2/12/08

Αντώνης Κατσαντώνης.

«Εσείς όπου τον είδατε ψηλά στα κορφοβούνια
Σταυραετοί και πέρδικες ,ξεφτέρια χελιδόνια,
Ελάτε να του στήσετε τραγούδι μοιρολόγι,
Τον Κατσαντώνη πιάσανε, κλάψτε πουλιά μου κλάψτε!»


Α. Βαλαωρίτης.


Ο Αντώνης Κατσαντώνης ήταν περίφημος κλέφτης της Δυτικής Ελλάδας (1775 - 1809). Τη ζωή, τη δράση και την αντρειοσύνη του Κατσαντώνη έχει καταγράψει η ιστορία. Σημαντικοί συγγραφείς και ερευνητές, Έλληνες και ξένοι, ασχολήθηκαν διεξοδικά και υπεύθυνα με την εκρηκτική προσωπικότητα, το αδάμαστο πείσμα και τα κατορθώματα του ακαταμάχητου πολεμιστή. Ο Άγγλος J. Emerson, οι Γάλλοι E. Yemeniz, C. Fauriel και Pouqueville κ.λ.π. καθώς και πολλοί διακεκριμένοι Έλληνες συγγραφείς, όπως ο Α. Βαλαωρίτης, ο Δ. Λουκόπουλος, ο Ε. Φραγγίστας, ο Ι. Βλαχογιάννης, ο Χ. Χρηστοβασίλης, ο Σ. Γρανίτσας, ο Δ. Σταμέλος, Ο Δ. Φωτιάδης, ο Κασομούλης, ο Π. Βασιλείου, ο Μ. Γκιόλιας και πολλοί άλλοι θεωρούν τον Κατσαντώνη από τους κορυφαίους αρματολούς και κάποιοι εφάμιλλο του Κολοκοτρώνη, του Καραϊσκάκη, του Ανδρούτσου.


Είναι διακριβωμένο ότι ο Κατσαντώνης γεννήθηκε στ’ Άγραφα. Από πολλές πηγές και έγκυρους ερευνητές, βεβαιώνεται ότι ο τόπος της γέννησής του είναι το χωριό Μάραθος, που παλιότερα (μέχρι το 1928) λεγόταν Μύρεση(ι) ή Μύρηση ή Μήρισι, άγνωστης ετυμολογίας. Κάποιοι αμφισβήτησαν την καταγωγή του, όπως ο Κ. Ρωμαίος, και υποστήριξαν ότι ο Κατσαντώνης γεννήθηκε στο Βασταβέτσι της Ηπείρου. Η άποψη αυτή είναι ανιστόρητη και χωρίς αποδείξεις, όπως γράφει και ο Δημήτρης Σταμέλος, στο βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών βιβλίο του «Κατσαντώνης». (Οι περισσότεροι από τους περιηγητές ή ιστοριογράφους, όπως ο Fauriel, ο Pouqueville, ο Emerson, αλλά κυρίως ο γερουσιαστής Ιωάννης Τσιγκόλης, που έγραψε τις σημειώσεις του ακολουθώντας πιστά τη διήγηση του Θεοδοσίου Νικοθέου, γιου του Νικοθέου, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο ήρωάς μας γεννήθηκε στα Άγραφα και μάλιστα στον τόπο εγκατάστασης του πατέρα του, το Μάραθο).
Ο πατέρας του Κατσαντώνη, ο Γιάννης Μακρυγιάννης, γεννήθηκε στο Πετροβούνι (Βασταβέτσι) της Ηπείρου. Κυνηγημένος από τον Αλή πασά πήρε το μικρό του κοπάδι και κατευθύνθηκε για να κρυφτεί στην περιοχή των Αγράφων, όπου κυριαρχούσε η κλεφτουριά με πρώτο κλέφτη τον ξακουστό Βασίλη Δίπλα. Εγκαταστάθηκε τελικά στο Μάραθο (Μύρισι) Αγράφων Ευρυτανίας, όπου οι κάτοικοι του χωριού τον καλοδέχτηκαν, τον βοήθησαν να στεριώσει και μάλιστα τον πάντρεψαν με την Αρετή, μια συγχωριανή τους, ανηψιά του κλεφτοκαπετάνιου στ' Άγραφα Δίπλα. Καρπός του γάμου του Σαρακατσάνου αρχιτσέλιγκα με την Αγραφιωτοπούλα Αρετή ήταν ο Κατσαντώνης, του οποίου το όνομα έγινε ξακουστό σε όλη την πατρίδα.


Ο Κατσαντώνης είχε άλλα τέσσερα αδέρφια: Τον Κώστα Λεπενιώτη, που ονομάστηκε έτσι επειδή γεννήθηκε στη Λεπενού του Ξερομέρου, όπου ξεχειμωνιάζαν τα κοπάδια του πατέρα του. Τον Γιώργο Χασιώτη, που πήρε αυτό το όνομα επειδή πιθανότατα γεννήθηκε στα Χάσια. Τον Χρήστο Κούτσικο, που τον ονόμασαν σκωπτικά έτσι, επειδή ήταν κι αυτός μικρόσωμος όπως και ο Αντώνης. Και, τέλος την Αικατερίνη, που παντρεύτηκε κατόπιν στο χωριό Βελαώρα των Απεραντίων.
Ασυμφωνία υπάρχει και για τη χρονολογία γέννησης του Κατσαντώνη. Ο Επ.Φραγγίστας, γιος του Γιάννη Φραγγίστα, πρωτοπαλίκαρου του Κατσαντώνη, προσδιορίζει το 1777 ως χρόνο γέννησής του. Ο Κασομούλης πάντως, τοποθετεί τη γέννησή του ανάμεσα στο 1770 και στο 1773. Άλλοι όμως σημαντικοί ερευνητές, όπως ο Π.Ι. Βασιλείου, ο Δ. Σταμέλος, ο Καρασμάνης, ο Ι. Τσιγκόλης κ.λ.π. θεωρούν ως πιθανότερη χρονολογία γέννησής του το 1775. ( σύμφωνα με τις πληροφορίες που προκύπτουν από τις σημειώσεις του γερουσιαστή Τσιγκόλη το 1775 τείνει να θεωρηθεί ως η πιο πιθανή χρονολογία γέννησής του).
Τον Κατσαντώνη βάφτισε (κατά πάσα πιθανότητα) ο ξακουστός καπετάν Δίπλας και του έδωσε το όνομα Αντώνης. Μάλιστα η τοπική παράδοση θέλει να εμφανίζεται ένα απόσπασμα Τουρκαλβανών την ώρα του μυστηρίου. Ο νουνός (και θείος του) άφησε το μυστήριο στη μέση. Απίθωσε το παιδί μπροστά στην Αγία Τράπεζα και έτρεξε με τα παλικάρια του να κυνηγήσει τον εχθρό. Το γεγονός αυτό ο ιερέας που τελούσε το μυστήριο θεώρησε ότι προοιωνίζεται πολυτάραχη ζωή για το παιδί! Πάντως, ο Δ. Σταμέλος αναφέρει ότι ορισμένοι υποστηρίζουν πως τον Κατσαντώνη βάφτισε κάποιος αρματολός, ονόματι Δήμος και κατ' άλλη εκδοχή (Κ. Ράμφου), νουνός του Κατσαντώνη ήταν ο Δήμας από το Κόρθι της Ηπείρου, που ήταν τσοπάνος στα αιγοπρόβατα του Αλή πασά..
Όταν ο Κατσαντώνης ήταν 23 ετών, τον συνέβαλε κάποιος Μπουλούμπασης, κάπου στα χειμαδιά, στην περιοχή του Βάλτου ή του Ξηρομέρου, με τον ισχυρισμό ότι είχε κλέψει μια γίδα! Από μόνη της η κατηγορία είναι αστεία, γιατί ο πατέρας του ήταν αρχιτσέλιγκας! Επί δύο μέρες τον βασάνισε άγρια, με απώτερο σκοπό να πάρει λύτρα, τακτική που εφάρμοζαν συχνά οι δερβεναγάδες. Τελικά, ο γέρο Μακρυγιάννης πούλησε ότι είχε και δεν είχε για να πετύχει την απελευθέρωσή του παιδιού του. Εκείνη η οδυνηρή περιπέτεια έκαμε άλλον άνθρωπο τον Κατσαντώνη. Μίσησε θανάσιμα τον κατακτητή και αποφάσισε να πάρει τ’ άρματα και να εκδικηθεί.
Ο Αντώνης όμως, ήταν μικρόσωμος, αδύνατος και ασθενικός. Δεν έδινε την εντύπωση ότι μπορεί να κρατήσει ντουφέκι.Γι’ αυτό όταν η μάνα του, που του είχε ξεχωριστή αδυναμία, τον άκουσε να λέει ότι θα πάρει τ’ άρματα, τον ικέτευε συνεχώς ν’ αλλάξει γνώμη. «Κατσ’ Αντώνη», του έλεγε με σπαραγμό ψυχής, γιατί πίστευε ότι δεν θα άντεχε στη σκληρή και ανελέητη ζωή του κλέφτη. Ο Αντώνης, αν και υπεραγαπούσε τη μάνα του, τελικά ακολούθησε εκείνο που του υπαγόρευε η φλογερή ιδιοσυγκρασία του. Έτρεξε κοντά στο θείο και νουνό του, τον καπετάν Δίπλα. Του διηγήθηκε τα καθέκαστα με τον Μπουλούμπαση, καθώς και τις απεγνωσμένες παρακλήσεις της μάνας του, που επαναλάμβανε συνεχώς την προτροπή "Κάτσε Αντώνη - Κάτσε Αντώνη".
Εκείνες οι δύο λέξεις έγιναν αφορμή να τον φωνάζουν περιπαιχτικά (για ένα διάστημα) «Κατσαντώνη» οι κλέφτες του Δίπλα, αλλά και τ’ αδέρφια του. Αυτή η εκδοχή πιθανολογείται ότι είναι η πιο σωστή, για την ετυμολογία του ονόματος «Κατσαντώνη», για τον πρόσθετο λόγο ότι εκείνη την εποχή συνήθιζαν να δίνουν παρατσούκλια από ανάλογα περιστατικά. Άλλωστε, σχεδόν όλοι οι βιογράφοι του προσδιορίζουν χρονικά την αλλαγή του ονόματος του Αντώνη Μακρυγιάννη σε Κατσαντώνη μετά τη σύλληψη και την περιπέτεια που είχε με τον Μπουλούμπαση και ειδικότερα μετά το φόνο του δερβέναγα. Από τότε δηλαδή που πήρε τ’ άρματα! Εξίσου πιθανή όμως εκδοχή είναι ότι το όνομα Κατσαντώνης προέρχεται από την τούρκικη λέξη "Kaηan" (Κατσάν), που σημαίνει φυγόδικος. Το γράμμα - η - στην τουρκική προφέρεται τσε. Στα εικοσιπέντε του χρόνια, δηλ. το 1802, όπως υποστηρίζει ο Φραγγίστας, εγκατέλειψε τον ποιμενικό βίο και έγινε κλέφτης, έπειτα από το περιστατικό που του συνέβη με τον Τούρκο Μπουλούκμπαση. Είχε συλληφθεί και εδάρη από τον μπουλούκμπαση με την κατηγορία της ζωοκλοπής και αφέθηκε ελεύθερος αφού κατέβαλε πολλά λύτρα. Μόλις ο Κατσαντώνης απελευθερώθηκε, σκότωσε τον μπουλούκμπαση και υποχρεώθηκε έτσι, φυγοδικώντας, να στραφεί στην κλέφτικη ζωή. Μαζί με δέκα συγχωριανούς ή συγγενείς του άφησε το Μάραθο και εντάχθηκε στην ομάδα του Δίπλα, που όπως λέγεται κατά την παράδοση ότι ήταν νονός του.

Μικροσκοπικό και ασήμαντο, από πλευράς εμφάνισης, περιγράφουν τον Αντώνη Μακρυγιάννη (Κατσαντώνη) οι βιογράφοι του. «Ίσως φανταστείς πως ο Κατσαντώνης στάθηκε κανένας άντρακλας ώς εκεί πάνω, που άμα φώναζε αντιβοούσαν τα φαράγγια. Όχι. Είχε μαλλιά μαύρα σαν το κοράκι κι’ ήταν μικρόσωμος, γλυκομίλητος και με ψιλή φωνή. Γι’ αυτό όταν έλεγε πως θα γίνει κλέφτης, οι άλλοι τον παίρνανε στ’ αστείο και τον πείραζαν. Όμως δεν είναι το σώμα που κάνει την παληκαριά, μα η καρδιά που κρύβει μέσα», γράφει ο Δ. Φωτιάδης. Μικρός κατά το σώμα, αλλά «γιομάτος», με βλέμμα κεραυνό και παλικάρι, που όμοιό του δεν υπήρχε άλλο στ’ Αγραφιώτικα βουνά. Έτσι περιγράφουν πολλοί συγκαιρινοί του τον Κατσαντώνη, αλλά οι αρετές του δεν εξαντλούνται εδώ.
Παροιμιώδης υπήρξε η συμπεριφορά του απέναντι στις γυναίκες. Η παράδοση αναφέρει ότι τα παλικάρια του σκότωσαν κάποιον σύντροφό τους, επειδή ατίμασε μια Τουρκάλα αιχμάλωτη!
Ο ξακουστός αρματολός έγινε σύμβολο, τραγούδι και απαντοχή όχι μόνο στα Ευρυτανικά, τα Θεσσαλικά, τα Ηπειρωτικά ή του Βάλτου τα βουνά, αλλά όλου του ελληνισμού. Η αξιοσύνη του, η ευφυία του, το ελεύθερο και ανυπότακτο πνεύμα του, η μεγαλοψυχία του, η βαθιά Θρησκευτική πίστη του και η περιφρόνηση στο θάνατο, τον κατέστησαν συνώνυμο με το θρύλο.
Ο Κατσαντώνης εγκατέλειψε κρυφά ένα βράδυ το σπίτι του (κατά την πιθανότερη εκδοχή, ο Κατσαντώνης ήταν παντρεμένος με την Αγγελική, κόρη μεγαλοκτηνοτρόφου με την οποία απέκτησε ένα γιο τον Αλέξανδρο ) και πήγε στην ομάδα του Δίπλα, αφού πρώτα ξεκαθάρισε τους λογαριασμούς του με τον Τουρκαλβανό Μπουλούμπαση, που τον είχε βασανίσει άδικα και άγρια. Λίγες μέρες μετά την απελευθέρωσή του, τον περίμενε σε ένα έρημο μέρος και τον σκότωσε, πετώντας το πτώμα του στο γκρεμό.
Η απόφασή του να πάρει τ’ άρματα υπαγορεύτηκε από τρία γεγονότα: Από το θαυμασμό που ένιωθε για τους αρματολούς και κλέφτες, καθώς μεγάλωσε και γαλουχήθηκε με τους μύθους και τα κατορθώματά τους. Από την αυξανόμενη καταπίεση του Αλή πασά και, τέλος, από τις αρπαγές των κοπαδιών του πατέρα του, αλλά και των άλλων σκηνιτών Σαρακατσάνων, που ξεχειμώνιαζαν στα μέρη του Βάλτου και του Ξερομέρου.
Μέσα σε μικρό διάστημα ο Κατσαντώνης, με την ορμητικότητα, το πάθος και την οξυδέρκεια που τον διέκριναν, κατορθώνει να επιβληθεί στους συντρόφους του. Κοντά στο Δίπλα, έχοντας μαζί του και τους Κώστα Λεπενιώτη και Γεώργιο Χασιώτη, αύξησε τους ανθρώπους του και απόκτησε δικό του ασκέρι με 80 περίπου παλικάρια. Ο ίδιος ο καπετάν Δίπλας διαπιστώνοντας το παράτολμο θάρρος, τη σύνεση και το κοφτερό μυαλό του, του παραδίδει την αρχηγία, ενώ ο ίδιος παραμένει απλός πολεμιστής.
Ο Κατσαντώνης, που στο μεταξύ πολύ γρήγορα μεγάλωσε σημαντικά τη δύναμή του με πολλά παλικάρια, μεταξύ των οποίων και τα αδέρφια του Κώστα Λεπενιώτη και Γιώργο Χασιώτη, εξαπέλυσε αδιάκοπο πόλεμο κατά του κατακτητή. Τον χτυπούσε παντού. Μέρα και νύχτα. Τ’ ασκέρια του Αλή πασά, για πρώτη φορά, ζούσαν έναν πραγματικό εφιάλτη. Πουθενά δεν ένιωθαν ασφαλείς.
«Ο Κατσαντώνης», γράφει ο Δ. Σταμέλος, «στάθηκε υπόδειγμα κλέφτη, με ηθικό ανάστημα λαμπρό, που επέδρασε ευεργετικά στην υστεροφημία του και τη σύνδεσή του με τον γενικότερο λαϊκό θαυμασμό. Σέβονταν τη γυναίκα και την οικογενειακή τιμή και σε αρκετές περιπτώσεις υπήρξε μεγαλόψυχος ακόμα και στους εχθρούς του». Ο συγγραφέας αναφέρει ένα χαρακτηριστικό γεγονός που διέσωσε ο Φραγγίστας. Σε μια μάχη στην περιοχή του Βάλτου (1806) συνελήφθη αιχμάλωτος ένας Μπουλούμπασης, ο οποίος είχε τραυματιστεί στο πόδι. Ο Μπουλούμπασης πήγε και γονάτισε μπροστά στον Κατσαντώνη και κλαίγοντας του ζητούσε παρακλητικά να μην τον «χαλάσει», γιατί είχε δυό ανύπαντρες ορφανές αδερφές, που περιμένουν απ’ αυτόν να τις αποκαταστήσει! Συνήθως οι κλέφτες σπάνια χάριζαν τη ζωή σε τραυματισμένο εχθρό, αλλά ο θρυλικός κλέφτης συγκινήθηκε και έδωσε εντολή να τον αφήσουν ελεύθερο, ενώ του δώρισε και ένα χρυσό νόμισμα!
Εκτός από την παροιμιώδη παλικαριά του, ο Κατσαντώνης φημιζόταν για τη μεγαλοψυχία του, την εντιμότητά του και τη βαθιά θρησκευτική του πίστη. Για το λόγο αυτό, όπως γράφει ο Κ. Ράμφος, οι χωρικοί ορκίζονταν στο όνομά του και άνοιγαν διάπλατα τις πόρτες των σπιτιών τους. Άλλωστε, όπως διηγούνται παλαιοί αρματολοί, κλέφτες και τσελιγκάδες, στους λαογράφους και τους ερευνητές της ζωής και των άθλων του Κατσαντώνη, δεν υπήρχε μοναστήρι, κορυφή, βρύση ή λημέρι που να μην είχε περάσει και να μην φέρει το όνομά του.

Ο Αλή πασάς θορυβήθηκε από τη δράση του Κατσαντώνη και τη ραγδαία εξάπλωση της φήμης του. Στην αρχή έστειλε εναντίον του διάφορα αποσπάσματα, αλλά δεν κατάφεραν τίποτα.
Ο τύραννος αποφασίζει να στείλει εναντίον του τον δερβέναγα Ιλιάσμπεη με τριακόσιους σκληροτράχηλους Τουρκαρβανίτες. Ο Κατσαντώνης με τους ογδόντα περίπου άνδρες του, τον περίμενε στη θέση «Τριφύλλα», κάπου κοντά στο Κλειτσό και τη Νεράιδα Ευρυτανίας. Σύμφωνα με τον Φραγγίστα, οι Έλληνες όρμησαν με τα γιαταγάνια κατά του πολυάριθμου εχθρού και τον έτρεψαν σε άτακτη φυγή. Ο Κατσαντώνης εξόντωσε δέκα Τουρκαρβανίτες και τον ίδιο τον Ιλιάσμπεη! Η ανάμνηση της μάχης της Τριφύλλας και του θανάτου του Ιλιάσμπεη αναφέρεται στο δημοτικό τραγούδι:

«Ο Λιάζαγας ξεκίνησε και στην Τριφύλα πάγει
κι ο Κατσαντώνης χούγιαξε από το μετερίζι.
- Που πας Λιαζαντερβέναγα, που πας παλιομουρτάτη,
εδώ 'χω τα κλεφτόπουλα, εδώ 'χω τους χασάπες.
- Σ' εσέν' έρχομαι Αντώνη μου, σ' εσένα Κατσαντώνη.
Τρία τουφέκια τούριξε, τα τρ' αράδα - αράδα.
Τόνα τον παίρνει στο πλευρό και τ' άλλο στο κεφάλι,
Το τρίτο το φαρμακερό, ανάμεσα στα μάτια.
Τους Τούρκους παίρνουνε μπροστά και στον Κλειτσό τους κλειούνε.»
Ο αιμοσταγής και πανούργος Αλής εξαγριώνεται και στέλνει πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις. Δίνει διαταγή να συλλάβουν τους γονείς του Κατσαντώνη και να τους οδηγήσουν στα Γιάννενα. Τους ρίχνει στη φυλακή και στην αρχή προσπαθεί να τους πείσει να φέρουν και το γιό τους, στον οποίο υπόσχονταν να του αναθέσει το αρματολίκι των Αγράφων. Η δολιότητά του όμως είναι γνωστή και δεν πείθει τους άτυχους γονείς. Ο Αλής ζητάει τότε από τον ίδιο τον Κατσαντώνη να σταματήσει αμέσως τον κλεφτοπόλεμο και να δηλώσει υποταγή, αλλιώς απειλεί να εξοντώσει τους γονείς του... Με τη σειρά του ο ατρόμητος κλέφτης παραγγέλνει στον δόλιο Αλή να μην προχωρήσει στην άτιμη πράξη του, γιατί θα το πληρώσει ακριβά. Τελικά επικρατεί η τυφλή βία. Οι γονείς του Κατσαντώνη βασανίζονται άγρια και θανατώνονται!
Η φοβερή είδηση τον συγκλονίζει. Η συντριβή του τον οδηγεί σε παραλήρημα. Η εκδικητική του μανία δεν έχει όρια. Θέλει να πάρει το αίμα των γονιών του πίσω το γρηγορότερο και δεν λογαριάζει πως! Τότε ο γέρο Δίπλας τον νουθετεί, τον ημερεύει και τον φέρνει στα συγκαλά του.
Από την πλευρά του ο Αλής αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει να κάμει με έναν κοινό ζωοκλέφτη ή ληστοσυμμορίτη, αλλά με έναν αληθινό επαναστάτη. Μηχανεύεται χίλιους τρόπους για να εξοντώσει με κάθε μέσο τον ασυμβίβαστο κλέφτη «και τη συμμορία του», αλλά μάταια. Στέλνει το ένα μετά το άλλο τα αποσπάσματα εναντίον του Κατσαντώνη, αλλά οι αρχηγοί τους γυρίζουν πίσω κατησχυμένοι και ντροπιασμένοι. Τελικά διορίζει τον αιμοσταγή Γιουσούφ Αράπη, γενικό αρχηγό στον αγώνα κατά του Κατσαντώνη και του δίνει εξουσία ζωής και θανάτου επί όλων των Χριστιανών. Ο Τουρκοαιγύπτιος σατράπης, χωρίς να δίνει λόγο σε κανέναν, όπως γράφει ο Yemeniz, για να σκορπίσει τον τρόμο και τον πανικό, συνελάμβανε όποιους ήθελε και αφού τους τσάκιζε τα πόδια, τους απαγχόνιζε! Περισσότερο υπέφεραν οι κάτοικοι της περιοχής του Βάλτου και του Ξηρομέρου, αλλά και της Ευρυτανίας, επειδή συνέδραμαν τους Κατσαντωναίους. Ο αδίστακτος Γιουσούφ υπέβαλε τον πληθυσμό σε φρικτά βασανιστήρια και άρπαζε το βιός του.Είναι πολύ πιθανό, αν όχι βέβαιο, ότι αυτή η τακτική του Γιουσούφ απέβλεπε να παρασύρει τον Κατσαντώνη και να δώσει μάχη σε ανοιχτό πεδίο, όπου οι Τουρκαλβανοί διέθεταν πολλαπλάσιες δυνάμεις.
Ο Κατσαντώνης δεν έβλεπε την ώρα να αναμετρηθεί με τους άπιστους, αλλά ο πολύπειρος Δίπλας τον χαλιναγωγούσε, γιατί ήξερε ότι τέτοια σύγκρουση στα πεδινά θα σήμαινε καταστροφή. Η ευκαιρία, όμως, που ζητούσε ο χαροκαμένος κλέφτης δεν άργησε. Όταν ο Γιουσούφ στρατοπέδευσε στην Κατούνα Ξηρομέρου, έστειλε τον Κουτζουμουσταφάμπεη, με 150 άνδρες, να συλλάβει όλους τους προύχοντες της περιοχής. Οι τελευταίοι, όπως γράφει ο Ε. Φραγγίστας, επειδή ήξεραν πολύ καλά τι τους περιμένει, ειδοποίησαν τον Κατσαντώνη, που γνώριζαν τα λημέρια του, και του ζήτησαν βοήθεια. Ο υποτακτικός του Γιουσούφ συνέλαβε πέντε από τους προκρίτους του Ξηρομέρου και τους οδήγησε ενώπιόν του.
Ο Κατσαντώνης παρακολουθούσε από μακριά τις κινήσεις του, μέσα από δύσβατα μονοπάτια και πάσχιζε να βρει το πιο κατάλληλο μέρος για να καταφέρει καίριο χτύπημα στον εχθρό. Εκτός από τους 150 Τουρκαρβανίτες, ο Κουτζουμουσταφάμπεης είχε πάρει μαζί του και 200 περίπου ένοπλους χωρικούς για τον φόβο του Κατσαντώνη. Αφού πέρασε τα πιο επικίνδυνα μέρη και πίστεψε ότι δεν διατρέχει πλέον κανένα κίνδυνο, έδωσε εντολή στους χωρικούς να «αδειάσουν» τα όπλα τους, δηλαδή να πυροβολήσουν στον αέρα, και να γυρίσουν στα σπίτια τους.
Μόλις ο Κατσαντώνης, που καιροφυλακτούσε μέσα από τα δάση, είδε τους χωρικούς ν’ απομακρύνονται, γεμάτος οργή, αποφάσισε να δράσει. Σε ένα στενό πέρασμα, κοντά στην Κεχρινιά, που είχε καταλάβει νύχτα, έστησε ενέδρα και περίμενε. Έδωσε εντολή στους άνδρες του να μην πυροβολήσουν πριν ο εχθρός φτάσει πολύ κοντά και δώσει ο ίδιος το σήμα. Οι άνδρες του Κουτζουμουσταφάμπεη προχωρούσαν αργά και ράθυμα, ανύποπτοι για το τι τους περίμενε. Μόλις έφτασαν σε απόσταση αναπνοής από τις θέσεις των Κατσαντωναίων, ακολούθησε ομοβροντία πυροβολισμών και ορυμαγδός.
Η μάχη κράτησε περίπου μια ώρα. Οι 145 από τους 150 άνδρες του Κουτζουμουσταφάμπεη, με πρώτο τον ίδιο, είχαν πέσει νεκροί. Μόλις πέντε κατάφεραν να σωθούν και το έβαλαν στα πόδια. Οι άνδρες του Κατσαντώνη τους καταδίωξαν και τους έπιασαν. Όταν τους οδήγησαν ενώπιόν του, κλαίγοντας τον εκλιπαρούσαν να τους χαρίσει τη ζωή για να δώσουν «χαμπέρι» τί έγιναν οι σύντροφοί τους. Ο Κατσαντώνης, ικανοποιημένος για τη μεγαλειώδη νίκη, έδειξε για άλλη μια φορά τη μεγαλοψυχία του και τους χάρισε τη ζωή.
Από τους Έλληνες σκοτώθηκαν τρεις και τραυματίστηκαν πέντε, ενώ απελευθερώθηκαν οι πέντε προύχοντες, από τους οποίους οι δύο είχαν τραυματιστεί ελαφρά.
Η περίλαμπρη εκείνη νίκη, έκαμε το όνομα του Κατσαντώνη ξακουστό σε όλους τους Έλληνες και προκάλεσε τρόμο και οργή στον κατακτητή. «Κατσαντώνη λέγανε αυτοί (οι Τούρκοι) και χλώμιαζε το πρόσωπό τους, Κατσαντώνη μουρμούριζαν οι σκλάβοι και χαμογελάγανε τα χείλια τους. Τ’ όνομα του απλώθηκε πέρα από τ’ Άγραφα, σ’όλη τη Ρούμελη, κι’ έπειτα έφτασε ίσαμε τα Γιάννενα και μπήκε στο σεράϊ του πασά...», γράφει ο Δ. Φωτιάδης.
Παράλληλα, έσπευσαν πλέον σε βοήθεια του Κατσαντώνη, φανερή ή κρυφή, όλοι όσοι μπορούσαν, ενώ πύκνωναν τη δύναμή του πολλά παλικάρια. Τότε ακριβώς (1805) ήταν που πήρε τη μεγάλη απόφαση και ο Γ. Καραϊσκάκης να εγκαταλείψει το σαράϊ του Αλή πασά και να γυρίσει ξανά στα βουνά των Αγράφων. «Άκουγε τους αγάδες να καταριούνται τον Κατσαντώνη κι’ ήθελε νάχουν το δικό του όνομα στα χείλη τους, γιατί ένιωθε πως όλες οι βρισιές τους στεκόντανε παινέματα στην παλικαριά του και την αξιοσύνη του», υπογραμμίζει πάλι ο Φωτιάδης. Ο Αχιλλέας της Ρωμιοσύνης, όπως ονόμασε ο Κωστής Παλαμάς τον Καραϊσκάκη, ανέβηκε στ’ Άγραφα, πήγε στο λημέρι του Κατσαντώνη και «σπούδασε τον άταχτο πόλεμο σιμά στον πιο τρανό κλέφτη», στο «ξεφτέρι της Ελλάδας». Το δρόμο του Καραϊσκάκη, που ήταν μεγαλύτερος στην ηλικία από τον Κατσαντώνη, ακολούθησαν και πολλοί άλλοι ονομαστοί αρματολοί, όπως ο Ι. Φραγγίστας, ο Τσόγκας, ο Λ. Σουλιώτης, ο Τσάκας, ο Δημο - Τσέλιος, ο Ν. Μπουρδάρας, ο Παλαιογιώργης και πολλοί άλλοι. Ο Κατσαντώνης δεν αγωνίστηκε μόνο κατά των Τούρκων. Την ίδια απέχθεια ένιωθε και για τους περιβόητους κοτζαμπάσηδες που έπαιζαν το παιχνίδι του κατακτητή και καταδυνάστευαν τους ομοεθνείς τους. Την αυθαιρεσία και την αυταρχικότητα των προεστών ή δημογερόντων, που αντιπροσώπευαν τις κοινότητες στις σχέσεις τους με την τουρκική εξουσία, καθόριζαν τους φόρους, δίκαζαν κ.λ.π., την πολέμησαν χωρίς οίκτο οι θρυλικοί Κατσαντωναίοι. Άλλωστε, έχει καταγραφεί, ότι ο Κατσαντώνης έκανε επιδρομές και κατά των κτημάτων των κοτζαμπάσηδων, επειδή ήταν στενοί συνεργάτες - τοποτηρητές των Τούρκων, συχνά ενεργούσαν με ιδιοτέλεια και εκμεταλλεύονταν άγρια τους ακτήμονες και γενικά τους ομοεθνείς τους.
Οι Τούρκοι, μετά την ολοκληρωτική συντριβή του Κουτζουμουσταφάμπεη, στην Κεχρινιά, απέφευγαν ν’ αναμετρηθούν με τον Κατσαντώνη, αν και τους προκαλούσε συνεχώς. Έφτασε μάλιστα στο σημείο, όταν κατέβαινε στις πόλεις, να προτρέπει το λαό να προδίδει στους αγάδες τα λημέρια των ανδρών του, μήπως και αποτολμήσουν να αναμετρηθούν μαζί του! Οι αγάδες όμως, μάθαιναν που βρίσκεται ο Κατσαντώνης με τους άνδρες του και τραβούσαν για... αλλού! Η νίκη του Κατσαντώνη προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στους υπόδουλους και γέμισε με οργή και φόβο τον Αλή. Σύμφωνα με τον Κασομούλη, ο Κατσαντώνης από όλους τους κλέφτες "επαρουσιάζετο η μεγαλυτέρα μάστιξ κατά των Τουρκαλβανών του Αλή Πασά". Η φήμη του εξαπλώθηκε όχι μόνο στα Άγραφα, το Βάλτο και το Ξηρόμερο αλλά και στη Θεσσαλία, στην περιοχή του Σουλίου, παντού... Ο "νταϊφάς" του αυξήθηκε, έφθασε σε δύναμη πάνω από εκατό άνδρες, ενώ παράλληλα ο ίδιος μπορούσε με μια ειδοποίησή του να συγκεντρώσει από τα χωριά μεγάλο αριθμό οπαδών του. Όπως γράφει ο Βαλαωρίτης, μετά από εκείνο το πάθημα, ο Αλή πασάς έβλεπε παντού και πάντα το φάντασμα του «ατρόμητου αθλητή» μπροστά του!
Ο Κατσαντώνης, που περιφερόταν στα ευρυτανικά βουνά, βρέθηκε το καλοκαίρι του 1806 στου «Πουλιού τη βρύση», δηλαδή στο σημερινό χωριό Κρέντη, κοντά στο Κερασοχώρι. Μετά από συζήτηση με τα πιο έμπειρα παλικάρια του, αποφασίστηκε να σταλεί ένας χωρικός στη μονή της Τατάρνας, όπου είχε στρατοπεδεύσει ο δερβέναγας Χασάν Μπελούσης, με 500 Αρβανίτες, για να του μεταφέρει το μήνυμα του Κατσαντώνη, ο οποίος τον καλούσε σε μονομαχία (κατά τον Yemeniz). Ο Μπελούσης, όπως γράφει ο Δ. Αινιάν, ταράχτηκε, αλλά δεν μπορούσε να μην δεχτεί την πρόκληση, διότι μια τέτοια ενέργεια θ’ αποτελούσε προσβολή για τη στρατιωτική του τιμή, ενώ θα έπεφτε σίγουρα στη δυσμένεια του Αλή πασά. Με βαριά καρδιά, σύναξε τους 500 Αρβανίτες και ξεκίνησε για του Πουλιού τη βρύση, που απείχε περίπου τρεις ώρες, με τα πόδια.
Ο Κατσαντώνης, με πολύ λιγότερους άνδρες, καθώς πλησίαζε ο εχθρός, τους εμψύχωσε και τους είπε ότι πρέπει να φανούν γενναίοι, όπως και στις προηγούμενες μάχες. Επακολούθησε σκληρή μάχη, αλλά όταν έφτανε στην κορύφωσή της, ο Μπελούσης δείλιασε, ανέβηκε στο άλογό του και τράπηκε σε φυγή. Οι Κατσαντωναίοι τον πήραν στο κυνήγι, αλλά πρόλαβε και κλείστηκε μαζί με πόλους άνδρες του στο μικρό μοναστήρι του Αγίου Αιμιλιανού, της Τατάρνας. Εκεί σκοτώσαν και τους δέκα καλόγερους και πέταξαν έξω τα πτώματά τους! Ο Κατσαντώνης πολιόρκησε το μοναστήρι, αλλά η θέση του εγκυμονούσε κινδύνους, γιατί μπορούσε να κυκλωθεί απ’ όλες τις πλευρές από άλλους Τουρκαρβανίτες οι οποίοι (υπό τον Μπέη Μπεσιάρη) είχαν σπεύσει σε βοήθεια του Μπελούση. Οι συνεχείς επιθέσεις των ανδρών του Κατσαντώνη δεν έφεραν αποτέλεσμα, καθώς το μοναστήρι ήταν πραγματικό φρούριο. Εξάλλου, οι κλέφτες ήταν αναγκασμένοι να πολεμούν και με το ασκέρι του Μπεσιάρη και περιήλθαν σε πολύ δύσκολη θέση. Αλλά ούτε και ν’ απαγκιστρωθούν μπορούσαν.
Ο Μπέης είχε πιάσει καλά το φαράγγι που ήταν μπροστά τους. Ο γκρεμός πίσω τους και μόνο στη θέα του προκαλούσε τρόμο. Το ηθικό των ανδρών του Κατσαντώνη άρχισε να κλονίζεται... Τότε ο ατρόμητος αρχηγός, έβαλε στο μυαλό του ένα σχέδιο. Σχέδιο παράτολμο, που μόνο ένα δυνατό μυαλό θα μπορούσε να συλλάβει. Ο Δ. Σταμέλος, που αντλεί τις πληροφορίες του από τον Yemeniz περιγράφει: «Η απογοήτευση άρχισε να σφίγγει τις καρδιές τους, όταν με έκπληξη πήραν από τον αρχηγό τους διαταγή ν’ αναπαυτούν για ν’ αντιμετωπίσουν μια καινούργια προσπάθεια, να εξοικονομήσουν σφαίρες και μπαρούτι και να περιμένουν το σύνθημά του για να κάμουν ό,τι ακριβώς θάκανε κι’ ο ίδιος. Πραγματικά, κοντά στα μεσάνυχτα, ο Κατσαντώνης έκοψε δύο μεγάλα ελατοκλώναρα, τα έδεσε μαζί με δύναμη και αγκαλιάζοντας αυτό το παράξενο έλκηθρο, ρίχτηκε στην πλαγιά του γκρεμού, φτάνοντας ως το βάθος του, χωρίς πολύ να κινδυνεύψει. Τα ελατοκλώναρα, έτσι καθώς ακουμπούσαν στην επιφάνεια του βράχου, τον προστάτευαν κατά την πτώση του. Χάρη στο σκοτάδι που καταβρόχθιζε τις κινήσεις τους απ’ τα μάτια του εχθρού, οι κλέφτες μιμήθηκαν με επιτυχία το παράδειγμά του.Ξαναμμένοι από την επιτυχία του τεχνάσματός τους, χτύπησαν από το πίσω μέρος τον Μπεσιάρη που αιφνιδιάστηκε, ενώ νόμιζε πως τους είχε στενά πολιορκημένους. Ύστερα από μικρή αντίσταση, ο μπέης αναγκάστηκε να φύγει κυνηγημένος...Ο Κατσαντώνης πολιόρκησε για δεύτερη φορά το μοναστήρι. Η ιστορία λέει ότι δεν πέτυχε ούτε αυτή τη φορά να το εκπορθήσει, κι ότι ο Χασάν Μπελούσης κατάφερε να ξεφύγει. Η παράδοση, αντίθετα, διασώζει πως ο αγάς είδε στον ύπνο του ένα όνειρο που σήμαινε καταστροφή και την άλλη μέρα τίναξε τα μυαλά του στον αέρα για να μην πέσει ζωντανός στα χέρια των Ελλήνων».
Στη μάχη που έγινε στου Πουλιού τη βρύση σκοτώθηκαν τριάντα Τουρκαρβανίτες και τρεις Έλληνες.
Ένα μήνα αργότερα, τον Αύγουστο του 1806, ο Κατσαντώνης με τους άνδρες του βρισκόταν στο Βάλτο και συγκεκριμένα στην τοποθεσία Μαλατέικα. Το γεγονός πληροφορήθηκε ο δερβέναγας Αλούς Μπεράτης και με 400 Τουρκαλβανούς επιτίθεται ξαφνικά κατά του Κατσαντώνη. Μετά από σφοδρή μάχη δύο ωρών, σκοτώθηκαν περίπου 40 άνδρες του Μπεράτη και μόνο δύο Έλληνες. Ο δερβέναγας το έβαλε στα πόδια και οι Κατσαντωναίοι τον πήραν στο κυνήγι, πιάνοντας και μερικούς αιχμαλώτους.
Η νέα ταπείνωση εξόργισε ακόμα περισσότερο τον Αλή πασά και διέταξε τον πολεμοχαρή Μπεκίρ Τζογαδούρο να καταδιώξει και να τσακίσει τον Κατσαντώνη.
Ήταν Οκτώβριος του 1806, όταν ο Τζογαδούρος ξεκίνησε για το Βάλτο και άρχισε να ψάχνει τον Κατσαντώνη. Μαθαίνει το λημέρι του, που βρισκόταν στη θέση «Ληστής» και με 500 Τουρκαλβανούς ξεχύνεται εναντίον του. Οι Κατσαντωναίοι, συνηθισμένοι να πολεμούν με πολυαριθμότερους εχθρούς, «υποδέχονται» τον Οθωμανό με καταιγισμό πυροβολισμών. Η μάχη είναι πεισματώδης και τη στιγμή που ο Κατσαντώνης ετοιμάζεται να διατάξει έφοδο με τα γιαταγάνια, ένα βόλι τον βρίσκει στο πόδι. Διατάζει υποχώρηση, ενώ δύο - τρεις δικοί του τον παίρνουν στους ώμους και τον σώζουν. Στη μάχη εκείνη σκοτώθηκαν περίπου 20 Τουρκαλβανοί και δύο Έλληνες.
Το τραύμα, όμως, του αρχηγού είναι σοβαρό. Οι φροντίδες και τα γιατροσόφια κάποιου εμπειρικού γιατρού, του Θανάση Ντουφεκιά, δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα. Αποφασίζουν να τον μεταφέρουν στη Λευκάδα, για να τον κάνουν καλά οι σπουδαγμένοι στην Ευρώπη γιατροί. Μένει εκεί τρεις μήνες και γίνεται εντελώς καλά.
Στο διάστημα εκείνο, καθώς η Λευκάδα και όλα τα Επτάνησα βρίσκονται υπό την προστασία της Ρωσίας, γνωρίζεται με τον Ρώσο στρατηγό Παπαδόπουλο. Ο Παπαδόπουλος ήταν γνήσιος Έλληνας. Είχε γεννηθεί στη Τζιά, αλλά πήγε μικρός στην Πετρούπολη και σπούδασε σε στρατιωτική σχολή. Ο Ρώσος στρατηγός εντυπωσιάζεται τόσο πολύ με τον Κατσαντώνη, ώστε σκοπεύει να τον χρησιμοποιήσει για να παρακινήσει το λαό να επαναστατήσει σύσσωμος κατά του Σουλτάνου. Ο Κατσαντώνης ενθουσιάζεται με την πρόταση και του υπόσχεται πως μόλις γυρίσει στ’ Άγραφα θα κάμει τα πάντα για το σκοπό αυτό.
Πράγματι, μόλις έγινε καλά κι’ επέστρεψε στ’ αγαπημένα του βουνά, γυρίζει από χωριό σε χωριό και μιλάει για το μεγάλο όραμα: Τον ξεσηκωμό κατά των Οθωμανών. Και για να τους δείξει ότι δεν τους φοβάται, λένε ότι τους έλεγε περιπαιχτικά: «Τι, τον φοβόσαστε, ωρέ; Ο Κατσαντώνης και τα παλικάρια του χέζουν τα γένια του Αλή!».
Ο Αλή πασάς, στο μεταξύ, δεν μπορούσε να ησυχάσει, όσο ο Κατσαντώνης έμενε άτρωτος κι’ αποδεκάτιζε τους καλύτερους δερβεναγάδες με τ’ ασκέρια τους. Όταν μάλιστα έμαθε ότι γύρισε στ’ Άγραφα, ξεσηκώνει τον πληθυσμό εναντίον του και τον βρίζει, έγινε έξαλλος. Κάλεσε αμέσως τον πιο σκληροτράχηλο, τον πιο αιμοσταγή, αλλά και ικανό δερβέναγα, τον διαβόητο Τουρκαρβανίτη Βεληγκέκα, προς τον οποίο έτρεφε μεγάλη εκτίμηση και εμπιστοσύνη και του ζήτησε να μην αφήσει ρουθούνι από τους Κατσαντωναίους. «Βρίζει τα γένια μου», λένε ότι είπε στον Βεληγκέκα,« αλλά κανείς δεν μπόρεσε να τον κάνει καλά...». Σίγουρος για τον εαυτό του ο Βεληγκέκας του υπόσχεται να του φέρει το κεφάλι του Κατσαντώνη για να στολίσει το σαράι του, ενώ σύμφωνα με τον Φραγγίστα υποσχέθηκε να φέρει τον Κατσαντώνη και τους άνδρες του σιδηροδέσμιους στα Γιάννενα!
«Αν γίνει αυτό», απάντησε ο Αλής,« θα σε κάμω πασά της Ρούμελης κι’ εγώ θα γίνω Σούλανος της Ελλάδος»! Μόνο έναν όρο έθεσε ο δερβέναγας στον σατράπη: Να επιλέξει μόνος του όσους και όποιους στρατιώτες ήθελε.
Το αίτημα του έγινε αμέσως δεκτό και ο Βεληγκέκας διέταξε τους 10.000 στρατιώτες που υπήρχαν στα Γιάννενα να μπουν σε παράταξη. Με ύφος σατράπη και καβάλα στο άλογό του ο ίδιος διάλεξε 800 Τουρκαλβανούς, μεταξύ των οποίων και τον περιβόητο για τη βαρβαρότητά του Γιουσούφ Αράπη, καθώς και τον Κώστα Βελή. Ο τελευταίος υπηρετούσε τότε την αυλή του Αλή, αλλά όταν ήλθε η ώρα του ξεσηκωμού, έφυγε και κήρυξε την επανάσταση στ’ Άγραφα, από το Κερασοχώρι, στις 10 Μαϊου 1821. Ο Βελής κάλεσε το λαό «να κάμει το χρέος του προς την πατρίδα», σχημάτισε δική του ομάδα με άλλους αρματολούς και πολέμησε τους Τούρκους.
Την άνοιξη του 1807 (πρέπει να ήταν Μάιος σύμφωνα με το σχετικό δημοτικό τραγούδι: «Σταις δεκαπέντε του Μαϊού π’ ανθίζουν τα πουρνάρια, ο Βεληγκέκας κίνησε να πάει στον Κατσαντώνη»...) ο υπερόπτης δερβέναγας, που κατά τον Φραγγίστα δεν τον γέννησε γυναίκα αλλά λέαινα, εκστρατεύει στην περιοχή των Αγράφων. Στο διάβα του βασανίζει και σκοτώνει αθώους, καίει, καταστρέφει...Κατά τον Δ. Φωτιάδη, ειρωνεύεται τον Κατσαντώνη, φτιάχνει τουρκαρβανίτικα ψευτοτράγουδα και καθώς ξέρει ότι είναι μικρόσωμος, λέει πως όταν τον βρει θα τον βάλει στην τσέπη του καφτανιού του και θα τον πάει στα Γιάννενα!
Ο Κατσαντώνης, γνωρίζοντας την ικανότητα του αντιπάλου του και την συντριπτική υπεροχή του σε δυνάμεις, ήξερε ότι εκείνη τη στιγμή δεν θα μπορούσε ν’ αναμετρηθεί μαζί του αποτελεσματικά. Τελικά, όταν έκρινε ότι ήλθε η ώρα, πήρε τη μεγάλη απόφαση. Ειδοποίησε τον Βεληγκέκα ότι τον περιμένει: «Για να μην με ψάχνεις άδικα», του γράφει,« σου λέω πως βρίσκομαι στου Αλαμάνου και σε καρτερώ».
Ιδού πως απαθανάτισαν δυο δημοτικά - κλέφτικα τραγούδια το μεγάλο γεγονός, της αναμέτρησης Κατσαντώνη - Βεληγκέκα, που διασώζει ο Θ. Τσέτσος:
«Στις δεκαπέντε του Μαγιού, στις είκοσι απ’ τον άλλο,
ο Βέλη - Γκέκας τρώει ψωμί σ΄ενός παπά το σπίτι.
Παπαδοπούλα τον κερνά σ’ έν’ ασημένιο τάσι.
Κι’ ο Κατσαντώνης φώναξε από ψηλή ραχούλα:
- Έλα Βελή μ’ να σμίξουμε να μετρηθούμ‘ αντάμα.
- Τσαούση μ’ πάρε το ψωμί και κάνε το ταΐνια
κι’ εγώ θα πάω σα’ μπροστά να πιάσω το ντούφεκι.
- Που πάς Βελή μου, κι΄ έρχεσαι, σαν την παληογελάδα;
Τρεις ντουφεκιές του έρριξε και στην καρδιά τον παίρνει».

«Αυτού που πάς μαύρο πουλί και μαύρο χελιδόνι,
χαιρέτα μας την κλεφτουριά, κι’ αυτόν τον Κατσαντώνη.
Πές του να κάτσει φρόνιμα, τ’ ασκέρι να συνάξει,
δεν ειν’ ο περσινός καιρός, κι’ ο φετινός χειμώνας.
Φέτος θα γίνει πόλεμος. Μας ήρθ’ ο Βεληγκέκας,
ζητάει κεφάλια κλέφτικα, κεφάλια ξακουσμένα.
Κι’ ο Κατσαντώνης το’ μαθε και το σπαθί του ζώνει,
το Βελιγκέκα καρτερεί, στη βρύση τον σκοτώνει».
Ο Βεληγκέκας, δίνει αμέσως διαταγή στο ασκέρι του να ετοιμαστεί και να ξεκινήσει, γιατί φοβάται μήπως το μετανιώσει ο Κατσαντώνης και φύγει! Αλαζόνας και γρήγορος καθώς ήταν, τραβάει ο ίδιος μπροστά με όσους μπορούσαν να τον ακολουθήσουν. . ( Να σημειώσουμε εδώ ότι σύμφωνα με την παράδοση ο Βεληγκέκας, έπειτα από εντολή του Αλή, συνέλαβε την γυναίκα του Κατσαντώνη Αγγελική και το γιο του Αλέξανδρο με σκοπό να τους μεταφέρει στα Γιάννενα και έτσι να υποχρεωθεί ο ηρωικός κλέφτης να "προσκυνήσει". Ο Γέρο Δήμας που τσοπάνευε τα πρόβατα του Αλή στο Κόρθιο των Τζουμέρκων ειδοποίησε τον Κατσαντώνη. Κατά τη λαϊκή μούσα ο Λεπενιώτης τον ρωτάει: "- Αντώνη μου τι σκέπτεσαι, τ' είσαι συλλογισμένος;" Ο Κατσαντώνης του απαντά: "- Εψές μούρθαν τα γράμματα από το Γέρο – Δήμα, Απ' όξω λέει τ' απόγραμμα και μέσα λέει το γράμμα: Μου πήρε τη γυναίκα μου και το μικρό παιδί μου. Ο Βελή - Γκέκας το σκυλί το άπιστο ζαγάρι" ). Οι δύο αντίπαλοι, κατά την εκδοχή του Κ. Ράμφου, συναντήθηκαν κοντά στο "Χάνι Σίμου" και εκεί ο Κατσαντώνης σκότωσε το Βεληγκέκα και απελευθέρωσε τη γυναίκα του και το παιδί του. Αυτή όμως η εκδοχή (για το θάνατο του Βεληγκέκα στο "Χάνι Σίμου"), δεν φαίνεται να είναι αληθινή σύμφωνα με την ιστορική τεκμηρίωση που ακολουθεί: Ο Βεληγκέκας και οι στρατιώτες του αφού διέσχισαν τα χωριά του Βάλτου κατευθύνθηκαν προς το μοναστήρι της Τατάρνας και στη συνέχεια κατέλυσαν στο χωριό Χρύσου, ο δε Βεληγκέκας στο σπίτι του Παπασιόμπρα. Από εκεί ο Βεληγκέκας οδήγησε τους άντρες του προς την τοποθεσία που βρισκόταν ο Κατσαντώνης και η ιδιαίτερα φονική μάχη έγινε στην τοποθεσία του "Προσηλιάκου" (θέση "φειδόσκαλα", σύμφωνα με τις σημειώσεις του Ι. Τσιγκόλη), ανάμεσα στα χωριά Μάραθο και Χρύσου.
Μόλις φάνηκε η εμπροσθοφυλακή, ο Κατσαντώνης δίνει στον Καραϊσκάκη το κιάλι (τηλεσκόπιο) και του λέει να προσέξει αν αυτός που προπορεύεται είναι ο Βεληγκέκας, επειδή τον ήξερε από τα Γιάννενα. «Αυτός είναι καπετάνιε», απάντησε ο Καραϊσκάκης, αφού βεβαιώθηκε και από τη φορεσιά του. Ο Κατσαντώνης σηκώθηκε αμέσως, όπως γράφει ο Φραγγίστας, είπε στους άνδρες του να πάρουν τις κατάλληλες θέσεις και να μην πυροβολήσουν, παρά μόνο όταν ο εχθρός φτάσει πολύ κοντά. Όλοι, τους είπε, θα ρίξετε μόλις σας δώσω το σήμα κατά του Βεληγκέκα. Καθώς ο δερβέναγας έφτασε σε απόσταση λίγων βημάτων, όλοι μαζί οι κλέφτες άδειασαν τα όπλα τους επάνω του! Ο αδίστακτος μπουνταλάς, καθώς σωριάζονταν στο χώμα έβγαλε στεντόρεια κραυγή: « Ο λε λε, με μπράβεν Γκιαούρ » (Ω πω πω, με φάγανε οι Γκιαούρηδες)!
Οι άνδρες του Κατσαντώνη έπεσαν με τα γιαταγάνια και κομμάτιασαν τον Βεληγκέκα, σκοτώνοντας και δέκα τουλάχιστον Τουρκαλβανούς. Επίσης, τραυμάτισαν και τον γραμματέα του δερβέναγα, τον Γιάννη Ράγκο, σπάζοντάς του το σαγόνι. Ακούγοντας τους πυροβολισμούς, επιτάχυναν το βήμα τους κι’ έφτασαν αλαφιασμένοι στον τόπο της σφαγής και οι άλλοι άνδρες του Βεληγκέκα. Μόλις αντίκρισαν νεκρό τον αρχηγό τους και το φρικτό θέαμα των υπολοίπων, έμειναν άναυδοι. Πανικόβλητοι, δεν τόλμησαν να ρίξουν ούτε μία τουφεκιά... Οι Τουρκαλβανοί πήραν το σώμα του ομοεθνή τους Βεληγκέκα και το έθαψαν με στρατιωτικές τιμές στο σημείο που έπεσε νεκρός. Λέγεται ότι οι Τουρκαλβανοί στρατιώτες θάψανε τον αρχηγό τους στην άκρη του διάσελου που είχε γίνει η μάχη και μάλιστα ότι ο Αλή πασάς ανήγειρε μετά το θάνατό του μεγάλο μνημείο στη μνήμη του από άσπρη πελεκητή πέτρα.
Το ίδιο βράδυ ο Κατσαντώνης πήγε στην Παραμερίτα, έναν μεγάλο και πολυάνθρωπο οικισμό των Αγράφων, με σπάνια θέα και γλέντησε με τα παλικάρια του την περίλαμπρη νίκη.
Εδώ πρέπει να επισημάνουνε, ότι η πολύ σημαντική εκείνη μάχη, έγινε σε μια πλαγιά του βουνού Προσηλιάκου, που έχει ύψος 1864μ., ανάμεσα στα χωριά Μάραθος (Μύρεσι) και Άγραφα. Μάλιστα σε ανάμνηση του ιστορικού γεγονότος δόθηκε στην περιοχή η ονομασία «Βελής» ή «μνήμα του Βελή» κι’ έτσι την ξέρουν όλοι οι κάτοικοι της περιοχής. Το σχετικό δημοτικό τραγούδι του Ιατρίδη, που δημοσιεύει και ο Δ. Σταμέλος αναφέρει:

«Βγήκε Αντώνης σ’ τα Άγραφα, με τον Καραγιαννάκη.
Πήρανε δίπλα τα βουνά, δίπλα τα βιλαέτια.
Γράφουν και στέλλουν μια γραφή, σ’ αυτόν τον Βέλη - Γκέκα.
- Σ’ εσέ Βελή Ντερβέναγα, ρεντσάλι του βεζύρη.
Εύγα να πολεμήσωμε, ψηλά σ’ το Προσηλιάκο,
να ‘δης τα κλέφτικα σπαθιά, τα κλέφτικα ντούφεκια.
Κι’ ο Βελή - Γκέκας τ’ άκουσε, βαρύ του κακοφάνη.
Και το ασκέρι τ’ έμασε κι’ επάνω τους πηγαίνει.
Και ‘πιάσανε τον πόλεμο, τρεις ώρας με την ώρα.
Τον Βέλη - Γκέκα σκότωσαν, και τρεις μπουλούκ - πασάδες...»
Όλες σχεδόν οι ιστορικές μαρτυρίες και τα δημοτικά τραγούδια συγκλίνουν στην άποψη ότι τον Βεληγκέκα σκότωσε ο Κατσαντώνης. Άλλωστε, το «σήμα» που έδωσε ο Κατσαντώνης στους συμπολεμιστές του για ν’ αρχίσουν να πυροβολούν δεν μπορεί να ήταν άλλο, παρά ο δικός του πρώτος πυροβολισμός. Κάποιοι, όμως, υποστηρίζουν ότι το βόλι το φαρμακερό ήταν του Καραϊσκάκη, ή ίσως κάποιου άλλου. Ο Δ. Φωτιάδης, χωρίς ν’ αναφέρει τις πηγές του, γράφει σχετικά για τη μάχη του Προσηλιάκου και το φόνο του Βεληγκέκα: «Πρώτος βρόντηξε ο σισανές του Καραϊσκάκη κι’ ακολούθησε μεμιάς η μπαταριά των άλλων. Τρία βόλια βρίσκουν τον Βεληγκέκα, που τόνα απ’ αυτά, όπως λογάριασαν, ήταν σίγουρα του Καραϊσκάκη...» Την ίδια άποψη έχει και ο Γ. Γαζής, ο οποίος γράφει πως όταν ο Καραϊσκάκης ήταν με τον Κατσαντώνη, σκότωσε τον δερβέναγα Βεληγκέκα. Ο ίδιος, όμως, όταν αναφέρεται στον Γιάννη Ράγκο, γράφει πως την εποχή του ήταν γραμματέας του Βεληγκέκα, τότε που σκότωσε τον δερβέναγα ο Κατσαντώνης! Τα ίδια υποστηρίζει και ο Δ. Ανιάν και ο Βλαχογιάννης. Εντελώς αντίθετη άποψη εκφράζουν άλλοι σημαντικοί ερευνητές, αλλά και τα περισσότερα δημοτικά τραγούδια θέλουν τον Κατσαντώνη να σκοτώνει τον Βεληγκέκα. Ο λαογράφος Δ. Λουκόπουλος γράφει ότι Κατσαντώνης ήταν εκείνος που έριξε το φαρμακερό βόλι. Την ίδια άποψη έχουν ο Σ. Αραβαντινός, ο Yemeniz, ο Fauriel, η Σπανδωνίδη, ο Λαμπρίδης. Μάλιστα ο Αραβαντινός αναφέρει πως όταν ο απεχθής δερβέναγας, πάτησε ένα σημάδι (κλαδί από έλατο) που είχαν τοποθετήσει επίτηδες σε συγκεκριμένο σημείο οι κλέφτες, «του ήρθε στο κεφάλι το βόλι του Κατσαντώνη. Με το πρώτο έπεσε κιόλας...»
Σύμφωνα με δημοτικό τραγούδι που διέσωσε ο W.M. Leak, όπως σημείωνει ο Δ. Σταμέλος, τρεις μπαταριές ρίχτηκαν στον Βεληγκέκα: «Η μια τον παίρνει στο πλευρό, η δεύτερη στο χέρι, κι η τρίτη, (του Κατσαντώνη) στο κεφάλι». Ο ίδιος υποστηρίζει πως ο Κατσαντώνης ήταν αυτός που έσφαξε τον διαβόητο δερβέναγα.
Η πιο εμπεριστατωμένη και ενδελεχής έρευνα που έγινε για τον αντρειωμένο κλεφταρματολό, ανήκει στον Ευρυτάνα συγγραφέα και δημοσιογράφο Δημήτρη Σταμέλο. Γράφει για τη μάχη του Προσιλιάκου: «Όπως και νάναι, ο φόνος του Βεληγκέκα, πρέπει να λογαριαστεί στα μεγάλα κατορθώματα του Κατσαντώνη, γιατί εκείνος μπόρεσε με τη στρατηγική του ικανότητα, αλλά και την προσωπική του αξιοσύνη, να εξουδετερώσει τον μεγάλο αντίπαλο, που ήταν το καμάρι και η ελπίδα του Αλή για τη συντριβή των κλεφτών». Η μάχη στου "Προσηλιάκου" και ο θάνατος του Βεληγκέκα συνέβησαν στα 1806 ή 1807. Να πώς τραγούδησε η λαϊκή μούσα το θάνατο του Bεληγκέκα:

«Δεν είν' εδώ τα Γιάννενα, δεν είν' εδώ ραϊάδες,
για να τους ψένεις σαν τραγιά, σαν τα παχειά κριάρια,
εδώ 'ναι λόγγοι και βουνά και κλέφτικα τουφέκια.
Τρία τουφέκια τόδωκαν, τα τρί - αράδ - αράδα,
Τόνα τον πήρε ξώδερμα και τ' άλλο στο κεφάλι
το τρίτο το φαρμακερό τον πήρε στην καρδιά του
Το στόμα αίμα γιόμισε, τα χείλη του φαρμάκι. »
Η περίλαμπρη νίκη του Κατσαντώνη στου Προσηλιάκου αναπτέρωσε το ηθικό των υπόδουλων. Στο πρόσωπο του ατρόμητου ήρωα έβλεπαν την ενσάρκωση της κρυφής ελπίδας για τον γενικό ξεσηκωμό.
Πάντως, ο Αλής συνέχισε τον αδυσώπητο πόλεμο κατά των Κατσαντωναίων, στις περιοχές του Βάλτου και του Ξηρομέρου, αλλά και στην Ευρυτανία. Σε μία από τις επιδρομές τους οι Τουρκαλβανοί, υπό τον Αγο Μουχουρντάρη (ή Μουχουρτάρη), αιφνιδίασαν τους άνδρες του Κατσαντώνη στο διάσελο Γρεβενού, στο βουνό Βουλγάρα. Τη θέση των κλεφτών πρόδωσε ο κοτζάμπασης Τσολάκογλου, από τη Ρεντίνα (πρόγονος του στρατηγού Τσολάκογλου που υπέγραψε τη συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς στον τελευτά πόλεμο, όπως γράφει ο Φωτιάδης).
Η μάχη που επακολουθεί είναι άνιση και αιματηρή. Ο πανούργος Μουχουρντάρης είχε απειλήσει τους άνδρες του πως αν δειλιάσουν και το βάλουν στα πόδια, θα τους κόψει ο ίδιος το κεφάλι. Και το έκαμε σε μια περίπτωση! Ο Κατσαντώνης, κυκλωμένος από παντού, διατάζει γενική έφοδο. Οι δυνάμεις όμως του εχθρού είναι συμπαγείς και αναρίθμητες. Μπροστά στο ενδεχόμενο της ολοκληρωτικής καταστροφής, ο γενναίος αρχηγός επιχειρεί νέα ηρωική έφοδο. Μέσα από μια πραγματική κόλαση φωτιάς και αλαλαγμών, τα παλικάρια του σκορπούν τον πανικό και το θάνατο. Απολογισμός: Τουλάχιστον 150 Τουρκαλβανοί νεκροί και πολλοί τραυματίες. Ο φόρος αίματος αυτή τη φορά είναι βαρύς και για την ελληνική πλευρά, καθώς δώδεκα γενναίοι έπεσαν στο πεδίο της τιμής.

Περιέργως, ο Ε. Φραγγίστας γράφει ότι στη μάχη εκείνη, στην οποία είχε πάρει μέρος και ο πατέρας του, ο οποίος μάλιστα κινδύνεψε άμεσα, σκοτώθηκε ο περίφημος Δίπλας. Ο Δ. Σταμέλος, όμως, υποστηρίζει (και αποδεικνύει) ότι σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές ο θρυλικός καπετάνιος σκοτώθηκε αργότερα, στη μάχη που έγινε στο γεφύρι του Μανώλη, κοντά στο μοναστήρι της Τατάρνας. Οι περισσότεροι ιστορικοί όμως υποστηρίζουν ότι: Ο Άγο Μουχουρντάρης άφησε στη Βουλγάρα 189 νεκρούς και 160 λαβωμένους. Σκοτώθηκαν όμως και από τους Κατσαντωναίους 17 άντρες και λαβώθηκαν 30. Ανάμεσα στους σκοτωμένους πρώτος και αλησμόνητος ήταν ο θείος των Κατσαντωναίων Βασίλης Δίπλας, 75 χρόνων, καθώς και δύο Φουρνιώτες, ο Μπίκας και ο Χουλιάρας. Μεταξύ δε των λαβωμένων ήταν και οι Καραϊσκάκης, Λεπενιώτης και Φραγγίστας. Όλα τα παλικάρια πολέμησαν στη μάχη αυτή με απαράμιλλο ηρωισμό μέχρι το δειλινό και βγήκαν νικητές. Και ο Μουχουρντάρης ηττημένος τράβηξε το ίδιο βράδυ για το Καρπενήσι. Ο Παπαστρατής Γκουγκούμης, επέμενε να πάνε 10 - 20 νομάτοι με λιγοστούς χωριάτες να μεταφέρουν τους νεκρούς και να τους χωματίσουν. "Αδελφοί Χριστιανοί και ξακουσμένα παλικάρια, " είπε, "αϊντέστε να πάμε πίσω στο Γρεβενοδιάσελο να πάρουμε των ηρώων μας τα ευλαβικά σκηνώματα, να τους περιμαζέψουμε όλους αντάμα και να τους θάψουμε κατά πως λένε τα εθίματά μας. Να μην τους φάνε τα όρνια και τα σκυλιά. Είναι κρίμα! Να μείνουν άψαλτοι κι άθαφτοι οι νεκροί μας". Ξεκίνησε ο Παπαστρατής Γκουγκούμης με δέκα παλικάρια και με δυο χωριάτες με τσαπιά και φτυάρια, πήραν τους σκοτωμένους και τους έθαψαν όλους αντάμα. Ο Παπαγκουγκούμης έψαλλε τη νεκρώσιμη ακολουθία, τα παλικάρια έριξαν μια μπαταριά και ξαναγύρισαν στα λημέρια τους.
Γι' αυτή τη μάχη διασώθηκαν τα δημοτικά μας τραγούδια:

«Βαρείτε τ' άπιστα σκυλιά πριν να κρυφτεί ο ήλιος
πριν νυχτώσ' ο ουρανός και βρουν το γλυτωμό τους.
Κι Αλάχ, Αλάχ κράζουν οι Τούρκοι και τρομαγμένοι φεύγουν.
Αλάχ μεντέτ Αλάχ μεγάλο κιαμέτε...»

«Ποιός έχ αράδα σήμερα να βγει στο καραούλι;
Χουλιάρας είναι σήμερα κι ο Νίκος Καψομούνης.
Νικόλα, πρόσεξε καλά κι εσύ ωρέ Χουλιάρα.
Τα δυο τα παλικάρια πιάσαν τα καραούλια.
Οι κλέφτες λημεριάζανε στη ράχη στη "Βουλγάρα".
Άλλοι γυάλιζαν τ' άρματα, μπάλωναν τα τσαρούχια
τραγούδαγαν χορεύανε κι" έριχναν στο σημάδι.
Ένας αστρίτης πέρασε μπροστά από τους κλέφτες.
Μακρύς ως μια ουργιά χοντρός πολύ και παρδαλός,
χάθηκε μεσ' στις φτέρες.
Κακό σημάδι των κλεφτών και των Κατσαντωναίων.
"Τούτα τα ζεύκια σήμερα σε λύπη θα μας βγούνε..."
Κι εκεί που κουβεντιάζανε, το καραούλι χούιαξε:
"Παιδιά πάρετε τ' άρματα γιατί μας έχουνε χωσιά,
μας πρόδωσε ο Τσολάκογλου,
μας έζωσε η παγανιά του Άγο Μουχουρντάρη".
Κι ο Κατσαντώνης χούγιαξε: "Πιάστε τα πόστα δυνατά,
πιάστε τα μετερίζια".
Κι ο πόλεμος αρχίνησε ανάμεσα το γιόμα.
Κατά τ' απομεσήμερο φώναξ' ο Κατσαντώνης:
"Γιουρούσι κάμετε παιδιά αφήστε τα ταμπούρια".
Πρώτος τραβάει το σπαθί και κάνει το γιουρούσι.
Στο πρώτο και στο δεύτερο κανένας δεν σκοτώθηκε.
Ο ένας αμπώχνει εκατό κι εκατό τους χίλιους.
Στο τρίτο και στο τέταρτο χάθηκαν δέκα - οχτώ,
ανάμεσα και ο Δίπλας.»



«Τσ' Αρβανιτιάς οι μπέηδες του Άγου οι Αρβανίτες
στη Βουλγάρα κοίτονται κορμιά δίχως κεφάλια.
Κι όσοι διαβάτες αν διαβούν στέκουν και τα ρωτάνε:
Κορμιά πουν' τα κεφάλια σας και πούναι τ' άρματα σας;
Οι κλέφτες μας τα πήρανε και οι Κατσαντωναίοι.
Το κρίμα ναχ' ο Βάσαρης ο Άγος Μουχουρντάρης»
Το καλοκαίρι του 1807 υπήρχαν πληροφορίες ότι ο Αλή πασάς σκοπεύει να επιτεθεί στη Λευκάδα. Οι Τούρκοι είχαν συμμαχήσει με τον Ναπολέοντα, ενώ είχε κηρυχτεί ο ρωσοτουρκικός πόλεμος. Ο Αλής μαζεύει στην Πρέβεζα 6.000 στρατό και ετοιμάζεται για το μεγάλο γιουρούσι κατά της Λευκάδας που κατέχουν οι Ρώσοι. Ο Ι. Καποδίστριας ζήτησε τότε από τον Κατσαντώνη να σπεύσει σε βοήθειά του, όπως και έκανε.
Κατά τον Φωτιάδη τη βοήθεια του Κατσαντώνη ζήτησε ο ελληνικής καταγωγής Ρώσος στρατηγός Παπαδόπουλος. Μαζεύει γύρω στα διακόσια παλικάρια ο ατρόμητος αρχηγός και ξεκινάει για την Αγία Μαύρα, όπως έλεγαν τότε την Λευκάδα.
Φαίνεται ότι οι Τούρκοι είχαν πληροφορίες για το δρομολόγιο του Κατσαντώνη και έσπευσαν στο γεφύρι του Μανώλη. Περίπου 1500 Τουρκαλβανοί από την μια πλευρά και σχεδόν 300 από την άλλη, υπό τον Κατσαντώνη και τον Κίτσο Μπότσαρη. Οι Έλληνες, αν και αναμετρήθηκαν με πενταπλάσιες δυνάμεις, μετά από λυσσώδη μάχη, έτρεψαν τους εχθρούς σε φυγή. Στο πεδίο της μάχης εγκατέλειψαν τουλάχιστον 80 νεκρούς και πολύ περισσότερους τραυματίες, αλλά και πολλά λάφυρα.
Στη μάχη εκείνη έχασαν τη ζωή τους 10 Έλληνες, μεταξύ των οποίων και ο καπετάν Δίπλας, γενναίος και νουνεχής, που εθεωρίτο ο κορυφαίος όλων των κλεφτών. Στη διάρκεια της μάχης, ο Δίπλας προχώρησε πολλές φορές με το σπαθί του μέσα στα ταμπούρια του εχθρού και θυσιάστηκε για την πατρίδα.
Συνεχίζοντας το δρόμο για τη Λευκάδα, ο Κατσαντώνης πέρασε αναγκαστικά από την τοποθεσία Γούστρες Ξηρομέρου. Ξαφνικά διαπίστωσε ότι απέναντί του βρίσκονταν περίπου 2.000 Τουρκαρβανίτες. Αμέσως έδωσε εντολή στους άνδρες του να πιάσουν τις κατάλληλες θέσεις και να περιμένουν το πρωί...
Η μάχη άρχισε από τα χαράματα και κράτησε όλη τη μέρα. Ο Κατσαντώνης, που βιαζόταν να φτάσει στη Λευκάδα, έφυγε τη νύχτα με τους άνδρες του, χάνοντας τρία παλικάρια. Οι Τουρκαλβανοί είχαν τριάντα νεκρούς και πολλούς τραυματίες.
Όταν έφτασαν στη Λευκάδα οι Κατσαντωναίοι, έγιναν δεκτοί με τιμές από τον ίδιο τον Καποδίστρια, τον στρατηγό Παπαδόπουλο, τον μητροπολίτη Ιγνάτιο, τον Κολοκοτρώνη, τον Νικηταρά, τον Δ. Καραίσκο (πατέρα του Γ. Καραϊσκάκη), τον Βαρνακιώτη, τον Βλαχάβα, τους Σουλιώτες και πόλους άλλους καπεταναίους. Ο κόσμος έτρεχε κοντά τους να τους περιεργαστεί, να τους θαυμάσει και να τους αποθεώσει.

Η συνέλευση των κλεφταρματολών στη Λευκάδα, που είχε συγκαλέσει ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος είχε διοριστεί έκτακτος επίτροπος της διοίκησης, είχε σκοπό: Πρώτον να ενισχύσει την άμυνα του νησιού και δεύτερον να διαπιστώσει το αξιόμαχο και τις δυνατότητες που είχαν οι δυνάμεις των κλεφτών, για ένα γενικό ξεσηκωμό κατά του κατακτητή.
Στην πρόσκληση του Καποδίστρια ανταποκρίθηκαν πρώτοι οι κλεφταρματολοί της Ρούμελης και της Ηπείρου, αν και διέτρεχαν τους μεγαλύτερους κινδύνους, γιατί χρειάστηκε να πολεμήσουν σκληρά για να φτάσουν στην Αγία Μαύρα.
Η σύναξη των ηρωικών καπεταναίων και των ανδρών τους, που έγινε στην τοποθεσία «Μαγεμένο», υπήρξε πραγματικός θρίαμβος για τον Κατσαντώνη. Με πρόταση του Καποδίστρια πάρθηκε ομόφωνη απόφαση να ανακηρυχθεί αρχηγός και κορυφαίος πολέμαρχος όλων των κλεφτών!
Η ανάγωριση του Κατσαντώνη ως αρχηγού, παρά την παρουσία τόσων σπουδαίων αρματολών, που αργότερα διαδραμάτισαν σημαντικότατο ρόλο στον αγώνα κατά του κατακτητή, δικαιώνει όλους εκείνους που τον χαρακτήρισαν ως «τον πιο μεγάλο κλεφτοκαπετάνιο του αιώνα του». Ασφαλώς αν δεν είχε χαθεί τόσο πρόωρα, σε ηλικία μόλις 33 ετών, λογικά η προσφορά του στον αγώνα της παλιγγενεσίας θα ήταν ανυπολόγιστη. Στο τέλος της Συνέλευσης ο Καποδίστριας έκανε πρόποση και ευχήθηκε απελευθέρωση ολόκληρου του έθνους. Οι κλέφτες, με γυμνά τα σπαθιά τους, ορκίστηκαν να πεθάνουν για την πατρίδα και να μην καταθέσουν τα όπλα πριν τη δουν ελεύθερη και ανεξάρτητη.
Ο Κατσαντώνης επέστρεψε στην περιοχή των Αγράφων και μαζί με τον Κίτσο Μπότσαρη συνέχισε τον αγώνα κατά των Τούρκων, στην Ευρυτανία, στη Θεσσαλία και την Ακαρνανία, προξενώντας μεγάλη φθορά στο στρατό του Αλή πασά. Στην "Κλεισούρα" Αιτωλίας, μαζί με τους Βαρνακιώτη και Μακρή, αφάνισαν την Τουρκική συνοδεία χρηματαποστολής και πήραν πολύ χρυσάφι, ασήμι, υποζύγια και τον οπλισμό της. Πολέμησε τους Τούρκους στην Άρτα και σε άλλα μέρη. Γι' αυτό και τα τόσα γνωστά δημοτικά τραγούδια με τα οποία ο αγραφιώτικος ιδιαίτερα λαός εξύμνησε τα κατορθώματα του Κατσαντώνη, καθώς και τα ως τα σήμερα τοπωνύμια: "τα ταμπούρια του Κατσαντώνη", "η βρύση του Κατσαντώνη", "τα λημέρια του Κατσαντώνη", "η σπηλιά του Κατσαντώνη" κ.ά.
Σε αντίθεση όμως με τον Κατσαντώνη, κάποιοι καπετάνιοι προτίμησαν να φύγουν στα Επτάνησα, γιατί είχαν πυκνώσει οι επιδρομές των ορδών του Αλή. Τότε ο μεγάλος πολέμαρχος των Αγράφων επιδίωξε να εμψυχώσει τον κόσμο και να μεγαλώσει τις δυνάμεις του, με απώτερο σκοπό να χτυπήσει τον ίδιο τον Αλή, στα Γιάννενα!Το παράτολμο αυτό σχέδιο έμελλε να μην πραγματοποιηθεί ποτέ. Οι περιστάσεις και η μοίρα δεν του το επέτρεψαν. Πάντως, δεν έμεινε άπραγος... Τον Ιανουάριο του 1808 στο δρόμο του έλαχε πάλι ο «άτυχος» Χασάν Μπελούσης, τον οποίο είχε τσακίσει στου Πουλιού τη Βρύση. Ο Κατσαντώνης διανυκτέρευε με τους άνδρες του στη Σπινάσα, το σημερινό χωριό Νεράιδα, του δήμου Δολόπων. Ένα βράδυ που το κρύο ήταν ανυπόφορο, ο Μπελούσης φτάνει στη Σπινάσα και καθώς περίμενε να βγουν οι χωρικοί να τον αποδεχτούν και να τον φιλοξενήσουν, μαζί με τους 300 άνδρες του, όπως γινόταν συνήθως, τον υποδέχτηκαν με καταιγισμό πυροβολισμών οι Κατσαντωναίοι. Οι Τούρκοι, αν και πανικόβλητοι, αντιστάθηκαν σθεναρά, τουλάχιστον για μια ώρα. Οι Κατσαντωναίοι όμως που χτυπούσαν στο ψαχνό, τους έτρεψε σε φυγή και τους κυνήγησαν μέχρι το Μέγδοβα, το ποτάμι που βρίσκεται στους πρόποδες του χωριού. Ο Μπελούσης έχασε τουλάχιστον σαράντα άνδρες, ενώ σκοτώθηκε ένα παλικάρι του Κατσαντώνη και πληγώθηκαν τέσσερα.
Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου ο Κατσαντώνης αρρώστησε βαριά. Οι συνεχείς μάχες, οι κακουχίες και η σκληρή ζωή των κλεφτών τον είχαν κάνει πραγματικό ράκος. Του ήταν ολότελα αδύνατο ν’ ακολουθεί τους άνδρες του, οι οποίοι τον μετέφεραν πλέον στους ώμους τους.
Ο εμπειρικός γιατρός του, του συνέστησε να πάει στη Λευκάδα για να τον εξετάσουν Ευρωπαίοι γιατροί. Το εγχείρημα αυτό όμως εγκυμονούσε πελώριους κινδύνους. Για να φτάσει από τ’ Άγραφα στη Λευκάδα έπρεπε να περάσει από το Ξερόμερο και το Βάλτο, μέρη που τ’ ασκέρια του Αλή πασά περιδιάβαιναν τακτικά και ήταν εύκολο ν’ αναγνωριστεί.
Επειδή όμως η ζωή του κρεμόταν από μια κλωστή αποφάσισε να κάνει το μακρινό και επικίνδυνο ταξίδι. Πολλές φορές από τύχη δεν έπεσε στα χέρια των εχθρών του γι’ αυτό, όπως γράφει ο Yemeniz, οι χρονικογράφοι της εποχής ανάφεραν ότι τον προστάτεψε η ίδια η Παναγία.
Οι φροντίδες των γιατρών αναστήλωσαν το ηθικό και τις δυνάμεις του, αλλά δεν τον κρατούσε ο τόπος, τον Κατσαντώνη. Ήθελε να ξαναγυρίσει στ’ Άγραφα, να ξαναπιάσει τ’ άρματα. Οι γιατροί του έλεγαν ότι δεν είχε γίνει τελείως καλά και ο οργανισμός του δεν θ’ άντεχε σε νέες ταλαιπωρίες.
Ο Κατσαντώνης δεν άκουγε κανέναν και τίποτα. Την άνοιξη (1808) ξαναγύρισε στ’ αγαπημένα του βουνά, αλλά η κατάστασή του, αντί να καλυτερεύσει, επιδεινώθηκε. Ο λεοντόκαρδος πολεμιστής είχε προσβληθεί από την «άτιμη» αρρώστια, την ευλογιά.
Όλοι σχεδόν όσοι ασχολήθηκαν με τη ζωή του Κατσαντώνη παραδέχονται ότι αρρώστησε όταν πήγε στη Λευκάδα, παρ’ όλο που δεν υπήρχε επιδημία της νόσου. Πολλά δημοτικά τραγούδια αναφέρονται στο δραματικό αυτό γεγονός. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω:

«Ανάθεμα την ευλογιά που μ’ έκαμε κουφάρι
και σούλεγα παληότουρκε, ποιος είν’ ο Κατσαντώνης»!

Λένε ότι η απώλεια κάποιων αγαπημένων συμπολεμιστών του, οι κακουχίες και ένα σοβαρό κρυολόγημα τσάκισαν τις αντοχές του. Ο ακατάβλητος πρωτοκλέφτης, ο φόβος και ο τρόμος των Τουρκαλβανών, δεν είχε πια ζωή.
Αντιλαμβάνεται καλά την κατάστασή του και επειδή δεν θέλει να περιφέρει την αδυναμία του και να γίνεται περίγελως αποφασίζει ν’ αποσυρθεί το καλοκαίρι στο χωριό Μοναστηράκι. Όπως αναφέρει ο Δ. Σταμέλος, μάλλον αναγκάστηκε να αναθέσει από τότε την αρχηγία των συμπολεμιστών του στον αδερφό του Κώστα Λεπενιώτη, ενώ μαζί του πήρε τον αδερφό του Κώστα Χασιώτη και πέντε ακόμα παλικάρια.
Πάνω από το χωριό Μοναστηράκι, που συναντάμε αριστερά του Αγραφιώτη, ανεβαίνοντας στ’ Άγραφα, σε απόσταση περίπου δύο ωρών με τα πόδια (από το χωριό) βρίσκεται μια σπηλιά. Τη συγκεκριμένη σπηλιά, που βρίσκεται σε φοβερά απόκρημνη και απρόσιτη περιοχή, δεν τη γνωρίζαν ούτε οι στενοί φίλοι του. Το μυστικό το αποκάλυψε μόνο στον αδερφό του Κώστα Λεπενιώτη. Εκείνη η σπηλιά έγινε το σπίτι του και είναι πλέον γνωστή η τοποθεσία ως «Σπηλιά του Κατσαντώνη».
Ο Δ. Λουκόπουλος γράφει ότι πήγε από τα πέρατα της γης για να δει τη σπηλιά, που βρίσκεται στο βουνό «Κεδράκι» και υπογραμμίζει πως «δεν βάνει ο νους του ανθρώπου ότι υπάρχει εκεί πέρα σπηλιά». Και συνεχίζει: «Σπηλιά το λέει ο κόσμος μα στ’ αλήθεια είναι ριζόσπηλο. Φαντάσου πως η κόχη του βράχου είναι πρόσωπο ανθρώπου. Έτσι μοιάζει. Στόμα της η σπηλιά. Μεγάλο και στενόμακρο στόμα. Βάλε με το νου σου πως έχει και το χείλος σκισμένο σε δυό μεριές. Μεγαλύτερη τη δεξιά σκισματιά, μικρότερη την άλλη. Πήρες κατάκαλα μια ιδέα, τί είναι αυτό το ριζόσπηλο, που Σπηλιά του Κατσαντώνη λέει ο κόσμος».
Η περιγραφή που κάνει ο λαογράφος και συγγραφέας Δ. Λουκόπουλος είναι η πιο πιστή που θα μπορούσε να γίνει. Είναι ιδανική. Στην πραγματικότητα δεν περιγράφει, φωτογραφίζει τη σπηλιά!
Πριν εγκατασταθεί στην απόκοσμη εκείνη τρύπα, ο Κατσαντώνης πρέπει να έμεινε για ένα χρονικό διάστημα στο μοναστήρι του Αη Γιάννη, που βρίσκεται μέσα σε ένα πυκνό δάσος, κοντά στο Παλιοκάτουνο και απέναντι από το χωριό Κρέντη. Επειδή όμως ήταν εύκολο να τον εντοπίσουν οι Τούρκοι, γιατί από το μοναστήρι περνούσαν καθημερινά πολλοί άνθρωποι, αποφάσισε να εγκατασταθεί στη Σπηλιά, στο Μοναστηράκι, παρ’ όλο που το μέρος προσφέρεται μόνο για τ’ αγρίμια.
Η υγεία του όμως δεν καλυτέρευε, όπως περίμενε. Και πώς να γίνει άλλωστε αυτό, όταν χρειαζόνταν ειδικές ιατρικές φροντίδες και τροφή, όπως γράφει ο Φραγγίστας, είχε «ως φάρμακο μόνο το κρύο νερό και τον ζωογόνο αέρα των βουνών»; Σαν να μην έφταναν όλα αυτά «άνοιξε ξαφνικά και μια παλιά πληγή του»!
Με την καταραμένη αρρώστια να τον λιώνει και καταρρακωμένο ηθικό ο Κατσαντώνης βιώνει τις χειρότερες ώρες της ζωής του. Τότε που είχε την πανελλήνια αναγνώριση και διψούσε να βρεθεί στο πεδίο της μάχης και της τιμής, αυτός, ο αετός των βουνών, έμενε καθηλωμένος και ανήμπορος σε μια σπηλιά!
Εκεί, στη σπηλιά, στο Κεδράκι, ανακάλυψαν και συνέλαβαν οι Τουρκαλβανοί τον θρυλικό Κλέφτη, ύστερα από προδοσία.
Ποιος ήταν όμως ο άτιμος που άνοιξε την Κερκόπορτα; Πολλά φημολογούνται γύρω από το όνομα του προδότη, αλλά δύσκολα μπορεί να καταλήξει κανείς με βεβαιότητα σε κάποιον. Ο Δ. Σταμέλος, με τη σύνεση που τον διακρίνει, αλλά και με τη βαθιά μελέτη και γνώση του θέματος, γράφει σχετικά: «Πρέπει μάλλον ν’ αποκλειστεί η περίπτωση ενσυνείδητης προδοσίας και μάλιστα από ανθρώπους που προθυμοποιήθηκαν να του κουβαλούν με σωρό κινδύνους τρόφιμα. Βασικά γιατί τον αγαπούσαν όλοι στην περιοχή και τον σέβονταν για τα λαμπρά του κατορθώματα, αλλά και γιατί ήξεραν πολύ καλά πόσο θα κόστιζε στους ίδιους μια τέτοια προδοσία.
Οι άνδρες του ασκεριού του που τώρα διαφέντευε ο Λεπενιώτης, θα τιμωρούσαν, χωρίς οίκτο, τον προδότη του αρχηγού τους. Γι’ αυτό αν υπέδειξε τη σπηλιά κάποιος που τη γνώριζε, αυτό έγινε κάτω από φρικτά βασανιστήρια. Ωστόσο, υπάρχει και το ενδεχόμενο κανένας να μη βοήθησε και σε τίποτα τους Τουρκαλβανούς. Το ασκέρι του Αγου Μουχουρτάρη, που γνώριζε τα περάσματα του Κατσαντώνη, αλώνιζε εκείνη την περίοδο τ’ Άγραφα. Και μπορεί έτσι καθώς μέρα και νύχτα παραφύλαγε σε διάφορα κατατόπια, να είδε τον Χασιώτη που πήγαινε στη βρύση, να φέρει στον Αντώνη το κρύο νερό, δροσιά στη φλογισμένη του δίψα. Κι έτσι ν’ αποκαλύφθηκε και το κρησφύγετο του πρωτοκλέφτη. Όπως και νάναι, η σπηλιά του Κατσαντώνη προδόθηκε...»
Ο Δ. Λουκόπουλος δίνει πίστη σε μια τοπική παράδοση από την περιοχή των Αγράφων, σύμφωνα με την οποία, μια ζητιάνα στάθηκε αφορμή να προδοθεί το μέρος που κρυβόταν ο Κατσαντώνης. Γράφει σχετικά: «Ο Γκούρλιας έπαιρνε απ’ το μοναστήρι και τους πήγαινε τρόφιμα. Αυτός μονάχα ήξερε το μυστικό, κι ο ηγούμενος ο Δοσίθεος. Ο Γκούρλιας φύλαγε τα βακούφικα τα γίδια αυτού πέρα στα πλάγια. Κάποτε πετιότανε και στο Παλιοκάτουνο να δει το σπίτι του, και να πάει και τίποτα στους δικούς του. Μια μέρα έφερε δυό - τρία πεπόνια. Τα είχε να τα πάει στους κλέφτες. Τ’ άφησε σπίτι του και γύρισε στα γίδια, χωρίς να αναφέρει τίποτα για ποιόν είχε τα πεπόνια. Τα παιδιά του δεν ήξεραν, τα πήραν και τάφαγαν, σαν παιδιά που ήταν. Τη μέρα που γύρισε πάλι στο σπίτι του για να πάει τα τρόφιμα στους κλέφτες, είχε μαζί του μια διακονιάρα. Φτωχιά γυναίκα ήταν αυτή από το Κεράσοβο. Πέρασε στα βακούφικα γίδια και ζήτησε γάλα. Ο Γκούρλιας τη λυπήθηκε. Πήρε γάλα, πήρε κι αυτήν μαζί και πήγαν στο κονάκι του, να της δώσει να φάει. Μόλις μπήκε σπίτι του μέσα, τα παιδιά του έτρωγαν το τελευταίο πεπόνι. Του ήρθε ο ουρανός σφοντύλι κείνην την ώρα. Δεν του πήγε στο νου, πως είναι παρών και ξένος άνθρωπος που θα τον άκουε. Αφήστε, λέει στα παιδιά, αυτό το πεπόνι τόχω για τον Αντώνη!» Την άλλη μέρα, η γριά ζητιάνα πηγαίνοντας για το Κεράσοβο, έπεσε στα χέρια των Τουρκαλβανών, που τη βασάνισαν κι’ αναγκάστηκε να μαρτυρήσει τον Γκούρλια.


Ο Γκούρλιας, όπως σημειώνει ο Λουκόπουλος, πιάστηκε, βασανίστηκε, μα δεν ματύρησε. Μόνο όταν ετοιμάτηκαν να τον σουβλίσουν, ανγκάστηκε να τους αποκαλύψει το μέρος που κρυβόταν ο Κατσαντώνης.
Μια ανάλογη μαρτυρία καταγράφει και ο Λ. Καρασμένης, ο οποίος όμως υποστηρίζει, λανθασμένα, ότι ο Κατσαντώνης κρυβόταν σε σπηλιά, κάτω από τη μονή Τατάρνας και κοντά στο σπίτι κάποιου Σιούρτα, που του πήγαινε φαγητό.
Κάποια μέρα που ο Σιούρτας είχε επιστρέψει από το Αγρίνιο, είχε φέρει καρπούζια και είπε στη γυναίκα του να μην κόψει το μεγαλύτερο γιατί το είχε για τον «καπετάνιο». Αυτό όμως το άκουσε και ο μικρός του γιός.
Όταν την άλλη μέρα σταμάτησαν στο σπίτι του Σιούρτα δύο Αλβανοί, που μετέβαιναν από το Αγρίνιο στο Καρπενήσι, ο ένας πήρε το μεγάλο καρπούζι για να το κόψει. Τότε το μικρό παιδί, που ήταν μόνο του με τους στρατιώτες στο δωμάτιο, του είπε να μην το κόψει, γιατί ο πατέρας του το είχε για τον «καπετάνιο».
Οι στρατιώτες κατάλαβαν ότι το παιδί εννοούσε τον Κατσαντώνη και την άλλη μέρα ενημέρωσαν τον Μουχουρτάρη, που συνάντησαν στο Καρπενήσι. Ο τελευταίος συνέλαβε και βασάνισε τον Σιούρτα, που όμως δεν αποκάλυπτε το κρησφύγετο του Κατσαντώνη. Το έκαμε όμως η γυναίκα του η οποία δεν μπορούσε να υποφέρει τα τρομερά βασανιστήρια του άνδρα της.
Ο Δ. Φωτιάδης δεν άφηνε κανένα περιθώριο αμφισβήτησης για το ποιος ήταν ο προδότης. Γράφει: «Όταν μαθεύτηκε πως ο Κατσαντώνης ξαναγύρισε στ’ Άγραφα, ο Αλή πασάς στέλνει ξανά τον Αγο Μουχουρντάρη να τον κυνηγήσει. Βάζει πάλι μπροστά την προδοσία. Πετυχαίνει κάποιο ρεμάλι, Γιάννη Γκούρλια τονε λέγανε, που του φανερώνει πως ο Κατσαντώνης κρύβεται άρρωστος, με λίγους συντρόφους του, στο Μοναστηράκι...»
Τα όσα διέσωσε ο Λουκόπουλος επιβεβαιώνει, με κάποια διαφορά, όμως, και ο Π. Πουλίτσας, από αφήγηση κάποιου μοναχού στη μονή Τατάρνας, έναν αιώνα αργότερα.
Σύμφωνα με τον Πουλίτσα, τον Κατσαντώνη φιλοξενούσε ο Γκούρλιας στο σπίτι του, στο Μοναστηράκι. Εκείνο το διάστημα πήγε στο Ξερόμερο και έφερε πεπόνια ή καρπούζια για τον καπετάνιο.
Μόλις τα είδαν τα μικρά παιδιά του ζήτησαν να κόψει ένα γι’ αυτά, αλλά ο πατέρας τους αρνήθηκε, λέγοντας ότι «είναι για τον Αντώνη».
Μια τσιγγάνα που περνούσε τυχαία από εκεί άκουσε το όνομα, αλλά δεν έδωσε κάποια σημασία εκείνη τη στιγμή.
Μετά από λίγη ώρα, καθώς απομακρυνόταν από το χωριό, έπεσε σε απόσπασμα Τουρκαλβανών, ο ένας από τους οποίους της είπε, αστειευόμενος: «Εσύ ξέρεις που είναι ο Αντώνης»!
Η τσιγγάνα απάντησε ότι αυτή δεν ξέρει, αλλά αυτό το όνομα το άκουσε στο Μοναστηράκι... Αφού ανέφερε τα όσα άκουσε στο σπίτι του Γκούρλια, οι Τουρκαλβανοί πήγαν στο χωριό και κύκλωσαν το σπίτι όπου κρυβόταν ο Κατσαντώνης.
Ο Δ. Σταμέλος χαρακτηρίζει ολότελα ανιστόρητη και πλαστή τη μαρτυρία αυτή γιατί, όπως γράφει, είναι αδύνατο κλέφτης και μάλιστα ο Κατσαντώνης να κλειστεί άρρωστος σε σπίτι και σε χωριό!
Ο Fauriel γράφει ότι κοντά στον Κατσαντώνη παρέμεινε ο αδερφός του Γιώργος για να τον φροντίζει, ενώ μια γριά γυναίκα ανέλαβε να του φέρνει καθημερινά τα απαραίτητα. Δεν είναι γνωστό, καταλήγει, αλλά είτε η γριά είτε οι καλόγεροι πρόδωσαν τον Κατσαντώνη.
Τον Γκούρλια δείχνει και ο Φραγγίστας ως προδότη. «Ο στρατηγός Αγος Μουχουρντάρης, σημειώνει, περιοδεύων κατά μήνα Αύγουστο του αυτού έτους κατά την επαρχίαν των Αγράφων, ειδοποιήθη παρά τινος Ιωάννου Γκούρλια γεωργού, ότι ο Κατσαντώνης ασθενών περιφρουρείται εις το Μοναστηράκι υπό πέντε μόνον συντρόφων του».
Ένας τσοπάνης, «πιστός φίλος και κουμπάρους», τον οποίο εμπιστεύθει ο Κατσαντώνης για να προμηθεύει τα απαραίτητα για τη διατροφή του ίδιου και των συντρόφων του, τον πρόδωσε κατά τον Κρέμο. Ο τσοπάνης έπεσε στα χέρια των άγριων Τουρκαλβανών του Μουχουρτάρη. Αφού τον βασάνισαν, τον απείλησαν ότι θα τον σουβλίσουν και θα κάψουν και την οικογένειά του και αναγκάστηκε να αποκαλύψει που βρισκόταν ο Κατσαντώνης.
Ο Yemeniz αναφέρει μια περίεργη εκδοχή, η οποία δεν μπορει να έχει ίχνος αλήθειας. Εκτός και αν ο Κατσαντώνης δεν κρυβόταν στη Σπηλιά, στο Μοναστηράκι, αλλά αυτό δεν συζητείται. Για λόγους δεοντολογίας την παραθέτουμε, όπως την έχει μεταφέρει στο βιβλίο του ο Δ. Σταμέλος: «Ένα βράδυ, ύστερα από μια τρομερή θύελλα, τέτοια που μονάχα σ’ αυτές τις περιοχές συναντά κανένας, κατάπληκτοι οι Κλέφτες, είδαν μια γριά γυναίκα να μπαίνει στη σπηλιά τους σαν σε γνώριμη διαμονή. Πραγματικά δεν ήταν η πρώτη φορά που αυτή η γυναίκα αναζητούσε εκεί καταφύγιο. Ήταν από το Καρπενήσι, όπου εξασκούσε το επάγγελμα του εμπειρικού γιατρού και κάτι σχετικό με τη μαγεία. Κάθε χρόνο, τέτοια εποχή, διέσχιζε τα βουνά των Αγράφων, μαζεύοντας καρπούς και θεραπευτικά βότανα που δεν υπάρχουν παρά μονάχα στις ψηλότερες κορφές και που μ’ αυτά έφτιαχνε τα γιατροσόφια της. Γνώριζε λοιπόν τον τόπο στις παραμικρές του λεπτομέρειες, αναγκασμένη συχνά να ψάχνει για καταφύγιο στις κακοκαίριες, είχε από πολύν καιρό ανακαλύψει τον τόπο όπου οι Κλέφτες πίστευαν ότι καμμία έκπληξη δεν θα τους περίμενε. Την άφησαν να μείνει στην πιο απομακρυσμένη γωνιά της φωλιάς τους. Όμως ο Χασιώτης ανησυχούσε ζωηρά στη σκέψη ότι το μυστικό του αδερφού του βρισκόταν από εδώ και πέρα στο έλεος ενός πλάσματος ύποπτης προέλευσης και επαγγέλματος. Λίγο πριν από το ξημέρωμα πήγε στη μεριά που η γνωστή φαινόταν ν’ αποκοιμήθηκε, αποφάσισενος να της πάρει το κεφάλι για να τη γλιτώσει απ’ όλους τους πειρασμούς της προδοσίας. Η γυναίκα αυτή είχε αθόρυβα εξαφανιστεί τη νύχτα.
Σαράντα οχτώ ώρες πέρασαν. Κατά τη συνήθειά του ο Χασιώτης βγήκε, χαράματα, να φέρει νερό από μια γειτονική πηγή. Σε λίγο γυρνούσε κίτρινος και κατατρομαγμένος να τους πληροφορήσει πως τριακόσιοι Τούρκοι είχαν κυκλώσει τη σπηλιά. Η γριά τους είχε προδώσει...»
Όσοι γνωρίζουν την περιοχή, ξέρουν πολύ καλά ότι είναι ολότελα αδύνατο να κινηθεί άνθρωπος (και μάλιστα γριά γυναίκα) νύχτα και με κακοκαίρια σ’ εκείνα τα απάτητα μέρη. Ούτε οι σκληροτράχηλοι ορεσίβιοι τσοπάνηδες, που γνωρίζουν την περιοχή όπως το σπίτι τους, δεν διακινδυνεύουν παρόμοιο εγχείρημα.
Την άποψη ότι ο Κατσαντώνης κρυβόταν σε σπηλιά των Αγράφων κι εκεί πιάστηκε, υποστηρίζει και ο Γιάννης Βλαχογιάννης, ο οποίος τονίζει: «Όμως σε σπίτι δε φαντάστηκε να πάει να πέση και να κοιταχτή»!
Ο Κ. Ζήσιος θέλει βοσκό τον προδότη του Κατσαντώνη, ο οποίος τον προμήθευε τρόφιμα με κάποια γριά. Η γερόντισσα όμως πιάστηκε και βασανίστηκε από τους Τούρκους και αναγκάστηκε να μαρτυρήσει τον τσοπάνη. Οι Τούρκοι πιάνουν τον πατέρα και τον 13χρονο γιό του, τους ξαπλώνουν στο χώμα και στοιβάζουν πάνω τους πέτρες. Ο πατέρας, σχεδόν ετοιμοθάνατος, αντιστέκεται στο μαρτύριο. Μπροστά όμως στον πέτρινο τάφο του παιδιού του που χαροπάλευε, αναγκάστηκε να ομολογήσει το κρησφύγετό του Κατσαντώνη.
Ο Βαλαωρίτης γράφει ότι τον Κατσαντώνη πρόδωσε κάποιος παπάς (ή καλόγερος), που του πήγαινε ή του έστελνε τρόφιμα στη σπηλιά, αφού βασανίστηκε άγρια.
Την ίδια άποψη δέχεται και ο Αραβαντινός και ο Emerson, ενώ ο Δ. Παπαντωνόπουλος υποστηρίζει, ότι ο παπάς ήταν και κουμπάρος του Κατσαντώνη!
Όπως και ναχει, το βέβαιο είναι ότι η σπηλιά του Κατσαντώνη, που πέρα από κάθε αμφιβολια βρισκόταν πάνω από το Μοναστηράκι, προδώθηκε. Ο Μουχουρτάρης, που έτρεφε και άσβεστο μίσος εναντίον του, με 400 Τουρκαλβανούς την κύκλωσαν.
Πρώτος το διαπίστωσε ο Γιώργος Χασιώτης, που πήγε χαράματα στη βρυσούλα για να φέρει νερό. Κατάλαβε ότι η Τουρκιά είχε ζώσει τη σπηλιά από παντού. Προσποιούμενος ότι δεν είχε αντιληφθεί τίποτα, γύρισε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, χωρίς να δείχνει ταραχή.
Γράφει σχετικά ο Φραγγίστας, ότι ο Κατσαντώνης που κατά πως συνήθιζε είχε σηκωθεί με το πρώτο χάραμα, άρχισε να διηγείται στον αδερφό του Γιώργο Χασιώτη, ότι είδε στο όνειρό του πως πέρναγε θολό και ματωμένο ποτάμι, αλλά «πέρα δεν πέρασε».
Να, όμως, πως το διέσωσε η σχετική παράδοση το δημοτικό τραγούδι:

«Απόψε είδα στον ύπνο μου, στον ύπνο που κοιμόμουν,
θολό ποτάμι απέρναγα, θολό κατεβασμένο,
και πέρα δεν απέρασα και δώθε δεν εβγήκα,
Μόν’ πήρα τον κατήφορο στη μέση του ποτάμι.
Ξηγάτε παλικάρια μου, ξηγάτέ μου τ’ όνειρό μου».

Στο ίδιο μοτίβο και το δημοτικό τραγούδι που διέσωσε ο Θ. Τσέτσος:

«Για σήκω Κατσαντώνη μου, για σήκω καπετάνιο,
γιατί Τουρκιά μας πλάκωσε, μας έχουν προδομένους.
- Παιδιά μου, μη παιδεύεστε, μη χάνετε τα βόλια.
Απόψ’ είδα στον ύπνο μου, είδα και στ’ όνειρό μου,
θολό ποτάμι διάβαινα, θολό, κατεβασμένο,
ουδέ και πέρα διάβηκα, ούτε και δώθε βγήκα
και μου ’πεσε το φέσι μου, κι η χούφτ’ απ’ το σπαθί μου».

Οι άγριες φωνές των Τουρκαλβανών, που έσκισαν ξαφνικά τη γαλήνια ατμόσφαιρα, επανέφεραν τους ατρόμητους Κλέφτες στη σκληρή πραγματικότητα. «Κάτω τ’ άρματα ορέ Κατσαντώνη» ουρλιάζαν όμοια με άγρια θηρία, αλλά δεν τολμούσαν να πλησιάσουν στην είσοδο της σπηλιάς. Είχαν τόσα τραβήξει, που έτρεμαν ακόμα και τον ίσκιο του. Ο Κατσαντώνης, όμως, ήταν πια πραγματική σκιά του εαυτού του!


Η παράδοση θέλει τον Γιώργο Χασιώτη ν’ απαντά περήφανα, σαν άλλος Λεωνίδας: «Ο Κατσαντώνης, Τούρκοι, δεν προσκυνάει. Ο Κατσαντώνης πολεμάει και πεθαίνει»!
Μη μπορώντας όμως ο ατρόμητος Κλέφτης ούτε να σταθεί στα πόδια του, είπε στον αδερφό του να τον πάρει στους ώμους του και πολεμώντας οι άλλοι σύντροφοί του να επιχειρήσουν να σωθούν.
Ο Χασιώτης, ο οποίος σε αντίθεση με τον αδερφό του ήταν σωματώδης, σήκωσε στους ώμους του τον Κατσαντώνη. Μπροστά μπήκαν τα άλλα πέντε παλικάρια που ήταν μαζί τους και όλοι μαζί βγήκαν από τη σπηλιά.
Στην αρχή οι Αλβανοί δεν πυροβόλησαν γιατί ο Μουχουρτάρης περίμενε να παραδοθούν. Βλέποντας όμως ότι οι Κατσαντωναίοι δεν είχαν τέτοιο σκοπό, διέταξε γενική επίθεση.
Ο Χασιώτης, μη μπορώντας να προχωρεί και ταυτόχρονα να πολεμάει, έβαλε τον αδερφό του πίσω από κάποια πέτρα και μαζί με τους συντρόφους του οχυρώθηκε πίσω από τα δέντρα στην άκρη του δάσους.
Η μάχη, όπως γράφει ο Yemeniz, δεν ήταν δυνατόν να κρατήσει πολύ, γιατί ήταν φοβερά άνιση. Τέσσερις από τους άνδρες του Κατσαντώνη έπεσαν ηρωικά, ξοδεύοντας και την τελευταία τους σφαίρα. Ο πέμπτος προσποιήθηκε τον πεθαμένο, έμεινε ξαπλωμένος για μερικές ώρες και κατόρθωσε να συναντήσει τον Λεπενιώτη και να του αναφέρει τα συμβάντα.
Ωστόσο, ο Φραγγίστας, που είχε καλύτερη πληροφόρηση, γράφει ότι σκοτώθηκαν και τα πέντε παλικάρια, εκτός από τα δύο αδέρφια. Τελικά τραυματίστηκε στο πόδι και ο Χασιώτης κι’ έτσι έπεσε στα χέρια του Μουχουρτάρη, μαζί με τον Κατσαντώνη.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Κατσαντώνης ζήτησε από τον αδερφό του να του πάρει το κεφάλι για να μην πέσει στα χέρια των Τουρκαλβανών. Του Χασιώτη, όμως, η καρδιά δεν άντεξε τέτοια δοκιμασία, αλλά ούτε άκουσε τη συμβουλή του αδερφού του, για να φύγει και να γλιτώσει.
Το δημοτικό τραγούδι δεν ήταν δυνατόν να μη διασώσει και να μην υμνήσει αυτή την κορυφαία και τραγική στιγμή των αυθεντικών ηρώων. Ο ανώνυμος λαϊκός βάρδος γράφει:

Κόψε με Γιώργο μ’ κόψε με, πάρε μου το κεφάλι
να μη το πάρ’ η Παναγιά, ο Αγά Μουχουρτάρης.
Κι’ αλλού:

- Κόψε με, Γιώργη μ’ κόψε με και φεύγα να γλιτώσεις!
- τα δε σε κόβγ’, Αντώνη μου, γλυκέ μου καπετάνιε...

Στην παράκληση του Κατσαντώνη στον αδερφό του να φύγει για να σωθεί, η παράδοση θέλει τον Χασιώτη να δίνει την παρακάτω απάντηση:
Αντάμα θα πεθάνουμε, κι’ αντάμα θα χαθούμε.
Την κορυφαία εκείνη στιγμή, που σκόρπισε απέραντη θλίψη και φόβο, ειδικά στα μέρη που πολέμησε και μεγαλούργησε ο θρυλικός Κλέφτης, απαθανάτισε το δημοτικό τραγούδι. Ένα από τα πολλά:

«Έχετε γειά, ψηλά βουνά και δροσεραίς βρυσούλες.
Και σεις, Τζουμέρκα κι’ Άγραφα παλληκαριών λημέρια,
αν δήτε τη γυναίκα μου, αν δήτε και το γιό μου*,
ειπέτε τους πως μ’ έπιασαν με προδοσία κι’ απάτη.
Αρρωστημένο μ’ ηύρανε, ξαρμάτωτο στο στρώμα,
ωσάν μωρό στην κούνια του, στα σπάργανα δεμένο,
τα’ ασκέρια που πολέμαγα και πάντα τα νικούσα.
Τρομάρα το τουφέκι μου και φρίκη το σπαθί μου».
Άλλο δημοτικό τραγούδι ιστορεί:

«Το μάθατε τι γίνηκε ψηλά στο Μοναστήρι;
Τον Κατσαντώνη πιάσανε και παν να τον κρεμάσουν.
Χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από πίσω,
κι’ αυτός κοντοστεκότανε και στους αγάδες λέει:
Τούρκοι, κρατάτε τ’ άλογα, για να τηράξω πίσω,
να χαιρετήσω τα βουνά, τα έρημα λημέρια,
για να σουρίξω κλέφτικα, καθώς σουράνε οι κλέφτες,
μπας και μ’ ακούσουν τα παιδιά, Τσόγκας και Λεπενιώτης,
να βγούν μπροστά στο Μέτσοβο, μπέλκε και με γλιτώσουν».

(*Δεν είναι βέβαιο ότι ο Κατσαντώνης ήταν παντρεμένος. Τόσο κάποιοι βιογράφοι του, όσο και μερικά δημοτικά τραγούδια κακώς τον θέλουν να έχει παντρευτεί και μάλιστα να έχει και παιδί. Βέβαια είναι γνωστό ότι ειδικά στη δημοτική ποίηση πάντα υπάρχει μια δόση υπερβολής. )
Ο Φραγγίστας, όπως αναφέραμε, πρέπει να είχε πιο έγκυρη πληροφόρηση από άλλους ερευνητές, σχετικά με τη ζωή του Κατσαντώνη. Ωστόσο, αυτά που υποστηρίζει για τα όσα συνέβησαν αμέσως μετά τη σύλληψή του δεν δείχνουν αληθοφανή.
Μόλις έπιασαν οι Τουρκαλβανοί τον Κατσαντώνη, ο Μουχουρτάρης διέταξε να ριχτεί μια μπαταριά. Τη μπαταριά αυτή άκουσαν οι σύντροφοι του Κατσαντώνη, που βρίσκονταν στην περιοχή Κρέντη και κατάλαβαν αμέσως το μεγάλο κακό που είχε συμβεί. Συνήθιζαν οι Τούρκοι αυτή την ενέργεια μετά από κάποιο κατόρθωμα.
Βέβαια είναι εντελώς απίθανο ν’ ακουστεί μια ομοβροντία πυροβολισμών από το Μοναστηράκι στου Κρέντη! (σ.δική μας: Η σπηλιά από την Κρέντη βρίσκεται σε ακτίνα 4.5 χλμ. και είναι βέβαιο ότι ακούστηκε).
Οι κλεφταρματολοί, αφού έμειναν άφωνοι για μια στιγμή, σαν να είχαν συνεννοηθεί, έβγαλαν όλοι μαζί μια άγρια κραυγή. Μ’ ένα στόμα αποφάσισαν να εκδικηθούν και να πάρουν από τα χέρια των αγαρηνών τον αρχηγό τους, έστω και πεθαμένο!
Ξεκίνησαν αμέσως για το Μοναστηράκι, αλλά ο Μουχουρτάρης με τον Κατσαντώνη και τον Χασιώτη αναχώρησε για το Καρπενήσι, αποφεύγοντας τη σύγκρουση με τους άνδρες του Λεπενιώτη.
(Σ.Σ: Εάν αυτό είχε συμβεί η συμπλοκή μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων ήταν αναπόφευκτη, γιατί ένα μόνο μονοπάτι συνέδεε τις δύο περιοχές.)
Ο Φραγγίστας γράφει, επίσης, ότι επειδή οι άνδρες του Λεπενιώτη δεν πρόφτασαν τον Μουχουρτάρη, έτρεξαν πίσω του και έφτασαν μέχρι τα πρόθυρα του Καρπενησίου, στον Αη Θανάση, αλλά ο δερβέναγας είχε ήδη μπει στην πόλη!...
Στο χωρίς επιστροφή οδοιπορικό, είτε προς το Καρπενήσι είτε προς τα Γιάννενα, που είναι και το πιθανότερο, ο Κατσαντώνης ξέρει πολύ καλά ότι είναι τελευταία φορά που αντικρίζει τα αγαπημένα του βουνά. Γι’ αυτό, σύμφωνα με την παράδοση, ζήτησε να του δώσουν το τουφέκι του να ρίξει και να χαιρετήσει τα βουνά. Όπως και έγινε.
Ο σκοπός του όμως ήταν άλλος. Ήξερε ότι οι σύντροφοι του, που γνώριζαν καλά το «κελάηδημα» του τουφεκιού του, θα έτρεχαν να τον σώσουν από τους απεχθείς αγαρηνούς.
Όπως αναφέραμε δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ο Μουχουρτάρης οδήγησε τον Κατσαντώνη και τον Χασιώτη στο Καρπενήσι. Η διαδρομή από το Μοναστηράκι έως την πρωτεύουσα της Ευρυτανίας είναι μεγάλη. Πάνω από 15 ώρες δρόμος. Και τι δρόμος! Μονοπάτια δύσβατα, περάσματα επικίνδυνα, στα οποία εύκολα θα μπορούσαν να είχαν στήσει ενέδρα οι κλεφταρματολοί. Θα διακινδύνευε ένα τέτοιο δρομολόγιο ο πανούργος και μοχθηρός Μουχουρτάρης; Απίθανο φαίνεται. Άλλωστε, εκείνο που τον ενδιέφερε πλέον ήταν να παραδώσει στον Αλή το «θήραμά» του!
Το πιθανότερο είναι ότι ο δερβέναγας ακολούθησε την πιο εύκολη και προσιτή λύση. Ακολουθώντας τη δεξιά πλευρά του Αγραφιώτη, κατέβηκε στα μέρη του Βάλτου και του Ξηρομέρου, όπου είχε ατονίσει κάθε αντίσταση, και από εκεί προχώρησε στον τελικό προορισμό του, τα Γιάννενα. Αυτός πρέπει να είναι ο λόγος που οι άνδρες του Λεπενιώτη, αν κινήθηκαν προς το Μοναστηράκι, από το Κρέντη, όπως αναφέραμε, δεν συνάντησαν τους Τουρκαλβανούς, γιατί βάδιζαν παράλληλα, αλλά και αντίθετα!

Αναφέραμε πιο πάνω ότι η σύλληψη του Κατσαντώνη έγινε το καλοκαίρι του 1808 και συγκεκριμένα τον Αύγουστο. Αυτό το χρόνο υιοθετούν οι σπουδαιότεροι ερευνητές και πρέπει να το δεχτούμε, γιατί συνηγορούν σ’ αυτό πολλά ιστορικά στοιχεία.
Πάντως, ασυμφωνία υπάρχει και γι’ αυτό το θέμα, αλλά και για το χρόνο της θανάτωσής του.
Ο Pouqueville, ο Fauriel, ο Emerson και άλλοι, δέχονται ότι ο Κατσαντώνης συνελήφθη το 1807, αλλά αυτό αποκλείεται γιατί τη χρονιά εκείνη έγινε η Συνέλευση της Λευκάδας.
Αντίθετα το 1808 δέχονται ο Φραγγίστας, ο Τσιγκόλης, ο Κασομούλης. Μάλιστα ο Φραγγίστας, ο οποίος γράφει ότι ο Λεπενιώτης ανέλαβε αρχηγός των Κατσαντωναίων μετά το θάνατο του αδερφού του, έδωσε μια σημαντική μάχη με τους Τούρκους, τον Μάιο του 1809, στην Παπαδιά Ευρυτανίας. Άρα ο αδερφός του Αντώνη θανατώθηκε τον προηγούμενο χρόνο. Συνεπώς, έχει λάθος ο Yemeniz ο οποίος υποστηρίζει ότι ο Κατσαντώνης πιάστηκε το 1809.
Ο Μουχουρτάρης, πριν ξεκινήσει για τα Γιάννενα, έστειλε έναν έμπιστο «ταχυδρόμο» να διαμηνύσει στον Αλή τα καθέκαστα. Ο ίδιος ο δερβέναγας με τους Τουρκαλβανούς φαίνεται ότι κάπου στάθμευσε για λίγες ημέρες, ίσως και στο Καρπενήσι, αν πήγε τελικά, μέχρι να κοπάσει η οργή των Χριστιανών και να σχεδιάσει καλά το δρομολόγιό του.
Στα Γιάννενα επικρατούσε πραγματικός πυρετός. Οι αγαρηνοί, σχεδόν με αγαλλίαση, περίμεναν να δουν από κοντά σιδηροδέσμιο τον Κλέφτη που τους είχε προξενήσει τόσες καταστροφές και οι Έλληνες με θλίψη για να θαυμάσουν τον ξακουστό Αγραφιώτη πολεμιστή.
Όλη η πόλη, γράφει ο Φραγγίστας, βγήκε για να υποδεχτεί τον Κατσαντώνη. Ο όχλος τον επευφημούσε ζωηρά (προφανώς οι Τουρκαλβανοί χλευαστικά), ενώ τα πυροβόλα έριχναν συνεχώς, δημιουργώντας πραγματικό πανδαιμόνιο.
Ο Μουχουρτάρης, αφού έδωσε διαταγή να φυλακιστούν οι όμηροι και να φρουρούνται αυστηρά, παρουσιάστηκε στον Αλή πασά. Ο τύραννος τον υποδέχτηκε με φιλοφρονήσεις και του χάρισε πολύτιμα δώρα.
Ο Αλής έδωσε διαταγή να οδηγήσουν μπροστά του τους δύο Κλέφτες. Γράφει σχετικά ο Φραγγίστας: Μόλις ο Αλής είδε την αγέρωχη και στρατιωτική μορφή του Κατσαντώνη, το κεραυνοβόλο του βλέμμα, τα μαύρα μαλλιά του, όπως του κόρακα τα φτερά, τη λερή φουστάνελα του, πάνω στην οποία άλλοτε λαμποκοπούσε η ασημένια ή επίχρυση πανοπλία του, αποφάσισε να μην τον σκοτώσει, λέγοντας: «Είναι κρίμα να φονευθεί τέτοιο παλικάρι»!
Έτσι διέταξε να τον φυλακίσουν σ’ ένα σπίτι μέχρι να πάρει την οριστική του απόφαση.
Η πράξη του, βέβαια, είχε ταπεινά ελατήρια. Την εποχή εκείνη ο Αλής είχε ξεσηκωθεί κατά του Σουλτάνου και προσπάθησε να καλοπιάσει τον Κατσαντώνη να γίνει σύμμαχός του, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης που θα του χάριζε τη ζωή.
Όμως, οι συγγενείς του Βεληγκέκα και των άλλων δερβεναγάδων που είχαν σκοτωθεί από τον Κατσαντώνη και έτρεφαν φοβερό μίσος εναντίον του, όταν άκουσαν ότι ο Αλής σκόπευε να του χαρίσει τη ζωή, έγιναν έξαλλοι. Παρουσιάστηκαν μπροστά του και τον παρακαλούσαν γονατιστοί να τον σκοτώσει. Μάλιστα έβαλαν και αυλικούς να μεσολαβήσουν και να τον πείσουν όχι μόνο να φονεύσει τον Κατσαντώνη, αλλά και να τον βασανίσει, συντρίβοντάς του τα πόδια!
Λέγεται ότι οι γονείς του Βεληγκέκα πρόσφεραν στον Αλή και μεγάλο χρηματικό ποσό, γιατί γνώριζαν ότι δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί σε τέτοιο «επιχείρημα».
Σύμφωνα με άλλη μαρτυρία, ο Αλής επειδή πίστευε ότι ο Κατσαντώνης είναι πλούσιος, του πρότεινε να του χαρίσει τη ζωή με ένα μεγάλο περιουσιακό αντάλλαγμα, αλλά είναι βέβαιο ότι δεν άφησε περιουσία. Ό,τι λάφυρα έπαιρνε από τους Τούρκους τα διέθετε για να συντηρεί τους άνδρες του.
Η φράση που του αποδίδεται ότι είπε «έρμα γρόσια», όταν τον βασάνιζαν, είναι μύθος, όπως τονίζει ο Δ. Σταμέλος.
Ο Κατσαντώνης, με την περηφάνια που τον διέκρινε και το μίσος που έτρεφε κατά του κατακτητή, δεν υπήρχε περίπτωση να δειλιάσει και να συμβιβαστεί με τον Αλή.
Εξάλλου, ο πασάς ήξερε πολύ καλά πως βασανίζοντας και εξοντώνοντας τον κορυφαίο καπετάνιο των κλεφταρματολών, θα τρομοκρατούσε και θα κατέπνιγε κάθε απόπειρα ανασύνταξής τους.
Τον Κατσαντώνη οδήγησαν και πάλι δεμένο ασφυκτικά(!) μπροστά στον αμείλικτο Αλή πασά. Αν και βαριά άρρωστος, η στάση του ήταν αγέρωχη, γεγονός που εξόργισε τον τύραννο. Ωστόσο, πήρε ένα μειλίχιο ύφος και ρώτησε δήθεν με αφέλεια τον Κατσαντώνη: «Γιατί, βρε, να μου σκοτώσεις τον Βεληγκέκα»; Ατάραχος ο ήρωας, αφού έδειξε με τα μάτια το τουφέκι του που κρατούσε ένας από τους φρουρούς του, του απάντησε: «Ε! αφέντη μου, σαν το είχα τούτο για στα χέρια, έπρεπε να το δουλέψω»! Ο πασάς έγινε θηρίο ανήμερο. Απέβαλε το ήπιο (θεατρινίστικο) ύφος και έδωσε με νεύμα διαταγή να τον θανατώσουν με βασανιστήρια. Όλη τη νύχτα τον βασάνιζαν ανελέητα οι δήμιοί του, σπάζοντας με σφυριά τα κόκκαλα των χεριών και των ποδιών του. Αυτά τα βασανιστήρια είχε αποφασίσει ο πασάς για τον Κατσαντώνη και τον αδερφό του. Εκτελεστής της ποινής ορίστηκε ο ανιψιός ενός από τους δερβέναγες που είχε σκοτώσει ο Κατσαντώνης. Τον ανιψιό του Βεληγκέκα αναφέρει ως βασανιστή του Κατσαντώνη ο Pouqueville, ο οποίος γράφει ότι είχε την εποπτεία της εφαρμογής της κτηνώδους απόφασης του τυράννου. Άγνωστο είναι, εξάλλου, κατά πόσο αληθεύει η φήμη πως όταν ο Αλής έμαθε ότι ο Κατσαντώνης ήταν άνθρωπος του Κοσμά (του Αιτωλού) είπε πως αν του το είχε ομολογήσει, θα ζούσε. Είναι πολύ αμφίβολο να έτρεφε ο αιμοχαρής τύραννος φιλικά αισθήματα για τον Πατροκοσμά, τον οποίον, άλλωστε, οι Τούρκοι στραγγάλισαν!
Πολλές και διαφορετικές μαρτυρίες έχουμε για το δραματικό τέλος του μεγάλου πολέμαρχου και του αδερφού του. Ο Φραγγίστας σημειώνει, ότι οι δήμοι μετέφεραν την παραμονή του Πάσχα τα δύο αδέρφια κάτω από έναν πλάτανο, όπου υπήρχαν ένα σφυρί κι’ ένα αμόνι. Αφού αποκεφάλισαν τον Χασιώτη, συνέτριψαν τα πόδια και τα σκέλια του Κατσαντώνη, «ο οποίος έζησε ως ήρωας και πέθανε ως μάρτυρας. Έδειξε τη μεγαλύτερη γενναιότητα και χωρίς να βγάλει ούτε ένα βογγητό, παρά τα ανήκουστα βασανιστήρια και τους πόνους που υπέφερε».
Όπως υπογραμμίζει ο Δ. Σταμέλος, η ημερομηνία της παραμονής του Πάσχα δεν είναι σωστή. Ο θάνατος του Κατσαντώνη τοποθετείται περί το τέλος Σεπτεμβρίου 1808, δηλαδή περίπου ένα μήνα μετά τη σύλληψή του στην περιοχή των Αγράφων. Αυτό βεβαιώνεται και από μαρτυρίες άλλων αξιόπιστων συγγραφέων, που είχαν ως πηγές διηγήσεις αυτόπτων μαρτύρων.
Αντίθετα με τον Φραγγίστα, ο Emerson υποστηρίζει ότι ο Κατσαντώνης, καταταλαιπωρημένος από την αρρώστια και τις αμέτρητες κακουχίες, δεν μπόρεσε να υπομείνει τα μαρτύρια κι έβγαλε μερικά βογγητά, όταν του τσάκισαν με το σίδερο τις κλειδώσεις των γονάτων του! Συνταρακτική είναι η περιγραφή που κάνει στη συνέχεια ο συγγραφέας: Ο αδερφός του γύρισε πάνω του τα μάτια, μ’ ένα βλέμμα ανάμικτο από συμπάθεια και απορία και του φώναξε: «Τι! Αντώνη κλαις σαν γυναίκα;»
Κάποια άλλη μαρτυρία, πάντως, θέλει τα γεγονότα να συνέβησαν αντίστροφα. Όταν ο βασανιστής συνέτριβε τα πόδια και τα χέρια των δύο αδερφών, ο Χασιώτης βογγούσε από τους αβάσταχτους πόνους, ενώ ο Κατσαντώνης έμενε ατάραχος και είπε στον αδερφό του: «Σώπα, μωρέ, μη με ντόπιαζεις σα γυναίκα»!
Ο Φωτιάδης διασώζει μια άλλη, αρκετά διαφορετική εκδοχή του μαρτυρίου και των τελευτών στιγμών των δύο ηρωικών Κλεφτών. Γράφει: «Τους πήγανε στον πλάτανο, στη μικρή πλατεία του σεραγιού, που με τρόμο τον κοίταζαν οι Χριστιανοί, γιατί κάτω από τον ίσκιο του γίνονταν τα μαρτυρία. Οι σιχλιτάρηδες, μ’ αρχιδήμιο τον ανεψιό του Βεληγκέκα, ξαπλώσαν πρώτον τον Κατσαντώνη και τον δέσανε σε παλούκια. Κι’ άρχισαν μ’ ένα χοντρό πελέκι, να του κόβουν σιγά - σιγά τα δάχτυλα των χεριών του. Βόγγιξε από τον πόνο.
- Μη βογγάς, του κάνει ο Χασιώτης, ντόπιαζεις την παλικαριά σου.
Του σπάνε έπειτα τα κόκαλα των ποδιών και των χεριών του. Με τον ίδιο τρόπο βασάνισαν και τους άλλους τέσσερις κλέφτες. Τελευταίον άφησαν τον Χασιώτη.
- Αν είσαστε παλικάρια, τους λέει, μη με δένετε. Να κάθουμαι μόνος μου!
Τεντώθηκε κατάχαμα κι άπλωσε τα χέρια και τα πόδια του:
- Κόψτε με και σπάσετε τα κόκαλά μου, μ’ όποιον τρόπο θέτε!
Φέρανε σφυρί κι’ αμόνι κι’ άρχισαν να του κοπανίζουν τα κόκαλα, από αρμό σε αρμό».
Ο Χασιώτης, σαν να βρισκόταν σε συμπόσιο, σε όλο το διάστημα των βασανιστηρίων έμενε ασάλευτος και τραγουδούσε ηρωικά τραγούδια των κλεφτών. Έτσι παρέδωσε το πνεύμα! Ο Κατσαντώνης ζούσε ακόμα. Δεν τον αποτελείωσαν. Τον έριξαν στο μπουντρούμι για να σβήσει αργά και να βασανιστεί όσο περισσότερο γινόταν.
Είναι ανακριβές αυτό που αναφέρει ο Φωτιάδης, ότι οδηγήθηκαν στα Γιάννενα και βασανίστηκαν και τέσσερα από τα παλικάρια του Κατσαντώνη. Όπως είδαμε και οι πέντε σύντροφοί του σκοτώθηκαν στη μάχη της Σπηλιάς, στο Μοναστηράκι. Ο Leak υποστηρίζει πως ο Κατσαντώνης, όση ώρα του έσπαγαν τα πόδια, έβριζε τους Τούρκους που βρίσκονταν γύρω του και τους έλεγε πως δεν θα τολμούσαν να τον πλησιάσουν τόσο πολύ αν ήταν γερός και με λυμένα χέρια... Η παράδοση θέλει τα δύο αδέρφια την ώρα του μαρτυρίου να σιγοτραγουδούν ένα σκοπό για τον καπετάν Δίπλα. Αλλά και ο Χ. Χρηστοβασίλης γράφει ότι ενώ οι θηριώδεις δήμιοι τους τσάκιζαν τα κόκαλα, εκείνοι, αντί να βγάζουν σπαρακτικές κραυγές και να ολοφύρονται, τραγουδούσαν το τραγούδι του καπετάν Δίπλα και με πλήρη περιφροσύνη προς το θάνατο, παρέδωσαν το πνεύμα.
Ο Yemeniz γράφει σχετικά ότι τα δύο αδέρφια καταδικάστηκαν να συρθούν κάτω από ένα πελώριο πλάτανο, στην πύλη των Ιωαννίνων και να τους συντρίψουν τα κάτω άκρα από τους γοφούς πάνω σε αμόνι. Τον τόπο εκείνο είχε από καιρό επιλέξει ο πασάς σαν χώρο εκτελέσεων, στις οποίες παρευρίσκονταν καθισμένος στη σκιά, όπου έφτανε από μυστική υπόγεια στοά, που συνδεόταν με το παλάτι του. Ένας ανιψιός του Βεληγκέκα, για ν’ απολαύσει την ικανοποίηση της εκδίκησης, πρότεινε να είναι ο δήμιος του Κατσαντώνη. Ακόμα και για τις τελευταίες στιγμές των δύο ηρώων υπάρχει ασυμφωνία. Άλλοι υποστηρίζουν ότι ο Κατσαντώνης ξεψύχησε, ενώ ο δήμιος αποκεφάλισε τον Χασιώτη.
Ο Αλής διέταξε να μείνει το σώμα του Κατσαντώνη για αρκετή ώρα εκεί και τη νύχτα να πεταχτεί στη λίμνη. Σύμφωνα, όμως, με την παράδοση τα σώματα των δύο Κλεφτών τα κρέμασαν στον πλάτανο και το βράδυ τα πέταξαν στη λίμνη. Ωστόσο, ο Ι. Ράμφος υποστηρίζει, ότι οι δήμιοι τύλίξαν το σώμα του Κατσαντώνη σε μια ψάθα και το παρέδωσαν στους Εβραίους, οι οποίοι το πήγαν στην είσοδο της πόλης και το εξέθεσαν σε κοινή θέα. Τελικά το σώμα το πήραν κρυφά δυο σημαντικές προσωπικότητες της πόλης, αφού έδωσαν ένα σημαντικό χρηματικό ποσό, και το ενταφίασαν στο προαύλιο της Μητρόπολης. Την άποψη αυτή δέχονται και άλλοι συγγραφείς, αλλά και η τοπική παράδοση.
Ο μαρτυρικός θάνατος του Κατσαντώνη σκόρπισε απέραντη θλίψη σε όλο τον ελληνισμό, ειδικότερα όμως στην περιοχή των Αγράφων και στα μέρη όπου πολέμησε. Το χαμό του θρήνησε ο λαός και τραγούδησε το θρύλο του με αναρίθμητα επικολυρικά τραγούδια.
Γράφει ο Δ. Σταμέλος: «Το θλιβερό μαντάτο χύμηξε στις αγραφιώτικες κορφές, σα φθινοπωρινή νεροποντή κι έδερνε τη γης που λες και έκλαιγε και κείνη το χαμό του. Γύρω στις φωτιές οι άνθρωποι κοίταζαν ο ένας τον άλλο και δεν μιλούσαν. Τι να πουν; Ανασήκωναν μονάχα τα στηριγμένα στα γόνατά τους σκληρά από τη δούλεψη χέρια τους και σκούπιζαν τα μάτια τους. Κι’ όλο απλωνόταν ο θρήνος. Κι όλο μεγάλωνε το μίσος για τον τύραννο. Κι όλο καλοστεριωνόταν μέσα τους η φλογισμένη λαχτάρα της λευτεριάς. Όμως ετούτος ο θρήνος γίνονταν αγάλι, ώρα την ώρα, Σαρακατσάνικο, κλέφτικο τραγούδι, Αγραφιώτικο... Σε τούτη τη γη, τη δουλεμένη με τη λαχτάρα της λευτεριάς, την αβασίλευτη, δεν της πάει μαύρα μαντίλια να φοράει. Τόνιωθαν οι πικραμένοι κι άστραφτε στα μάτια η ελπίδα. Κι άστρφτε ολούθε η παλικαριά κι η ομορφιά του Κατσαντώνη, έτσι καθώς ολοζώντανος ανυψωνόταν και διαφέντευε τη μνήμη του λαού...»
Ο χαμός του Κατσαντώνη είχε καταλυτικές συνέπειες για το προεπαναστατικό αντάρτικο κατά του κατακτητή. Ο Κώστας Λεπενιώτης που αναγνωρίστηκε ως αρχηγός των κλεφταρματολών, αποδείχτηκε αντάξιος διάδοχος του αδερφού του. Συνέχισε τον αγώνα κατά του Αλή και μάλιστα το Μάιο του 1809, στη μάχη της Παπαδιάς, κοντά στους Δομιανούς Ευρυτανίας, ο δερβέναγας Σουλεϊμάν Τότης χάνει εξήντα άνδρες και σκοτώνεται ο ίδιος. Οι Έλληνες είχαν μόνο πέντε τραυματίες. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Δ. Λουκόπουλος, υποστηρίζει πως όταν ο Κατσαντώνης αρρώστησε βαριά και αποσύρθηκε στη σπηλιά, έχρισε αρχηγό των ανδρών του τον Γ. Καραϊσκάκη, σε περίπτωση που θα χανόταν ο ίδιος.
Πάντως, το κενό που άφησε πίσω του ο Κατσαντώνης υπήρξε πελώριο. Όσο κι αν έχει κάποια δόση αλήθειας η ρήση σύμφωνα με την οποία «τα νεκροταφεία είναι γεμάτα από αναντικατάστατους», στην περίπτωση του Κατσαντώνη δεν ισχύει. Το μεγαλείο του χαρακτήρα του και της παλικαριάς του, η ευφυϊα του και η εκρηκτική προσωπικότητά του δεν απαντώνται εύκολα. Αν και οι γραμματικές του γνώσεις πρέπει σίγουρα να ήταν λιγοστές, είχε το χάρισμα να εμπνέει και να πείθει. Ο Κατσαντώνης έγινε λάβαρο και σύμβολο της σκλαβωμένης πατρίδας και δίκαια θεωρείται από τους πρωτεργάτες της εθνικής παλιγενεσίας. Χαρακτηριστική είναι και εδώ η τοποθέτηση του Δ. Σταμέλου: «Ο Κατσαντώνης πέρασε μέσα από τις καρδιές σα σκίρτημα λυτρωμού, σαν αγέρας ολόδροσος, γιομάτος ζωή και θέριεψε τη δύναμη για τον αγώνα και τη δίψα για τη λευτεριά. Ήταν από κείνους που προετοίμασαν το Εικοσιένα, ένα αιώνιο σύμβολο παλικαριάς, πολεμιστής κάθε δεσποτισμού και τυραννίας, δημιουργικό κήρυγμα της αβασίλευτης ομορφιάς του ελεύθερου ανθρώπου». Ασφαλώς ο σημαντικός συγγραφέας, όταν λέει «πολεμιστής κάθε δεσποτισμού», εννοεί κυρίως τους θλιβερούς κοτζαμπάσηδες, τους συμβιβασμένους με τον κατακτητή, που δυνάστευαν κι αυτοί το λαό και απομυζούσαν το βιός του.
Γι’ αυτό μετά την εξόντωση του Κατσαντώνη, έστω και αν γιγαντώθηκε το μίσος κατά του τυράννου, άρχισε σταδιακά, αλλά σταθερά να φυλλορροεί το αντάρτικο κίνημα κατά του εχθρού. Από τη μια μεριά ο Αλής, με ραδιουργίες, υποσχέσεις, κατατρεγμούς, τρομοκρατία, αλλά κυρίως με την τακτική του να σπέρνει τη διχόνοια στους κλέφτες και από την άλλη οι ελεεινοί κοτζαμπάσηδες, έφεραν την αποδυνάμωση και ουσιαστικά τη διάλυση των κλεφταρματωλών. Οι λίγες ομάδες των κλεφτών που απέμειναν δεν ήταν πλέον σε θέση να προστατεύσουν τους κατοίκους, ούτε από τους δερβεναγάδες, αλλά ούτε και από τους διεφθαρμένους κοτζαμπάσηδες.
Για ένα διάστημα, ο Λεπενιώτης με τους άνδρες του, αντιμετωπίζοντας μεγάλη πίεση από τον Αλή που έστειλε εναντίον του πολλές δυνάμεις, αναγκάστηκε να πάει για λίγο στα Επτάνησα. Εκεί τέθηκε στη διάθεση του Άγγλου Ρ. Τζόρτζ και μαζί με τον Κολοκοτρώνη, τον Καραϊσκάκη, τον Τσόγκα, τον Φραγγίστα κ. ά. πολιόρκησαν τη Λευκάδα που τότε κατείχαν οι Γάλλοι. Αργότερα, ο Λεπενιώτης αναγκάστηκε να δεχτεί το αμαρτολίκι των Αγράφων που του πρότεινε ο Αλής, όπως έκαναν και οι άλλοι κλέφτες (ο Καραϊσκάκης τη Σάμη, ο Τόγκας τη Ρεντίνα) κ.λ.π. Όμως δεν ήταν αρεστός των κοτζαμπάσηδων, οι οποίοι συνωμότησαν εναντίον του. Έτσι, όταν ο Λεπενιώτης πήγε στο Φουρνά Ευρυτανίας, ο πανούργος και ύπουλος κοτζαμπάσης Γιαννάκης Κωστάκης, συνεννοημένος με τους αγάδες, του έστησαν παγίδα.
Όπως γράφει ο αγωνιστής Κώστας Γαλλής, μυημένος στη Φιλική Εταιρία, όταν ο κοτζάμπάσης έμαθε ότι ο Λεπενιώτης θα επισκεφθεί το Φουρνά, άρχισε να τον εξυμνεί, ενώ του παράγγειλε με έμπιστους ανθρώπους του, ότι θα προσποιείται τον εχθρό του, λόγω της επίσημης θέσης του και να μην παρεξηγηθεί! Ήταν ανήμερα του Πάσχα, ημέρα της αγάπης, όταν ο Λεπενιώτης έφτασε στην πλατεία του Φουρνά, με δύο μόνο συντρόφους του και μάλιστα άοπλους, με σκοπό να συναντήσει το Γιαννάκη. Χαιρετούσε τον κόσμο και στάθηκε στην κορυφή της σκάλας για να δει τον πύργο του κοτζάμπαση. Ξαφνικά ακούγεται ένας πυροβολισμός και η φωνή του ηρωικού Κλέφτη: «Μ’ έφαγαν τα σκυλιά». Οι μαρτυρίες και η παράδοση θέλουν ως δολοφόνο του Κώστα Λεπενιώτη τον Νίκο Θέο, που καταγόταν από το χωριό Χρύσω Ευρυτανίας. Το πιθανότερο είναι, ότι η αδερφοκτόνος εκείνη δολοφονία του, έγινε το 1819.
Έτσι έσβησαν οι αδάμαστοι Κατσαντωναίοι, αλλά η μνήμη τους έμεινε αθάνατη. Η προσφορά τους στον εθνικό αγώνα υπήρξε πελώρια, ανεκτίμητη.
Ο Μακρυγιάννης τους αποκάλεσε «μαγιά της λευτεριάς», που την κρατήσαν ξυπόλυτοι και γυμνοί στα βουνά και τις ερημιές για να μην χαθεί. Είχαν συντρόφους τους τ’ άγρια θηρία και τα φίδια και προστάτη μόνο το Θεό. Ο Κατσαντώνης και τα παλικάρια του, διαφύλαξαν την πατροπαράδοτη αγάπη για την ελευθερία και την ανεξαρτησία και απολάκτισαν τη ρετσινιά του ραγιαδισμού, πολεμώντας τον αδίστακτο και κτηνώδη κατακτητή, αλλά και τους προσκυνήμενους συνεργάτες του. Οι αγνοί και ανυπότακτοι εκείνοι ήρωες, απαρνήθηκαν κάθε φυσικό συναίσθημα και όλες τις χαρές της ζωής.
Έζησαν κάτω από ανείπωτες κακουχίες. Υπέστησαν απίστευτα βασανιστήρια. Περιφρόνησαν τον θάνατο. Τελικά, έχυσαν και το αίμα τους για την πατρίδα, αλλά η ελληνική πολιτεία δεν έστερξε να αφιερώσει έστω και δύο σειρές στα σχολικά βιβλία για το έργο τους, ειδικότερα όμως για τον κορυφαίο, τον αδάμαστο και ασυμβίβαστο Κατσαντώνη.


«Αυτού που πας μαύρο πουλί,, μαύρο μου χελιδόνι,,
να χαιρετάς την κλεφτουριά κι' αυτόν τον Κατσαντώνη.
Πες του να κάνη φρόνιμα κι' όλο ταπεινωμένα,
δεν ειν' ο περσινός καιρός να κάνη όπως θέλει,
φέτος το πήρε γκέντσιαγας,, το πήρε ο Βέλη Γκέκας,
ζητάει κεφάλια κλέφτικα, κεφάλια ξακουσμένα..
Κι' ο Κατσαντώνης τό μαθε, και το σπαθί του ζώνει,
και παίρνει δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια,
χαμπέρι στέλνει 'ς την Τουρκιά, 'ς αυτόν το Βέλη Γκέκα:
«Όπου θα τά βρη τα παιδιά, ας τά βρη κι' ας τα πάρη!»

Κι' ο Βέλη Γκέκας έτρωγε 'ς ενού παπά το σπίτι.
Τρία κοράσια τον κερνούν κ' οι τρεις ξανθομαλλούσαις,
η μια κερνάει με το γυαλί, η άλλη με το κρουστάλλι,
η τρίτη η καλύτερη με τ’ασημένιο τάσι.
Κ' εκεί που τρώγαν κ' έπιναν κ' εκεί που λακριντίζαν,
μαύρα μαντάτα τού ρθανε από τον Κατσαντώνη:
"Να βγης, Βέλη μου, 'ς τ' Άγραφα, να βγης ν' ανταμωθούμε.»
Κι' ο Βελή Γκέκας τ' άκουσε πολύ του κακοφάνη,
'ς τα γόνατα σηκώθηκε και το σπαθί του ζώνει:
"Που είσαι, τσαούση ογλήγορε, μάσε τα παλληκάρια,
να πάμε να βαρέσουμε το σκύλο Κατσαντώνη."

Κι' ο Κατσαντώνης πρόφτασε, κακό καρτέρι του είχε.
Κι' ο Βελή Γκέκας πάει μπροστά με εξ’εφτά νομάτους.
"Πού πας, Βέλη ντερβέναγα, ριτσάλη του βεζίρη;
-'Σ εσέν' Αντώνη κερατά, 'ς εσένα παλιοκλέφτη.
-Δεν είν' εδώ τα Γιάννινα, δεν ειν' εδώ ραγιάδες,
για ναν τους ψένης σαν τραγιά, σαν τα παχιά κριάρια,
εδώ ναι λόγκοι και βουνά και κλέφτικα τουφέκια,
βαριά βροντούν, πικρά βαρούν, φαρμακερά πληγώνουν."

Τρεις μπαταριαίς του ρήξανε, τη μια μεριά 'ς την άλλη
η μια τον πήρε ξώδερμα, η άλλη 'ς το κεφάλι,
κ' η τρίτη η φαρμακερή τον πήρε 'ς την καρδιά του.
Το στόμα του αίμα γέμισε, ταχείλι του φαρμάκι,
κ' η γλώσσα τ’ αηδονολαλεί, τα παλληκάρια κράζει.
"Που είσαι, τσαούση ογλήγορε, έλα παρ’ τ’ άρματά μου,
να μην τα πάρη η κλεφτουριά κι ο σκύλος Κατσαντώνης."

Δεν υπάρχουν σχόλια: