε τις εργασίες της. Τις τελικές αποφάσεις θα τις έπαιρνε το Συμβούλιο της Κ.Τ.Ε. που θα συνεδρίαζε  στις 9 Απριλίου στη Γενεύη.
Μακεδονία 16-4-1932.
Ριζοσπάστης 20-4-1932.
Στο μεταξύ, όμως, η ώρα πληρωμής των οφειλών της Ελλάδας προς τους πιστωτές του εξωτερικού πλησίαζαν. Η κυβέρνηση, φυσικά, δεν προχώρησε στην εξυπηρέτηση των λογαριασμών και στις 19 Μαρτίου η Τράπεζα της Αγγλίας πληροφόρησε σχετικά τη ΔΟΕ. Στις 21 Μαρτίου, η ΔΟΕ ζήτησε εξηγήσεις από τον υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας κι αυτός απάντησε ότι οι οδηγίες του από την Κυβέρνηση ήταν να αναμένει την έκδοση της απόφασης της Συμβουλίου της Κ.Τ.Ε.  Η ΔΟΕ, βέβαια, δεν έμεινε ικανοποιημένη από τις απαντήσεις, αλλά η Αθήνα δεν φαινόταν διατεθειμένη να αλλάξει γνώμη ούτε και εξάλλου είχε πλέον τις οικονομικές δυνατότητες να εξυπηρετήσει το χρέος της. Οι Μεγάλες Δυνάμεις που είχαν εγγυηθεί για τα δάνεια δυσανασχέτησαν, λέγοντας ότι αφ’ ενός η ΔΟΕ δεν μπορούσε ν’ αλλάξει τους όρους των συμβάσεων των δανείων και αφ’ ετέρου η Ελλάδα δεν έπρεπε να προχωρήσει μονομερώς στην αναστολή των πληρωμών. Τελικά η Αγγλία και η Γαλλία αναγκάστηκαν εκ των πραγμάτων να προχώρησαν την 1η Απριλίου στις πληρωμές των  Ελληνικών τοκοχρεολυσίων ως εγγυήτριες δυνάμεις. 
Στις 15 Απριλίου, ο πρέσβης της Αγγλίας στην Αθήνα, Ramsay, προειδοποιούσε ότι η κατάσταση της Χώρας χειροτέρευε. Το εμπορικό χρέος διογκωνόταν, η τιμή της λίρας είχε φτάσει ανεπίσημα στις 580 δραχμές (375 δραχμές το 1928), ενώ η μαύρη αγορά χρυσού και συναλλάγματος οργίαζε. Οι δανειστές από το εξωτερικό ήταν πιεστικοί, ενώ η ελληνική κυβέρνηση ζητούσε πίστωση χρόνου, μέχρι να βγει απόφαση του Συμβουλίου της Κ.Τ.Ε. που  συνεδρίαζε από τις 9 Απριλίου στη Γενεύη. Στις 13 Απριλίου, ο Βενιζέλος βρισκόταν στη Γενεύη για τη συνδιάσκεψη του Συμβουλίου της Κ.Τ.Ε. Ο Βενιζέλος μίλησε στην Κ.Τ.Ε. για τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Επανέλαβε τις αιτήσεις του για πενταετή αναβολή πληρωμών και το δάνειο των 50.000.000 δολαρίων, εξηγώντας ότι μαζί με τα μέτρα που θα λάμβανε στο εσωτερικό, θα κατάφερνε ν’ ανορθώσει την οικονομία, να ολοκληρώσει τα αναπτυξιακά έργα και να ξεπληρώσει τους ομολογιούχους.
Στο εσωτερικό έμποροι και βιομήχανοι διαμαρτύρονταν για τις επιλογές της Κυβέρνησης στην αντιμετώπιση της κρίσης. Οι μικρές τράπεζες είχαν σοβαρά προβλήματα και η Τ.τ.Ε. προχώρησε σε χορηγήσεις ύψους 733 εκατομμυρίων δραχμών από τα οποία τα 500 πήγαν προς τις μικρότερες τράπεζες. Η ρευστότητα των τεσσάρων μεγάλων εμπορικών τραπεζών είχε μειωθεί από 16,8% το Δεκέμβριο του 1931 και σε 9,7% τον Απρίλιο του 1932. Οι καταθέσεις του πρώτου τριμήνου του 1932 είχαν παρουσιάσει μείωση μέχρι 11%, η κυκλοφορία του νομίσματος είχε μείωση 2,5%, ενώ το κάλυμμα του στην Τ.τ.Ε. ήταν πλέον σταθερά κάτω από το όριο του 40% που είχε θέσει η Τ.τ.Ε. όταν είχε ιδρυθεί. 
Η τελική απόφαση του Συμβουλίου της ΚΤΕ για το ελληνικό αίτημα υπήρξε ουσιαστικά αρνητική. Το πρόβλημα της αναστολής καταβολής των τοκοχρεολυσίων έπρεπε να γίνει αντικείμενο συζήτησης μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των ξένων ομολογιούχων-δανειστών. Για το αίτημα της Ελλάδας να της χορηγηθεί ένα νέο δάνειο, το Συμβούλιο δεν έδινε καμία απάντηση. Προφανώς, ήταν αρνητική. Η διεθνής οικονομική κρίση δεν το επέτρεπε. 
Το Συμβούλιο επίσης σιώπησε για το ελληνικό αίτημα να ανασταλεί η εξόφληση των οφειλομένων τοκομεριδίων της 1ης Μαΐου ύψους 500.000 χρυσών λιρών. Η απόφαση του Συμβουλίου έκανε αποδεκτή την πρόταση της Δημοσιονομικής Επιτροπής της ΚΤΕ για αναστολή της πληρωμής των χρεολυσίων των ελληνικών εξωτερικών δανείων, υπό τον όρο ότι το χρεωστούμενο ποσό θα κατατεθεί σε δραχμές σε λογαριασμό δεσμευτικό της Τραπέζης της Ελλάδος. 
Μετά και από αυτή την απόφαση, οι εξελίξεις για την Ελλάδα ήταν ραγδαίες. Στις 21 Απριλίου, παραιτήθηκε ο υπουργός Οικονομικών, Γεώργιος Μαρής, ύστερα από διαφωνία με το Βενιζέλο. Ο Μαρής πίστευε ότι, αν εγκατέλειπαν το χρυσό κανόνα, θα έπρεπε να κηρύξουν εκλογές, γιατί διαφορετικά θα έπρεπε τα βαριά φορολογικά μέτρα να τα χρεωθεί μόνο το κόμμα τους. Αλλά ο Βενιζέλος διαφώνησε κι έτσι ο Μαρής παραιτήθηκε. Στις 23 Απριλίου, ο νέος Υπουργός, καθηγητής Κυριάκος Βαρβαρέσσος, κήρυξε την πτώχευση και την αναστολή των πληρωμών από το ελληνικό δημόσιο, ενώ ζήτησε από τη ΔΟΕ δάνειο 200.000.000 δραχμών, αίτημα που δε βρήκε ανταπόκριση. Στις 26 Απριλίου, ψηφίστηκε νέος νόμος (5422/26-4-1932 και Φ.Ε.Κ. 133/1932), με τον οποίο η Τ.τ.Ε. απαλλασσόταν από την υποχρέωση να εξαργυρώνει τα χαρτονομίσματά της με χρυσό. Τέλος, στις 27 Απριλίου η Ελλάδα εγκατέλειψε επίσημα τον κανόνα του χρυσού. Αυτή ήταν και η τέταρτη επίσημη πτώχευση της Ελλάδας από το 1821 και η τελευταία της σύγχρονης ιστορίας της τουλάχιστον μέχρι στιγμής.   Η πρώτη συνέβη το 1827 (μετά τα δάνεια που συνήφθησαν το 1824 και το 1825), η δεύτερη το 1843 (μετά το δάνειο των 60 εκατομμυρίων φράγκων που έλαβε ο Όθωνας), η τρίτη το 1893 (μετά το δάνειο του 1890).
Ο  Κονδύλης, παραδίδει στον Γεώργιο Β' το κείμενο του διαγγέλματος, αμέσως μετά την αποβίβαση του τελευταίου στο Φάληρο στις 25 Νοέμβρη 1935.


Η επάνοδος του Γλύξμπουργκ και η δικτατορία του Μεταξά!
Το κύρος του Βενιζέλου είχε τρωθεί ανεπανόρθωτα στην λαϊκή συνείδηση, ενώ ένα πανελλαδικό απεργιακό κύμα παρέλυε την Χώρα. Στις 21 Μαΐου 1932, ο Ελευθέριος Βενιζέλος παραιτήθηκε από πρωθυπουργός δηλώνοντας δημοσίως πως δεν θα επέστρεφε αν δεν ενισχυόταν η εκτελεστική εξουσία και δεν περιοριζόταν η ελευθεροτυπία.
Στις 26 Μαΐου 1932 αναλαμβάνει την διακυβέρνηση της χώρας η βραχύβια Κυβέρνηση Αλέξανδρου Παπαναστασίου. Ο Βενιζέλος είχε δηλώσει στον Παπαναστασίου ότι θα τον υποστήριζε, αλλά στην συζήτηση για την ψήφο εμπιστοσύνης, ο Βενιζέλος δήλωσε ότι θα ψήφιζε υπέρ της κυβέρνησης με επιφυλάξεις επειδή δε συμφωνούσε με τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, θεωρώντας ότι προωθούσε κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Ο Παπαναστασίου δε θεώρησε επαρκή τη στήριξη αυτή και υπέβαλε την παραίτησή του στις 5 Ιουνίου 1932. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανέλαβε ξανά και παρέμεινε στην εξουσία μέχρι τις 3 Νοεμβρίου 1932.
Μακεδονία 25-11-1932.
Ριζοσπάστης 28-11-1932.
Στις 3 Νοεμβρίου του 1932 το  Λαϊκό Κόμμα κερδίζει τις εκλογές και πρωθυπουργός ορκίζεται ο Παναγής Τσαλδάρης. Για να αποτραπεί ένα πραξικόπημα από Φιλελεύθερους Στρατιωτικούς που φοβούνταν για τη Δημοκρατία και την επάνοδο του Βασιλιά, ο Τσαλδάρης έδωσε γραπτή δήλωση ότι το Κόμμα του αναγνώριζε το Δημοκρατικό Καθεστώς ανακουφίζοντας έτσι τη φιλελεύθερη κοινή γνώμη. Στη συνέχεια, σχημάτισε Κυβέρνηση Συνεργασίας του Κόμματος του, του Εθνικού Ριζοσπαστικού Κόμματος και των Ελευθεροφρόνων. Υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Τσαλδάρη ορκίστηκε ο Ιωάννης Ράλλης, ο  Ιωάννης Μεταξάς ανέλαβε  υπουργός Εσωτερικών, ο Σωτήριος Γκοτζαμάνης υπουργός Προνοίας, και ο Γεώργιος Κονδύλης υπουργός Στρατιωτικών. 
Κονδύλης.
Στις 16 Ιανουαρίου 1933 η κυβέρνηση πέφτει Τσαλδάρη και αναλαμβάνει και πάλι ο Βενιζέλος μέχρι τις 5 Μαρτίου 1933. Στις εκλογές της 5 Μαρτίου 1933 η "Ηνωμένη Αντιπολίτευση" των Τσαλδάρη, Κονδύλη, Μεταξά συγκεντρώνει το ποσοστό του 46,19% και καταλαμβάνει 136 έδρεςΤην επομένη των εκλογών στις 6 Μαρτίου, εκδηλώθηκε στρατιωτικό κίνημα με πρωταγωνιστή τον Νικόλαο Πλαστήρα, που είχε σκοπό να εμποδίσει το Λαϊκό Κόμμα να σχηματίσει κυβέρνηση. Το κίνημα αυτό, στο οποίο φαίνεται πως υποκίνησε  ο Ελ. Βενιζέλος, απέτυχε χάρη και στην στάση του Προέδρου της Δημοκρατίας Αλέξανδρου Ζαΐμη και τελικά κατάφερε ένα σοβαρότατο χτύπημα κατά της βενιζελικής παράταξης, της συνταγματικής νομιμότητας, του κοινοβουλευτικού θεσμού και της αβασίλευτης δημοκρατίας, για τη σωτηρία της οποίας δήθεν επιχειρήθηκε. Μετά την αποτυχία του κινήματος, ο Πλαστήρας πρόλαβε να διαφύγει στο εξωτερικό. Στις 6 Μαρτίου διορίζεται μεταβατική κυβέρνηση από τον Αλέξανδρο Οθωναίο και στις 10 Μαρτίου 1933 ορκίζεται Πρωθυπουργός ξανά  ο Παναγής Τσαλδάρης με αντιπρόεδρο τον Γ. Κονδύλη.
Σημαντικό μέλημα της Νέας Κυβέρνησης ήταν η αναζήτηση των πρωταίτιων του πραξικοπήματος. Ακολούθησε σωρεία διώξεων φιλοβενιζελικών αξιωματικών. Στις αρχές Μαΐου ο Ιωάννης Μεταξάς κατέθεσε στην Βουλή πρόταση δίωξης του ίδιου του Βενιζέλου. Στις αρχές Ιουνίου αντιβενιζελικοί αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν τον Βενιζέλο στην λεωφόρο Κηφισίας. Κατά την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του τραυματίστηκε η γυναίκα του Έλενα Βενιζέλου, η οποία επέβαινε επίσης στο αυτοκίνητο, και σκοτώθηκαν μέλη της προσωπικής του ασφάλειας. Τελικά, ο Τσαλδάρης θα επιδείξει διαλλακτικότητα έναντι των Βενιζελικών  παραχωρώντας αμνηστία και προκαλώντας εσωτερική κρίση στο Κόμμα με αποχωρήσεις σημαντικών στελεχών του. Ο Τσαλδάρης και το Λαϊκό Κόμμα θα αρνηθούν όμως αμνηστία στους διωκόμενους Κομμουνιστές και θα εντείνουν τις διώξεις εναντίον τους. Ο Αντικομουνισμός εξάλλου αποτελούσε θεμελιώδη τμήμα του ιδεολογικού πλαισίου και του πολιτικού λόγου των Λαϊκών. 
Την 1η Μαρτίου 1935 εκδηλώνεται κίνημα Βενιζελικών Αξιωματικών.Το Κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935 ήταν η συνισταμένη των συνωμοτικών ενεργειών διάφορων κύκλων και οργανώσεων της βενιζελικής παράταξης, που απέβλεπαν δήθεν και πάλι στην αποτροπή της παλινόρθωσης της βασιλευόμενης δημοκρατίας. Πίσω από το στόχο αυτό στην πραγματικότητα βρισκόταν η επιθυμία των απότακτων βενιζελικών αξιωματικών να ξαναγυρίσουν στο στράτευμα και να προχωρήσουν σε ριζικές εκκαθαρίσεις των αντιφρονούντων, καθώς και η επιδίωξη των πολιτικών της ίδιας παράταξης να επανέλθουν στην εξουσία. Οι ανησυχίες των βενιζελικών για το μέλλον της αβασίλευτης δημοκρατίας δεν ήταν ίσως απόλυτα δικαιολογημένες, επειδή, παρ΄ όλες τις προκλήσεις των φανατικών βασιλικών, το πολίτευμα δεν κινδύνευε σοβαρά, πολύ λιγότερο μάλιστα από τους φανατισμένους εχθρούς του, που αποτελούσαν μια ανίσχυρη μειοψηφία. Το Λαϊκό Κόμμα, το οποίο στέγαζε τη μεγάλη πλειοψηφία των παλιών βασιλοφρόνων, είχε αναγνωρίσει το 1932 την αβασίλευτη δημοκρατία και είχε αναλάβει να εργαστεί στα πλαίσια αυτού του πολιτεύματος. Μολονότι η ηγεσία και ο συμπολιτευόμενος τύπος αρνούνταν να αποκηρύξουν τη βασιλευόμενη δημοκρατία, η άρνησή τους αυτή είχε σχέση μάλλον με την εύλογη επιθυμία να μην προκαλέσουν μια μερίδα των ψηφοφόρων τους και όχι τόσο με τη φανατική τους προσήλωση στο βασιλικό θεσμό. Το τελευταίο αυτό Βενιζελικό κίνημα της 1ης Μαρτίου του 1935 τελικά το συντρίβει ο Κονδύλης.  Έτσι ο Κονδύλης εδραιώνει την θέση του στο πολιτικό σκηνικό και τελικά στις 10 Οκτωβρίου 1935 ηγείται πραξικοπήματος με τους αρχηγούς των ενόπλων δυνάμεων Παπάγο, Ρέππα και Οικονόμου και ρίχνει την Κυβέρνηση Τσαλδάρη. Το πραξικόπημα κατήργησε την αβασίλευτη δημοκρατία και επανέφερε την βασιλευόμενη δημοκρατία, επιλογή που κατοχύρωσε με το Νόθο Δημοψήφισμα του 1935.  Ο Βενιζέλος καταφεύγει στο Παρίσι, ο Γεώργιος Β’ Γκλύξμπουργκ επιστρέφει και ο δρόμος για τον Μεταξά στρώνεται...
Μεταξάς.
Στις 25 Νοεμβρίου 1935, ο  έκπτωτος από το 1923, Γεώργιος Β’ Γκλύξμπουργκ επιστρέφει στην Αθήνα , ο Κονδύλης παραιτείται και στις 30 Νοεμβρίου ο Βασιλιάς διορίζει νέα "άχρουν κυβέρνηση" υπό τον καθηγητή της νομικής σχολής Κωνσταντίνο ΔεμερτζήΝέες εκλογές  ορίζονται για τις 26 Ιανουαρίου 1936.  Οι εκλογές έγινα με το σύστημα της απλής αναλογικής απο την κυβέρνηση του Δεμερτζή. Τα κόμματα αδυνατούσαν να σχηματίσουν κυβέρνηση και έτσι η κυβέρνηση Δεμερτζή παρέμεινε "ελέω Βασιλιά" στην εξουσία. Στις 9 Μαρτίου ο Γεώργιος Β΄ Γκλύξμπουργκ διόρισε υπουργό στρατιωτικών τον Ιωάννη Μεταξά. Η αρχή για τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου είχε αρχίσει ήδη. Κανένα κόμμα, εκτός από το Κ.Κ.Ε., δεν αποδοκίμασε το συγκεκριμένο διορισμό. Στις 14 Μαρτίου ορκίστηκε η κυβέρνηση Δεμερτζή, με αντιπρόεδρο και υπουργό στρατιωτικών τον Ιωάννη Μεταξά. Ένα μήνα μετά πεθαίνει αιφνιδίως από ανακοπή καρδιάς ο  Δεμερτζής. Το τραγικό συμβάν έδωσε την ευκαιρία στο Μεταξά να αναρριχηθεί στην εξουσία. Έτσι στις 13 Απριλίου ο Γεώργιος Β΄ διόρισε τον Μεταξά πρωθυπουργό ο οποίος στις 16 Απριλίου πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από την Βουλή με 241 ψήφους υπέρ, 16 κατά και 4 αποχές. Ο βουλευτής Ηλείας Βάσος Στεφανόπουλος δήλωσε χαρακτηριστικά τότε: «Χρεωκοπήσαμεν ως κοινοβουλευτισμός, εξεπέσαμεν ως συνέλευσις και χάσαμε τον ψυχικόν σύνδεσμο προς τον λαόν. Διότι τι είδους ψυχικός σύνδεσμος είναι δυνατόν να διατηρηθή όταν ο μεν λαός φωνάζει δεν θέλω να με κυβερνήση ο Μεταξάς, ημείς δε αδιαφορούντες του απαντώμεν: Και όμως θα σε κυβερνήση ο Μεταξάς». Ο δρόμος είχε ανοίξει για την Δικτατορία.  Στις 30 Απριλίου του 1936 η Βουλή παραχώρησε με ψήφισμα απόλυτη ελευθερία στον Μεταξά. Το ψήφισμα διέκοπτε τις εργασίες της βουλής ως τις 30.9.36 και παρείχε εξουσιοδότηση στην Εκτελεστική εξουσία να εκδίδει νομοθετικά διατάγματα για όλα τα θέματα, κάτω από την επίβλεψη μιας 40μελούς επιτροπής, η οποία τελικά ποτέ δε λειτούργησε. Επικαλούμενος τον κίνδυνο εσωτερικών ταραχών και την ασταθή διεθνή κατάσταση, στις 4 Αυγούστου 1936 ο Μεταξάς κατήργησε και τον κοινοβουλευτισμό με τη συγκατάθεση του Γεωργίου Β', ο οποίος διέλυσε τη Βουλή χωρίς να προκηρύξει εκλογές και ανέστειλε τα σημαντικότερα άρθρα του Συντάγματος.

Πηγές:
Φοίβου Οικονομίδη,"Η ελληνική χρεοκοπία του 1932"
Ανδρέα Γ. Δημητρόπουλου: "Οι Ελληνικές Κυβερνήσεις 1843-2004"




Δεν υπάρχουν σχόλια: