5/2/09

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες .


Márquez Gabriel José García.

Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες γεννήθηκε στις 6 Μάρτη 1928 στην Αρακατάκα, ένα παραλιακό χωριό της Κολομβίας, χωριό της μπανάνας στη Καραϊβική. Γιος του τηλεγραφητή Γκαμπριέλ Ελίχιο Γκαρσία Μαρτίνες και της Λουίσα Σαντιάγα Μάρκες Ιγουαράν, ο μικρός "Γκαμπίτο" -όπως τον έλεγαν οι δικοί του- μεγάλωσε με τον παππού του, συνταγματάρχη Νικολάς Ρικάρντο Μάρκες Μεχία και τη γιαγιά του Τρανκιλίνα Ιγουαράν Κότες -από τη πλευρά της μητέρας του- ως τα 10 του χρόνια ακούγοντας τις ιστορίες της γιαγιάς του για φαντάσματα και τις ατέλειωτες διηγήσεις του παππού του για τους εμφύλιους πολέμους, ιστορίες που αποτελούν το υλικό των μετέπειτα μυθιστορημάτων του. Τον πατέρα του τον γνώρισε για πρώτη φορά στα 7 και δε μπόρεσε ποτέ να κερδίσει στη καρδιά του «Γκάμπο» τη θέση που του άξιζε. Αυτή τη θέση την είχε καταλάβει για πάντα ο παππούς: «Ο παππούς ήταν η πιο σημαντική μορφή στη ζωή μου. Από τότε που πέθανε δεν μου έχει συμβεί τίποτε το ενδιαφέρον κι ως και σήμερα οι χαρές της ζωής μένουν ανολοκλήρωτες απλώς και μόνο επειδή δεν τις ξέρει ο παππούς». Στα παιδικά του χρόνια τίποτε δεν προμήνυε την εξέλιξή του σ' έναν από τους μεγαλύτερους λογοτέχνες του πλανήτη, εκτός ίσως από το γεγονός ότι έλεγε ψέματα διασκευάζοντας συνεχώς τις ιστορίες που άκουγε στο σπίτι. Ήθελε να μεγαλώσει και να γίνει ντετέκτιβ σαν τον Ντικ Τρέισι. Εμαθε να διαβάζει στα 8 κι επειδή κείνη την εποχή η οικογένειά του αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα κι ο ίδιος τα κατάφερνε εξαιρετικά στο σχέδιο, κέρδισε τα πρώτα λεφτά στα 11 ζωγραφίζοντας επιγραφές για τον ιδιοκτήτη ενός γειτονικού καταστήματος. Τελειώνει το σχολείο στη Σιπακιρά και το 1947 μπαίνει στο Πανεπιστήμιο της Μπογκοτά για να σπουδάσει Νομικά και Πολιτικές Επιστήμες. Τον ίδιο χρόνο η εφημερίδα Ελ Εσπεκταδόρ δημοσίευσε το πρώτο διήγημά του με τίτλο "Η Τρίτη Παραίτηση". Τον επόμενο χρόνο η Κολομβία είναι καζάνι που βράζει κι οι πολιτικές ταραχές τον αναγκάζουν να μετακομίσει στο Πανεπιστήμιο της Καρθαγένης. Παράλληλα άρχισε να γράφει και τις πρώτες ιστορίες του. Εκεί άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα Ελ Ουνιβερσάλ. Το ταξίδι που έκανε με τη μητέρα του το 1952 για να πουλήσουν το σπίτι της Αρακατάκα τον έκανε να αναθεωρήσει αυτά που ήδη είχε γράψει και ν' αρχίσει από την αρχή. Χρειαζόταν όμως να εξασφαλίσει και την επιβίωσή του κι έτσι συνεργάζεται με διάφορες εφημερίδες και περιοδικά σ' Ευρώπη κι ΗΠΑ, ως δημοσιογράφος. Το 1954 εγκαθίσταται στη Μπογκοτά, όπου κερδίζει βραβείο για το έργο του "Μια Μέρα Μετά Το Σάββατο", και δημοσιεύει τα "Νεκρά Φύλλα", τα "Ανεμοσκορπίσματα" και λίγον αργότερα τη "Κακιά Ώρα" κι "Η Κηδεία της Μεγάλης Μάμα". Το 1955 τον στέλνει στην Ευρώπη η εφημερίδα του, που τη κλείνει αμέσως μετά η κολομβιανή κυβέρνηση κι έτσι περνά τα επόμενα 3 χρόνια κει, όπου βλέπει ένα διαφορετικό τρόπο ζωής. Το 1958 παντρεύεται τη φαρμακοποιό Μερσέδες Μπάρτσα Πάρδο, με την οποία απέκτησε 2 γιους και δημοσιεύει στο περιοδικό Mito το μυθιστόρημά του "Ο Συνταγματάρχης Δεν Έχει Κανένα Να Του Γράψει".
Με την αρχή της κουβανέζικης επανάστασης, το 1959, που χαιρετίστηκε θερμά από τη λατινοαμερικανική ιντελιγκέντσια, φεύγει για να εργαστεί στην Αβάνα κι επιστρέφει ξανά στη Κολομβία το 1961. Την ίδια χρονιά εγκαθίσταται με την οικογένειά του στο Μεξικό, όπου εργάζεται ως δημοσιογράφος και σεναριογράφος. Το 1965, με το σαράκι τόσων ιστοριών και προσώπων να τον τρώει, αρχίζει να βάζει στη σειρά τις αναμνήσεις του για να γεννηθεί 14 μήνες αργότερα το αριστούργημά του "Εκατό Χρόνια Μοναξιά". Στους μήνες που χρειαστήκανε για να τ' ολοκληρώσει, η οικογένεια Μάρκες πέρασε στιγμές απόλυτης φτώχειας, βγάζοντας στο σφυρί σχεδόν τα πάντα, μεταξύ των οποίων το αυτοκίνητο κι αρκετά κοσμήματα της Μερσέδες. Για να μπορέσουν να στείλουνε τα χειρόγραφα στον αργεντινό εκδότη βάλαν ενέχυρο για 50 πέσος το πιστολάκι για τα μαλλιά, το μπλέντερ και το φορητό καλοριφέρ τους. Το έργο-ποταμός εκδόθηκε τελικά και άλλαξε σε μια νύχτα τη ζωή του τοποθετώντας τον επικεφαλής του λατινοαμερικανικού μυθιστορήματος και κάνοντας τους κριτικούς να γράψουν: «Ο Μάρκες έγραψε τον "Μόμπι Ντικ" της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας». Το ήδη φανατικό ανά τον κόσμο κοινό του αυξήθηκε καθιστώντας τον έναν από τους πιο πολυδιαβασμένους λογοτέχνες της γης και το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1982 του 'δωσε μιαν επίσημη θέση στο πάνθεον των αθανάτων. Στο τεράστιο έργο του, συμπεριλαμβάνονται επίσης και τα μυθιστορήματα: "Το Φθινόπωρο Του Πατριάρχη", "Χρονικόν Ενός Προαναγγελθέντος Θανάτου", "Ο Ερωτας Στα Χρόνια Της Χολέρας" "Δώδεκα Διηγήματα Περιπλανώμενα", "Περί Ερωτος Κι 'Αλλων Δαιμονίων","Ο Στρατηγός Μες Στο Λαβύρινθό Του", "Οι Θλιμμένες Πουτάνες Της Ζωής Μου" κ.ά. Επίσης, έχει γράψει άρθρα σε περιοδικά, βιβλία με διηγήματα και κινηματογραφικά σενάρια.

Τελευταία αγωνίζεται ενάντια σε μια βαριά μορφή καρκίνου λεμφαδένων κι έχει αποσυρθεί στη πατρίδα του. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το πρώτο μέρος της αυτοβιογραφίας του με τίτλο: "Ζω Για Να Τη Διηγούμαι".

Δεν υπάρχουν σχόλια: